Ο αέρας στην ατμόσφαιρα θύμιζε καμπίνα αεροπλάνου: βαρύς, ψεύτικος, λίγος. Κινήθηκα προς το ανοιχτό παράθυρο. Καμία διαφορά. Λεπτά πριν είχα δει τον πατέρα μου να αναπνέει για τελευταία φορά. Άγγιξα την καρδιά του και ένιωσα ότι χτυπούσε ακόμα. Οι γιατροί μάς έβγαλαν έξω απ’ το δωμάτιο. Μετά από λίγο με ενημέρωσαν πως είχε φύγει. «Έφυγε ήσυχα, δεν υπέφερε καθόλου…» μου είπαν προσπαθώντας μάλλον μάταια να μου απαλύνουν τον πόνο που πρόδιδαν τα κόκκινα μάτια μου. Άρχισα να πηγαινοέρχομαι πέρα δώθε στον διάδρομο της Α’ Παθολογικής του «Γεώργιος Γεννηματάς» σαν μπάλα σε φλιπεράκι. Ήθελα να κοπανηθώ στους τοίχους, να ουρλιάξω. Έμεινα εγκρατής για ακόμα μια φορά στην ζωή μου μισώντας με γι’ αυτό. Το άλλοθί μου; Έπρεπε να κρατήσω όρθια την μάνα μου που έκλαιγε με λυγμούς. Την πήρα αγκαλιά και την φίλησα στα μαλλιά όπως συνηθίζουν οι γονείς να κάνουν στα παιδιά τους. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί εδώ και καιρό. Την έβαλα να καθίσει στον καναπέ και βγήκα έξω να τηλεφωνήσω στον αδερφό μου που έτρεχε να τον προλάβει ζωντανό. «Μπίλη μην τρέχεις, ο πατέρας έφυγε…», είπα προσπαθώντας να πνίξω τα αναφιλητά μου. Έδινα μάχη να κρατηθώ, να μην ξεσπάσω. Δεν ήθελα να φρικάρω τους ανθρώπους που είχαν έρθει να δουν τους συγγενείς τους. Δεν ήμουν όμως έτοιμος για κάτι τέτοιο. Δεν θα ήμουν ποτέ. Ένιωθα πως ήθελα να σωριαστώ κάτω, αλλά δεν μπορούσα ούτε να καθίσω σε κάποια καρέκλα. Πήρα ένα δυο τηλέφωνα ακόμα κάποιους συγγενείς προσπαθώντας μάταια να ξεφορτωθώ ένα μέρος από το βαρύ φορτίο που είχε πέσει ξαφνικά πάνω μου. Η μάνα μου έκλαιγε γοερά φωνάζοντας το όνομά του. «Στεφανάκο μου…», όπως τον αποκαλούσε πάντα. Μετρούσα τα δευτερόλεπτα να δω τον αδερφό μου. Δεν το άντεχα μόνος μου. Επιτέλους κάποια στιγμή τον βλέπω μπροστά μου. Κόκκινα μάτια κι αυτός. Αγκαλιαστήκαμε όπως δεν το είχαμε κάνει ποτέ. Αρχίζει να πηγαινοέρχεται κι αυτός σαν κι εμένα. Ρωτάει. Του λέω κάποιες λέξεις. Είμαστε όλοι μαζί. Είναι δύσκολα. Θα αντέξουμε;
Ο Θεός αποφασίζει να επέμβει. Ψάχνει να στείλει κάποιον άγγελο. Είναι μάλλον όλοι απασχολημένοι, νοσοκομείο γαρ. Και τότε παίρνει την απόφαση. Γίνεται Αλλάχ και μας στέλνει την Ίσα! Το οκτάχρονο κορίτσι από το Πακιστάν που κάθεται τόση ώρα δίπλα στην μάνα μου αμίλητο, γυρνάει και με σπασμένα ελληνικά της λέει: «Μην κλαις. Μην κλαις γιατί και η γιαγιά μου που έκλαιγε ήρθε στο νοσοκομείο». Η μάνα μου λιώνει και με μάτια βουρκωμένα θέλει να την πάρει αγκαλιά. Γελάει μέσα σε αναφιλητά. Χαμογελάω κι εγώ. Ναυαγός που βλέπει τους διασώστες. Γέλια και δάκρυα μαζί και η πιο σοφή συμβουλή βγαλμένη δωρεάν από το στόμα αυτού του μικρού κοριτσιού κι όχι απ’ το μπλοκάκι ενός αδρά αμειβόμενου γιατρού. Απλή, περιεκτική, πειστική «Μην κλαις», επαναλαμβάνει. Η μάνα της δίπλα μας –μικρό κορίτσι κι αυτή- στέκεται αμίλητη και με σεβασμό. Η μαντήλα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της, παρά την πολυχρωμία, ενισχύει την στάση της αυτή. Μέρες τώρα δίπλα στο κρεβάτι της δικής της μάνας την είχα δει να προσεύχεται στον δικό της Θεό με στωικότητα και αξιοπρέπεια. Αθόρυβα και με υπομονή. Έτσι προφανώς την είχαν αναθρέψει.
«Μπαμπά;» ρωτάει την μάνα μου. Εκείνη της δείχνει την βέρα της. «Ο άντρας μου», της απαντά. «49 Years σήμερα» προσθέτει ελληνοαγγλικά προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί της, να δεθεί να μοιραστεί. Η μικρή δεν έχει ξεκολλήσει το βλέμμα της πάνω απ’ την μάνα μου. «Πώς σε λένε;» την ρωτάω. «Ίσα» μου απαντάει και οι δυο συλλαβές μοιάζουν με ποίημα στ’ αφτιά μου. «Πολύ ωραίο όνομα», της λέω. Χαμογελάει συγκρατημένα με πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση ενήλικα. Τα μεγάλα μαύρα ματάκια της λάμπουν βουτηγμένα μέσα στο σοκολατένιο προσωπάκι της. Τα σπαστά μαύρα μαλλιά της μαζεμένα σε κότσο ενισχύουν την σοβαρότητά της η οποία παντρεμένη με την αθωότητα και την απλότητα των οκτώ χρόνων της μάς κάνει να χαμογελάμε όλο και πιο πολύ.
Τρέχω στην καντίνα και αγοράζω χυμούς και νεράκια γι’ αυτήν και την μητέρα της. Μοιάζουν με τους πρώτους φίλους που ήρθαν να μας συλλυπηθούν. Θέλω να της δείξω την ευγνωμοσύνη μου. Της δίνω τον χυμό. Κουνάει διστακτικά το κεφάλι της και ρίχνοντας μια ματιά στην μαμά της μου λέει «όχι». Δίνω ένα χυμό και σ΄ εκείνη. Τον δέχεται χωρίς να αντιδρά. Σαν να ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί στο πένθος. Κάθεται δίπλα μας θλιμμένη χωρίς να μιλά. Η μικρή συνεχίζει να επαναλαμβάνει στην μάνα μου «Μην κλαις». Αρχίζει και λύνεται. Πιάνει διάλογο μ’ εκείνη.
«Από πού είσαι Ίσα;»
«Πακιστάν»
«Πηγαίνεις σχολείο;»
«Πηγαίνω στην Τρίτη»
«Αυτοί είναι οι γιοί μου! Ποιος είναι πιο ωραίος;»
Δείχνει την προτίμησή της για τον αδερφό μου. Δεν έχει γούστο αλλά την λατρεύω. Γελάμε. Και κλαίμε. Μαζί. Φέρνει το αρκουδάκι της από τον απέναντι καναπέ και το δίνει στη μάνα μου.
«Το θέλεις;» την ρωτάει. Σειρά της μάνας μου να πει όχι.
Θέλω να την πάρω αγκαλιά, να την φιλήσω να της πω ευχαριστώ. Κρατιέμαι. Δεν ξέρω τα έθιμά τους. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση είναι η γιαγιά της δίπλα. Δεν ξέρω αν πρέπει. Την ρωτάμε αν μπορούμε να την βγάλουμε φωτογραφία. Σφίγγει τα χείλη της και ποζάρει χαμογελώντας συγκρατημένα.
«Ίσα τώρα είσαι φίλη μου» της λέει η μάνα μου. «Θέλω να διαβάζεις στο σχολείο, να γίνεις σημαντική. Να γίνεις γιατρός, να κάνεις καλά τους ανθρώπους όπως την γιαγιά σου».
Μαθαίνω ότι όση ώρα ήμουν στην καντίνα είχε περάσει το φορείο με τον πατέρα μου μέσα στον πλαστικό σάκο. Εικόνα που σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να δω. Αισθάνομαι τυχερός. Επιβεβαιώνω για ακόμα μια φορά πως όλα γίνονται για κάποιον λόγο τελικά.
Η ώρα έχει περάσει. Το σώμα του πατέρα μου θα βρίσκεται σε κάποιο ψυγείο του νεκροτομείου. Η ψυχή του τριγυρνάει δίπλα μας. Την νιώθω.
Σηκωνόμαστε να φύγουμε.
«Μη φύγεις» φωνάζει η Ίσα στην μάνα μου.
Πρέπει αγάπη μου. Έχασα τον πατέρα μου. Ζω τις στιγμές που πάντα αντίκριζα με φόβο, είπα δίχως να μιλήσω.
«Αντίο ‘Ισα», την χαιρετάω
Ευχαριστώ που ήρθες και μ’ έκανες να αντέξω. Της δίνω ένα πακέτο κρακεράκια που είχα από το πρωί στην τσάντα μου και δεν είχα καταφέρει να φάω. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να της πω ευχαριστώ.
«Όχι», μου λέει
«Σε παρακαλώ», της απαντώ.
Παίρνουμε αγκαζέ με τον αδερφό μου την μάνα μας και μπαίνουμε στο ασανσέρ. Στενοχωριέμαι που αποχωρίζομαι το μικρό κορίτσι αλλά δεν αντέχω άλλο εκεί μέσα. Φεύγουμε χωρίς τον πατέρα μου. Ένα κομμάτι μας σαν να ξεριζώθηκε βίαια και έμεινε για πάντα εκεί. Στο δωμάτιο 452. Το βλέμμα του μικρού κοριτσιού έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου και εναλλάσσεται μ’ αυτό του πατέρα μου λίγο πριν φύγει για πάντα. Αναρωτιέμαι αν θα είχα καταφέρει να μείνω όρθιος χωρίς την βοήθεια αυτού του μικρού αγγέλου.
Θεέ μου ανάπαυσε την ψυχή του πατέρα.
Αλλάχ μου φύλαγε την μικρή μας Ίσα.
Στην μνήμη ενός απ’ τους καλύτερους μπαμπάδες του κόσμου
_
γράφει ο Σωτήρης Μαγιόπουλος
Τα συναισθήματα είναι σαν τα κύματα της θάλασσας. Άλλοτε δυνατά και βροντώδη, εκκωφαντικά και βίαια και άλλοτε σαν σιωπηλοί διαβάτες, σαν μνήμες θολές, απρόσμενα βουβές. Σε κοιτάζουν χωρίς να το γνωρίζεις. Όσο προσπαθείς να τιθασεύσεις την ορμή τους, τόσο εκείνα βρίσκουν ευκαιρία για να γεμίσουν με αλμύρα την ψυχή σου … και όσο το στόμα σου μουδιάζει απ’ το υγρό αγέρι τόσο η ανάγκη σου για νερό φουντώνει.
Πασχίζεις, μέσα απ’ τα θολωμένα κύματα, να βρεις απαντήσεις γι’ αυτό που σε πνίγει, μα το νερό φωνή δεν έχει.
Καλέ μου φίλε, παιδιά, σαν την Ισα, τον Πέτρο, και την μικρή Μαρία θα συναντήσεις πολλά στο διάβα της ζωής σου. Τούτο όμως να ‘χεις στο μυαλό σου. Τα άδολα λόγια τους, το καθάριο βλέμμα τους, το μικρό και κάποιες φορές ασθενικό κορμί τους, κρύβει έναν μικρό Θεό … ο οποίος σε αναζητά.
Το δωμάτιο με το νούμερο 452 μην αφήσεις ποτέ να στοιχειώσει την σκέψη σου. Η μικρή Ισα γνωρίζει τον δρόμο. Μην της αφήσεις το χέρι. Αν και μικρή μπορεί και βαδίζει στο σκοτάδι με βήματα σταθερά. Ποτέ δεν θα σε προδώσει … ο φύλακας άγγελός σου!