Μαρασμός, απώλεια, θύμησες, νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες, είναι οι σκέψεις όλων μας που έχουμε σχέσεις εξ αίματος ή εξ αγχιστείας με την Μικρά Ασία στο άκουσμα του ονόματος της Πόλης. Μιας πόλης, απογυμνωμένης πλέον από την ελληνικότητά της, μα πάντα στις ψυχές όλων όσων την άφησαν. Η βασιλεύουσα φαίνεται να βρίσκεται στην καρδιά της συγγραφέως καθώς αποτελεί όχι μόνο το σκηνικό του μυθιστορήματός της αλλά μάλλον το κεντρικό του θέμα.
Με πυρήνα τη νιόπαντρη και πρωτομάνα Σμαρώ η συγγραφέας πλέκει ένα γλαφυρό συγγενικό και φιλικό ιστό με ζωντανούς γεμάτους παλμό χαρακτήρες. Η μητριαρχική μορφή της γιαγιάς Χρυσής, η δεσποτική πεθερά κυρία Μαφάλντα, η καπάτσα μοδίστρα κυρία Αριάδνη, ο σοφολογιότατος καθηγητής κύριος Φωκίων με τα καθαρευουσιάνικά του, η λαϊκή καφετζού κυρά Ταρσή, ο πάντα ενημερωμένος κύριος Ξενοφών, η σχολαστική μεγαλονοικοκυρά Ουρανία με τα ατελείωτα χουσμέτια της, η μοιραία κι ανεξάρτητη Κορίνα, ο ερωτοχτυπημένος Στέφανος και τόσοι άλλοι ξεπηδούν από τις σελίδες του μυθιστορήματος ζωντανεύοντας σαν παλαιό κινηματογράφο σκηνές από την Πόλη των δεκαετιών του ’50 & ’60.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τις ζωές της οικογένειας και των στενών φίλων της κεντρικής ηρωίδας λίγο μετά τα βίαια επεισόδια των Σεπτεμβριανών του 1955. Μετά τα ‘σπασίματα’ μουδιασμένη η ελληνική κοινότητα της Πόλης ανασυγκροτείται και προσπαθεί να ακολουθήσει την ρότα μιας φαινομενικά ήρεμης καθημερινότητας. Τα οικογενειακά τραπεζώματα, οι εορταστικές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων και του Πάσχα, οι θερινές διακοπές στα Πριγκιποννήσια, οι γάμοι, τα γεννητούρια και οι βαπτίσεις διαδέχονται το ένα τ’ άλλο καθώς τα χρόνια περνούν. Σαν ένα καλοστρωμένο πλούσιο πολίτικο τραπέζι με τους ζεστούς και κρύους μεζέδες του ξεδιπλώνονται οι συνήθειες, τα γούστα, τα μαγαζιά, τα στέκια και οι διασκεδάσεις των Ρωμιών της Πόλης. Ήθη κι έθιμα εν πολλοίς οικεία για όσους έχουμε σχέση με την Μικρά Ασία περιγράφονται λεπτομερώς σε μια προσπάθεια αποτύπωσης ενός κόσμου που πλέον έχει για τα καλά χαθεί.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου παρακολουθεί τις τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις με αφορμή το Κυπριακό. Η τρομοκρατία του ελληνικού στοιχείου της Πόλης και κατ’ επέκτασιν των ηρώων του μυθιστορήματος αποκαλύπτεται σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις των χαλεπών εκείνων καιρών. Ήδη από το 1942 έχουμε συστηματικά διωκτικά μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας: ανθελληνική προπαγάνδα μέσω δημοσιευμάτων στον τουρκικό τύπο, βαρύ φόρο εισοδήματος (το επονομαζόμενο βαρλίκι), κατασχέσεις και καταναγκαστικά έργα για όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις εξωφρενικά υπερτιμημένες περιουσίες τους, υποχρεωτική γενική επιστράτευση, απαγόρευση άσκησης συγκεκριμένων επαγγελμάτων, κλείσιμο μειονοτικών εφημερίδων, κρατικούς περιορισμούς και μέτρα κατά των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συκοφαντικές δυσφημίσεις κατά του ‘τουρκισμού’ κι εκφοβισμοί πολιτών, απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους, βίαιες διαδηλώσεις που κορυφώνονται στις δημεύσεις περιουσιών κι εν τέλει στις ταπεινωτικές απελάσεις με ψευδείς κατηγορίες του ’64-65. Η εθνοκάθαρση με το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους» δεν κάνει διακρίσεις και απελαύνονται με συνοπτικές διαδικασίες ως ‘επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια και κοινοί κατάσκοποι’ ακόμα και Κωνσταντινοπολίτες που διέμεναν τότε ή ταξίδευαν στο εξωτερικό, ανήμποροι άρρωστοι, ετοιμοθάνατοι υπερήλικες μέχρι και… πεθαμένοι. Η απάθεια της ελληνικής κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου και η ουδετερότητα του ελληνικού Προξενείου δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση όσων απομένουν σε μια κοινότητα ρημαγμένη περιμένοντας μετά φόβου και πάθους να ενημερωθούν από τις εβδομαδιαίες λίστες των εφημερίδων τα νέα του δικού τους φευγιού. Μετά το πρώτο κύμα εξακολουθούν τα επόμενα χρόνια οι απελάσεις, με έμμεσο όμως τρόπο. Οι τούρκικες αρχές σταματούν απλά τις ανανεώσεις των καρτών παραμονής για τους Έλληνες υπηκόους κι αντί για τις βίαιες εικοσιτετράωρες ή εντός λίγων ημερών εξαναγκαστικές αποχωρήσεις δίνεται το περιθώριο του ενός μήνα… Με ειδεχθείς νόμους δημεύονται τραπεζικοί λογαριασμοί, σταματούν οι διαδικασίες αγοραπωλησιών ακίνητης περιούσιας, γίνονται παράνομες φορολογικές εκκαθαρίσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, παρακρατούνται τέλος τιμαλφή από τους τελωνιακούς που προβαίνουν σε εξευτελιστικούς ελέγχους κατά των απελαθέντων. Με μια βαλίτσα στο χέρι και το αντίτιμο των 200 τουρκικών λιρών (περ.600 ελληνικές δραχμές) οι Πολίτες ταξιδεύουν για το άγνωστο. Μετά από λίγο καιρό ανακοινώνονται οι ‘εξαιρέσεις’ (για όσους είναι παντρεμένοι με Τούρκους υπηκόους, για τους βαριά άρρωστους κοκ) αλλά είναι πλέον αργά. Τα δύο τέταρτα και πλέον των Ελλήνων της Πόλης έχουν ήδη φύγει. Έκτοτε και μέχρι το ΄74 με την απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο, όπου θα μεταναστεύσουν υπό το φόβο νέων αντίποινων και οι τελευταίοι εναπομείναντες, ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης θα συρρικνώνεται χρόνο με το χρόνο.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος μπλέκονται αναπόφευκτα κι αυτοί στη δίνη της ιστορίας του ξεριζωμού ακολουθώντας ο καθένας τη δική μοίρα του. Οικογένειες διασκορπίζονται, ερωτευμένα ζευγάρια χωρίζουν, οι πιο αδύναμοι αυτοκτονούν, ενώ οι περισσότεροι φτάνουν κακήν κακώς σε μια Ελλάδα αφιλόξενη που τους αντιμετωπίζει σαν «Τουρκόσπορους» και τους δίνει πενιχρές αποζημιώσεις αφού πρώτα πρέπει να παλέψουν με το χαρτοβασίλειο της ελληνικής γραφειοκρατίας. Νοικοκυραίοι καταντούν ζητιάνοι, επιχειρηματίες υπάλληλοι, μεροκαματιάρηδες μα δε το βάζουν κάτω. Συσπειρώνονται και προκόβουν στο νέο τόπο. Κι αφού καταφέρουν μετά κόπων και βασάνων να σταθούν όπως όπως στα πόδια τους κι ενώ τουλάχιστον πιστεύουν πως ζουν πλέον ελεύθεροι σε μια δημοκρατική κοινωνία έρχεται το στρατιωτικό πραξικόπημα της Χούντας κι… άιντε πάλι.
Στο μυθιστόρημα της Αγλαΐας Κωνσταντινίδου-Κλουκίνα αυτό που θαυμάζει ο αναγνώστης, πέρα από την σωστή χρήση της γλώσσας, την διακριτική παρουσία του πολίτικου ιδιώματος και την ενδελεχή μελέτη και παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων, είναι η ικανότητα να αναδεικνύει τις απλές καθημερινές ιστορίες των ηρώων της σε σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες και να φωτίζει πτυχές ενός κόσμου που πέρασε ανεπιστρεπτί. Αν και μυθοπλασία, το έργο της βασίζεται σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα, όπως μου εκμυστηρευτικέ, καθιστώντας το έτσι πολύτιμο για τις επερχόμενες γενιές.
0 Σχόλια