Θεέ Μεγαλοδύναμε, τι κρύο είν’ αυτό; Η επιτομή της παγωνιάς που τύφλα να’ χει ο καταψύκτης του καινούργιου ψυγείου. Και δεν είναι που σου παγώνει το κορμί, μα σου κάνει παγάκια την ψυχή. Δεν λέω το πνεύμα, γιατί αυτό ούτως ή άλλως είναι παγωμένο, απλά τούτο τα απίστευτο κρύο του δίνει τη χαριστική βολή. Άνθρωποι, κινούμενα παγοκολωνάκια, βαδίζουν βιαστικά με ένα μόνο όνειρο, να βρεθούν το συντομότερο σε έναν χώρο με καλοριφέρ ή air condition, ή έστω μία ηλεκτρική σόμπα ή ακόμη, στην χειρότερη περίπτωση, ένα μαγκάλι, απομεινάρι καιρού όχι δα και τόσο παλιού!… Να ξεπαγώσει βρε αδερφέ το αίμα τους, να νιώσουν ότι ζουν σε χώρα μεσογειακή και όχι στον Βόρειο Πόλο! Πώς την αντέχουν αυτήν την παγωνιά που ανασαίνουν σ’ αυτά τα μέρη Θεέ και Κύριε! Θα μου πεις ότι ο ατομικός θερμοστάτης τους είναι προσαρμοσμένος καταλλήλως και εκείνοι αναρωτιούνται με τη σειρά τους πώς μπορούμε και ζούμε εμείς με 42 βαθμούς Κελσίου υπό σκιάν τα καλοκαίρια. Είπαμε. Θέμα προσαρμογής του θερμοστάτη από το εργαστήρι του Κατασκευαστή των Πάντων.
Η Γεωργία, έγκυος τριών μηνών, εργάζεται σε ένα πολυκατάστημα του Κέντρου και κατά πώς φαίνεται θα εργάζεται μέχρι που να την πιάσουν οι πόνοι και «σπάσουν τα νερά», γιατί και άδεια να της δώσουν, πολύ φοβάται ότι θα είναι άνευ αποδοχών, οπότε να μείνει χωρίς ψωμί το σπίτι της δεν λέει. Και ο σύζυξ; Ε, καλά τώρα, τον απέλυσαν από την δουλειά του τον επιστήμονα και δεν καταδέχεται να κάνει μια οποιαδήποτε δουλειά ανάξια των πτυχίων του. Το ότι παίζει τάβλι και δεν ενοχλείται που τον ζει η κυρά του, δεν μετράει…
Η Γιωργίτσα το λατρεύει το αγόρι της σε σημείο να του αγοράσει πανάκριβο γούνινο παλτό που το φορά μόνο αυτός μεταξύ χιλιάδων ανδρών και καμαρώνει σαν παγώνι, όχι εξαιτίας της μοναδικότητας αλλά γιατί εμμέσως το ένδυμα κραυγάζει: «Πόσο πρέπει να αξίζει αυτός που με φορά!»
Πέντε χρόνια μάζευε η Γιωργίτσα τα χρήματα για την αγορά του, δεκάρικο, δεκάρικο, στερούμενη η ίδια τα στοιχειώδη, για να του το κάνει δώρο στην 5η επέτειο του γάμου τους.
Κι εκείνος;
Α, εκείνος το βρήκε απόλυτα φυσικό να δεχτεί ένα τόσο ακριβό δώρο. Άξιζε πολλά περισσότερα. Και ούτε που αναρωτήθηκε το πού τα βρήκε η φτωχιά τα τόσα χρήματα…
«Ίσως να της το έδωσαν σε τιμή ευκαιρίας στο μεγάλο κατάστημα όπου δούλευε», σκέφτηκε.
Ένα ξερό «ευχαριστώ, αγάπη μου» της είπε όλο κι όλο κι εκείνη πέταξε από τη χαρά της μόλις άκουσε αυτό το «αγάπη μου», λαχταρώντας ίσως για ένα του φιλί, που ναι μεν της το έδωσε, αλλά στο μάγουλο!!!
Από πότε είχε να την φιλήσει σαν αρσενικό; Ακόμη κι όταν τον έπιαναν οι ανδρικές ορμές και επιθυμίες, φιλιά δεν είχε η συνοπτική διαδικασία. Εκείνη δεν καταλάβαινε γιατί δεν την φιλούσε, δεν τολμούσε να ρωτήσει. Να υπήρχε λες άλλη γυναίκα στη ζωή του; Μα κι αν ακόμα υπήρχε, εκείνη τον αγαπούσε τόσο ώστε να του κάνει δώρο ένα παλτό τ’ ονείρου, σαν αυτό που του δώρισε αυτή; Έτσι δεν είναι Δωρόθεε;
Προπαραμονή Χριστουγέννων και η Γιωργίτσα θα το αποτολμούσε να ζητήσει μία άδεια μικρή, να μην πάει στην δουλειά την επομένη, προφασιζόμενη αδιαθεσία λόγω της δύσκολης εγκυμοσύνης της. Αχ, πώς ήθελε να ξεκουράσει τα πρησμένα από την ολοήμερη ορθοστασία πόδια της στο μαγαζί!
Και για δες τώρα. Ίσως γιατί το αφεντικό ήταν στις καλές του, ίσως γιατί ημέρες Χριστουγέννων γίνονται και θαύματα, το κορίτσι ακούει κατάπληκτο τον κύριο Γενικό να της λέει:
«Ναι. Να πας στο καλό Γεωργία και πού ‘σαι, να προσέχεις το βαφτιστήρι μου, αν βέβαια με θέλετε για νονό. Θα σας το χρωστούσα δε, αν τον λέγαμε Δημήτρη αν είναι αγόρι και Ελένη αν είναι κοριτσάκι, τα ονόματα των γονιών μου καθώς εγώ δεν αξιώθηκα να κάνω εγγόνια».
Η Γιωργίτσα τα ‘χασε. «Σε εμένα μιλάει έτσι το αφεντικό; Δεν είναι δυνατόν!»
Ψέλλισε ένα «Ευχαριστώ κύριε, περιποιεί μεγάλη τιμή για το αγόρι μου να σας έχει νονό» και την έπιασαν τα κλάματα από την συγκίνηση.
Πήρε την πολυπόθητη άδεια, βρήκε ανέλπιστο νονό για το παιδάκι της που θα έβλεπε το φως της μέρας σε έξι μήνες και είχε ξάφνου την αίσθηση ότι το Πνεύμα των Χριστουγέννων της έκλεινε το μάτι χαμογελώντας. Μα το θαύμα είχε ξεσαλώσει και σταματημό δεν είχε. Γιατί, έτσι που στεκόταν κάτω από το στέγαστρο χωρίς άλλον κανέναν να περιμένει σαν αυτή το λεωφορείο, με τα μάτια καρφωμένα αμήχανα στη γη, βλέπει κάτι να γυαλίζει πλυμένο από το ψιλόβροχο που δεν έλεγε να σταματήσει εδώ και ώρες. «Ωραίο κουμπί και κρίμα σ’ αυτόν που το ‘χασε», μουρμούρισε και έσκυψε να το πιάσει. Μα κουμπί δεν ήταν. Μια μεγαλοπρεπής βασίλισσα Βικτωρία ήταν αυτή που κρατούσε στα τρεμάμενα χέρια της.
«Θεέ και Κύριε, μια λίρα. Ωχ, και τι κλάμα κάνει τώρα αυτός που την έχασε», σκέφτηκε.
Μια αλλόκοτη ζεστασιά ένιωσε στη χούφτα της, την ζεστασιά του χρήματος που αποκτάς ανέλπιστα και που θα σου καλύψει πρώτες ανάγκες.
Άλαλη ρίχνει άλλη μια ματιά στο ρείθρο και…
«Η τύχη μου πλάκα μου κάνει σήμερα, αλλιώς τι; Άρχισε η γη να γεννάει λίρες χρυσές; Ούτε όνειρο βλέπω, ούτε παραμύθι ακούω, ούτε παραισθήσεις έχω. Εγώ είμαι στην Ερμού και ψαρεύω δια γυμνής παλάμης λίρες χρυσές μέσα από παγωμένα νερά, που παραδόξως μου ζεσταίνουν τα χέρια». Και άρχισε να γιομίζει την τσάντα της κοχύλια χρυσά, Βικτωρίες που από τα παλάτια βρέθηκαν σε Αθηναϊκό πεζοδρόμιο προς άγραν όχι πελατών αλλά τυχερών εγκύων γυναικών. Δεν θα ‘ταν καμιά τριανταριά;
Βγήκε από το στέγαστρο αψηφώντας την βροχή που είχε δυναμώσει, γιατί κάτι τής έλεγε ότι θα έβρισκε κι άλλες. Όντως, βρήκε 5-6 ακόμη «και στο τέλος τέλος, αν υπάρχουν κι άλλες, ας τις βρει και κανένας άλλος, να κάνει ωραία Χριστούγεννα», γέλασε μπαίνοντας σε ένα ταξί και νιώθοντας κάπως σαν τις βασίλισσες που ψάρεψε κατά μήκος του ρείθρου. Πόσα απλά της όνειρα θα έκανε πραγματικότητα με τούτο το χρήμα. Πρώτα τα έπιπλα για το παιδικό δωμάτιο που λαχταρούσε. Μετά θα εξασφάλιζε την αμοιβή του γυναικολόγου και της Κλινικής και μετά όλα τα άλλα που την άγχωναν, ακόμη και μέχρι λίγη ώρα πριν την εύρεση του θησαυρού της, πράγματα που κατά βάση έπρεπε να αγχώνουν τον ευτυχή πατέρα ο οποίος όμως αγρόν ηγόραζε και περί άλλων τύρβαζε.
Το ταξί πλησίαζε το σπίτι της, όταν μια φλασιά την έκανε να βγάλει μια πονεμένη κραυγή.
«Τι είναι καλέ κυρία, θέλεις κάτι;»
«Ναι θέλω. Πού να πάρει, πώς το ξέχασα; Πήγαινέ με σε παρακαλώ στο Αστυνομικό Τμήμα, λίγο παρά πάνω από το σπίτι μου είναι».
Κάτι μουρμούρισε ο άνθρωπος, μην όντας σίγουρος ότι ήθελε στενές επαφές τρίτου τύπου με αστυνομικά τμήματα και ιστορίες για αγρίους καθώς δεν είχε ανανεώσει και την άδειά του. «Ώρες να έχουμε μπερδέματα Χριστουγεννιάτικα, γαμώ την τύχη μου μέσα», μονολόγησε καθαρά και εύηχα αυτή τη φορά.
Παρά ταύτα την άφησε στην είσοδο και έφυγε σφαίρα, μη δίνοντας σημασία σε έναν πελάτη που τού έκανε σήμα να τον πάρει. Αυτός, βλέποντας ότι ο ταξιτζής τον αγνόησε, άρχισε να κατεβάζει καντήλια και τέτοια Γαλλικά που κοκκίνισαν και οι τοίχοι από ντροπή. Και ένας αστυνομικός που δεν έμεινε αδρανής σε τέτοιο βρίσιμο των Θείων, σπεύδει, τον βουτάει από το μπράτσο και τού λέει:
«Για να δούμε ποια θα είναι η γνώμη και του αρχηγού που είναι και θρησκευόμενος. Την έβαψες φίλε και δεν μπορώ να σε αφήσω και να φύγεις, μη βρω εγώ χειρότερο μπελά από τον όποιο δικό σου».
Θαύματα δεν συμβαίνουν σε όλους βλέπεις!!!
Η Γιωργίτσα ζήτησε να μιλήσει με τον ανώτερο αστυνομικό του τμήματος ο οποίος και έμεινε κατάπληκτος με αυτά που άκουγε.
Ποιος είναι αυτός που είναι τόσο πλούσιος που αφήνει να σκορπά έστω και κατά λάθος τόσο χρυσάφι σε έναν κεντρικό Αθηναϊκό δρόμο; Γιατί για να’ ναι φτωχός κομματάκι αδύνατον. Το πιθανότερο κανένας κακοποιός που του έπεσαν από την τσέπη στη βιασύνη του να μη συλληφθεί από την Αστυνομία ή τις σκόρπισε επίτηδες, για να μην βρεθούν πάνω του.
Μα στην ουσία η έκπληξή του δεν ήταν για αυτόν που τις απώλεσε, αλλά για τούτην εδώ τη κοπέλα. Από το ντύσιμο της φαινόταν ότι δεν το φυσά το χρήμα. Το λογικότερο και απολύτως κατανοητό θα ήταν να ποιήσει τη νήσσα. Όχι, για να είναι καμιά ηλίθια, δεν την έκοβε.
«Να που υπάρχει ακόμη αυτό το είδος ανθρώπου στις πονηρές ημέρες μας», συνέχισε να σκέπτεται, χωρίς κατ’ ελάχιστον να ελαττωθεί η κατάπληξή του.
«Αν δεν ειδοποιηθούμε από τα κεντρικά ότι κάποιος απώλεσε αυτές τις πανέμορφες κυράδες, δικαιωματικά αυτές οι λίρες θα σου ανήκουν κοπελιά. Απλά θα περιμένουνε το χρονικό διάστημα που απαιτεί ο νόμος. Όμως, κράτησέ τις εν τω μεταξύ, πιο ασφαλείς θα είναι στα δικά σου τα χέρια. Σε περίπτωση που βρεθεί ο απωλέσας το χρυσάφι, να θυμάσαι ότι δικαιούσαι ευρέτρων, αν και εύχομαι ειλικρινά να μην βρεθεί, αλήθεια σου λέω».
Πέρασαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά και μαζί τους το διάστημα που όριζε ο νόμος και η Γιωργίτσα έλαβε ένα επίσημο έγγραφο με βούλες και σφραγίδες που έλεγε: «Τα ευρεθέντα αντικείμενα, συμφώνως τω Νόμω σας ανήκουν. Σε καλή …μεριά!»
Η ιστορία πέρα για πέρα αληθινή, με την σχετική μυθοπλασία της βέβαια, για τις ανάγκες της αφήγησης και μια από τις ελάχιστες φορές που δεν λέμε «το χρήμα στο χρήμα πάει.» Να που πηγαίνει και σε τίμιους, φτωχούς ανθρώπους, που είναι πιο σπάνιοι και πολυτιμότεροι από το συνηθισμένο χρυσάφι που είναι σαφώς λιγότερων καρατίων!
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Μετά από πολύ καιρό μας ήρθες με βικτωρίες. Από τις ιστορίες εκείνες που συμβαίνουν πολλές φορές στα αλήθεια. Τη χάρηκα Λένα. Καλή σου μέρα!
ΤΟ θέμα με τις λίρες και ο τόπος που βρέθηκαν και ο τρόπος ακόμη είναι αληθινός Σουλελάκι με θυμήθηκε το βιβλιο νετ μου το αγαπημένο.