
Είναι μερικά πρόσωπα που περνούν σε μια στιγμή από δίπλα σου και με το άρωμά τους σε ωθούν να γυρίσεις το κεφάλι, να τους δεις, να σταθείς μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη βλέποντάς τους να συνεχίζουν την πορεία τους. Μια τέτοια αίσθηση άφησε η συνομιλία με την κα Ελένη Κεκροπούλου, εκδότρια του Ωκεανού και του Ενάλιου. Η αγάπη της για το βιβλίο, το μεράκι της, η αφοσίωση είναι τέτοια ώστε είναι αδύνατο να μη νιώσεις όλη αυτή την ευωδιά που αποπνέει η ειλικρινής λειτουργία για την ικανοποίηση ενός προσωπικού μύθου.
Συνέντευξη στον Νεκτάριο Καλογήρου
Η όλη συνέντευξη είχε την αίσθηση προσκύνησης σε εκκλησία. Μπήκα με το χέρι στη τσέπη να ψάχνει ψιλά για το παγκάρι και κατέληξα να χαίρομαι λειτουργία από χορωδία παιδιών. Προφανώς η πληρωμή στο παγκάρι αφορούσε τη συζήτηση για την οικονομία του βιβλίου. Στην πρώτη ερώτηση σχετικά με τις επιπτώσεις που έφερε η κατάργηση της ενιαίας τιμής η κα. Κεκροπούλου μίλησε για την αίσθηση που αποκομίζουν οι αναγνώστες:
«Η κατάργηση έπληξε τους εκδότες, διότι τους κατέστησε στα μάτια των αναγνωστών, αλλά και των συγγραφέων ως αναξιόπιστους, ως ανυπόληπτους. Το να βλέπουν την τιμή ενός βιβλίου να διαφοροποιείται από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο είναι κάτι που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Αυτό το παρανάλωμα που υφίσταται το βιβλίο έχει καταστήσει την αγορά να είναι τόσο άθλια απέναντι στον εκδότη».
Η εκδότρια του Ωκεανού και του Ενάλιου είπε αρκετά για αυτή τη σχέση βιβλίου, τιμής, αναγνώστη, συγγραφέα και εκδότη. Ολο αυτό το οικοδόμημα είναι γεμάτο θολά σημεία (από εκείνους που κάνουν εικασίες για κέρδη, εκμετάλλευση και άλλες τέτοιες σκέψεις), που τελικά μόνο ο «παραγωγός» μπορεί να διακρίνει και να συγχωρήσει. Η συγχώρεση αυτή είναι απαραίτητη ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί το οικοδόμημα του βιβλίου, που πρέπει πέρα από την παραγωγή ιδεών να κάνει και εισπράξεις.
«Τα βιβλία όλα δίδονται προς τα βιβλιοπωλεία ως παρακαταθήκη. Τους δίνεις το κεφάλαιό σου να το εκμεταλλευτούν και μετά από τις πωλήσεις προσπαθείς να εισπράξεις εκείνα που πρέπει. Είναι τόσο δύσκολο όλο αυτό. Έχουμε 900 βιβλιοπωλεία στην Ελλάδα και μόνο τα 300 είναι καλοπληρωτές».
“Στην Ελλάδα έχουμε δύο ειδών φωνές. Υπάρχουν αυτοί που αγωνιούν να φτάσουν τη Μαντά και μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν άπειρες μιμήσεις. Υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι οι συγγραφείς που έχουν κάτι να πουν, είναι πιο προσγειωμένοι και προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους.“
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, μήπως ο βιβλιοπώλης τελικά φορτώνεται βιβλία που αδυνατεί να πουλήσει και στο τέλος πρέπει να τα πληρώσει στον εκδότη;
«Μα οι εισπράξεις αφορούν μόνο τα πωληθέντα βιβλία. Όχι εκείνα που δεν έχουν πουληθεί.»
Αν τελικά, μόνο ένα στα τρία βιβλιοπωλεία μπορεί και διατηρεί το ταμείο του υγιές, τότε τα δεδομένα για τους βιβλιοπώλες δεν είναι καλά.
«Τα μικρά βιβλιοπωλεία είναι ο φυσικός χώρος του βιβλίου. Είναι απολύτως απαραίτητο να υπάρχουν, όμως αν συνεχίσουν να λειτουργούν όπως σήμερα, τότε δυστυχώς θα περάσουν στη λήθη. Θα καταντήσουν χαρτοπωλεία. Κύριε Καλογήρου, είναι ελάχιστοι οι βιβλιοπώλες, που γνωρίζουν το τι γίνεται και θα σταθώ σε αυτό γιατί έχω άποψη και την έχω καταθέσει. Δεν είναι δυνατόν σήμερα να ανοίγει κάποιος βιβλιοπωλείο, σαν να ανοίγει μανάβικο. Πρέπει να κάνει σεμινάρια, να έχει μια κάποια πιστοποίηση. Να δείξει επαγγελματίας, να φτιάξει πελατολόγιο προσώπων των οποίων γνωρίζει καλά τις ανάγκες. Σε αυτό το πελατολόγιο να τηλεφωνεί και να ενημερώνει για ένα καινούργιο βιβλίο, για ένα καλό βιβλίο. Ο κόσμος διψάει να διαβάσει, θέλει να του προτείνουν κάτι καλό. Αυτό μπορεί να το κάνει ο βιβλιοπώλης που έχει αγάπη για τη δουλειά του, που διαβάζει, που ξέρει. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα κερδίσει όλους εκείνους που θέλουν να διαβάσουν ένα καλό βιβλίο και δεν πιστεύουν όλους εκείνους που λένε ότι έχουν να προτείνουν κάτι και τελικά αυτό το κάτι που προτείνουν είναι εκείνο που αφήνει το μεγαλύτερο κέρδος.»
Πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία τρόπου εργασίας η κα Κεκροπούλου είπε και στήριξε πολλά. Σε αυτήν απέδωσε την παταγώδη αποτυχία μεγάλων (εκδοτικών αλυσίδων του εξωτερικού και βιβλιοπωλείων), που τελικά δεν μπόρεσαν να κρατηθούν στην αγορά. Έχασαν το παιχνίδι γιατί σ’ ένα κόσμο αμιγώς συναισθηματικό, στάθηκαν απρόσωπες και τελικά έσβησαν μαζί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Η συνομιλία γέννησε πολλές ερωτήσεις και κάποιες από αυτές αφορούσαν στο Αύριο του βιβλίου. Μήπως θα έχει περισσότερα εμπορικά βιβλία; Λιγότερους εκδοτικούς;
«Δεν είμαι προφήτης να μιλήσω για το Αύριο. Μετά από 39 χρόνια σε αυτή τη δουλειά αντιλαμβάνομαι το τι συμβαίνει σήμερα. Το βλέπω. Η αγορά έχει κάνει ένα τρελό πισωγύρισμα και αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της Ελλάδας. Είναι και στο εξωτερικό. Έχουμε επιστρέψει στα μικρά σχήματα. Τα ανεξάρτητα. Έπρεπε να καταρρεύσει ο χώρος, για να στηθεί ξανά από την αρχή. Βλέπετε οι εκδόσεις θέλουν μεράκι, λατρεία, έχει πίσω του έναν έρωτα. Πρέπει να είσαι ερωτευμένος με αυτή τη δουλειά. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να βγάζω ό,τι γουστάρω. Θέλει έρευνα, φαντασία, συνδυασμό ποιότητας και εμπορικότητας, δουλειά, προσοχή να μην παίρνεις αγόγγυστα όλα εκείνα που σου πλασάρει η βιομηχανία της διαφήμισης που έρχεται από το εξωτερικό».
Και αυτό αποδίδει και για τα λιγότερο εμπορικά βιβλία;
«Βέβαια. Ξεκινήσαμε τις εκδόσεις Ενάλιος με αυτό το στόχο. Να βγάλουμε σπουδαία βιβλία. Μάλιστα, το πρώτο που βγάλαμε ήταν η «Υπατία» και όλοι στεκόντουσαν με δυσπιστία απέναντι σε αυτή μας την επιλογή. Κι όμως η «Υπατία» πούλησε (στο πέρασμα του χρόνου) περισσότερα από 40.000 αντίτυπα. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά θέλει, διψάει και εκεί έρχεται το μεράκι του εκδότη. Να εντοπίσει τις ανάγκες αυτές και μετά να τις καλλιεργήσει ώστε να φτιάξει το ράφι του πολιτισμού.»
‘Είναι διαρκής ο αγώνας για να αναδείξουμε τα καλά βιβλία. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, γιατί τα υποτιθέμενα “καλά βιβλία” που έρχονται από το εξωτερικό, τελικά δεν είναι τόσο καλά.’
Και έχετε τον «Ωκεανό» όπου ρίξατε το βάρος στη λογοτεχνία που απευθύνεται στο συναίσθημα.
«Λογική και ευαισθησία. Το αίσθημα έχει μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό και σας λέω ότι είναι διαρκής ο αγώνας για να αναδείξουμε τα καλά βιβλία. Ξέρετε, δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, γιατί τα υποτιθέμενα «καλά βιβλία» που έρχονται από το εξωτερικό, τελικά δεν είναι τόσο καλά. Απλώς έχουν ένα τέτοιο σπονσάρισμα που κάνουν τους Έλληνες εκδότες να τρέχουν.»
Η συζήτηση για το βιβλίο που απευθύνεται στο συναίσθημα είναι μεγάλη. Ανέκαθεν αυτού του είδους τα έργα τροφοδοτούσαν την ανάγνωση, καλλιεργούσαν τη σκέψη που τελικά σιγά σιγά έβρισκε το δρόμο της. Υπό το πρίσμα αυτό, η λογοτεχνία που απευθύνεται στο συναίσθημα λειτούργησε τόσο απελευθερωτικά. Η Βιρτζίνια Γουλφ στο έργο της «ένα δικό μου δωμάτιο» επί της ουσίας τοποθέτησε (90 χρόνια πριν) αυτή τη λογοτεχνία στην πλευρά της επανάστασης για το γυναικείο δικαίωμα στη δημιουργία. Έγραφε η ίδια ότι η Τζέην Ωστεν έπρεπε να κρύβει το εξελισσόμενο χειρόγραφο του «Περηφάνια και προκατάληψη», διότι ντρεπόταν για το γεγονός ότι… έγραφε (αδιανόητο για τις γυναίκες της εποχής της). Ετσι, και η συνέντευξη με την κα Κεκροπούλου πήρε πολλές τροπές που είναι αδύνατο να περιγραφούν σε ένα περιορισμένο κείμενο.
Νέοι, Έλληνες συγγραφείς και δημιουργία. Τέθηκε υπ’ όψιν της το ερώτημα για την εικόνα που έχει αποκομίσει.
«Στην Ελλάδα έχουμε δύο ειδών φωνές. Υπάρχουν αυτοί που αγωνιούν να φτάσουν τη Μαντά και μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν άπειρες μιμήσεις. Υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι οι συγγραφείς που έχουν κάτι να πουν, είναι πιο προσγειωμένοι και προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους. Αυτοί, που έχουν κάτι να πουν, σιγά σιγά παίρνουν τη θέση τους. Οι μιμητές απλώς εξαφανίζονται.»
Ποια είναι η αγορά του βιβλίου σήμερα στην Ελλάδα;
«Η αγορά είναι πολύ μικρή. Έχουμε περίπου 200.000 αναγνώστες στην Ελλάδα και ως αγορά είμαστε ανώριμη. Εννοώ ότι δεν έχουμε μάθει από το σχολείο να αγαπάμε τη λογοτεχνία. Δεν διαβάζουμε. Ακόμα και συγγραφείς πρώτης γραμμής έχω διαπιστώσει ότι δεν διαβάζουν άλλους συγγραφείς. Είναι θέμα παιδείας και καλλιέργειας. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα: Στη Γερμανία οι μετρήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες δίνουν το 68% από το χαρτζιλίκι του για να αγοράσουν βιβλία. Εμείς απέχουμε πολύ από αυτή τη θέση».
Όλα τα καλά τελειώνουν. Η συνέντευξη με την κα. Ελένη Κεκροπούλου ήταν μια απογευματινή βόλτα πλάι στη θάλασσα, ένας τηλεφωνικός καφές με θέα την Ακρόπολη. Εκεί, με τις θετικές σκέψεις να θεραπεύουν τα κακά της ημέρας, η τελευταία ερώτηση αφορούσε στο όραμα της ίδιας για το Αύριο του Ωκεανού και των Ενάλιων εκδόσεων.
«Αγαπώ το βιβλίο με πάθος, έκανα την τρέλα μου δουλειά. Δεν μου αρέσουν τα οράματα. Θέλω να είμαι προσγειωμένη. Βλέποντας και κάνοντας. Δουλεύουμε και βλέπουμε»
_
Συνέντευξη στον Νεκτάριο Καλογήρου
0 Σχόλια