Αγέρωχος είχε βγει στο μπαλκόνι και αγνάντευε την παραλία. Αυτή η ακτή πόσα του θύμιζε και πόσα δε μπορούσε να θυμηθεί. Η προχωρημένη ηλικία του τον είχε νικήσει και τον είχε καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι, μα παρέα με τη σωματική του αδυναμία του είχε πάρει και την πνευματική. Δεν θυμόταν τίποτα απ’ το παρελθόν. Είχε μόνο κάποιες εκλάμψεις. Κάποιες σκηνές που ξεπηδούσαν από το πουθενά στο θολό του μυαλό. Τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει πίστευε. Μα βασικά είχε παιδιά; Και αυτή η κυρία που τον περιποιούνταν πάλι ποια ήταν; Νοσοκόμα; Και ποιος την είχε βάλει; Τα παιδιά του σίγουρα. Άρα μήπως δεν τον είχαν παρατήσει τελικά;
Έβλεπε τη θάλασσα και αυτό το βαθύ μπλε κάτι του θύμισε. Τα μάτια της κοπέλας του. Θυμόταν πως κάθε φορά που έβλεπε τη θάλασσα βυθιζόταν στο βαθύ μπλε της, όπως βυθιζόταν στο βαθύ μπλε των ματιών εκείνου του κοριτσιού που είχε γνωρίσει τυχαία στην παραλία, εκεί στην ακτή εκείνο το καλοκαίρι. Ένα από τα κλασικά καλοκαίρια της εφηβείας… Εκείνα τα γεμάτα χαμόγελα, πλάκες, αστεία, μεθύσια, μελαγχολία… Όλα τα συναισθήματα. Μήπως και η ζωή κάπως έτσι δεν είναι; Τότε λοιπόν τη γνώρισε. Ένα τυχαίο πρωινό.
Τον ειρμό της σκέψης του και την απόπειρα αναπόλησης ενός χαμένου παρελθόντος διέκοψε η υπηρέτρια που έχυσε κατά λάθος τον καφέ. «Χαζοβιόλα» σκέφτηκε. Το σκηνικό ωστόσο αναμόχλευσε στη μνήμη του τη στιγμή της γνωριμίας τους. Ήταν σερβιτόρα σε ένα beach bar. Ναι, το θυμάται ξεκάθαρα. Του έφερνε τον καφέ που μόλις είχε παραγγείλει, την ώρα που οι φίλοι του ήδη είχαν πιει τον δικό τους και έκαναν δειλά- δειλά τις πρώτες βουτιές της ημέρας. Για άλλη μια φορά είχε αργήσει. Η σερβιτόρα λοιπόν έριξε τον καφέ πάνω του και κάπως έτσι γνωρίστηκαν.
Η εικόνα διεκόπη βιαίως από τον ξαφνικό παφλασμό του κύματος. Δεν ήταν σίγουρος αν είχαν γίνει έτσι τα πράματα ή αν όλο αυτό ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Έπιασε το κεφάλι του, έκλεισε για λίγο τα μάτια. Μετά τα άνοιξε και άρχισε να κοιτάει τον ουρανό. Η ώρα είχε περάσει και η πανσέληνος φώτιζε τη πλάση. Η πανσέληνος. Θυμήθηκε το πρώτο τους ραντεβού. Είχε πανσέληνο και ήταν ωραία, που λέει και το γνωστό άσμα. Εκεί πήρε το πρώτο της φιλί. Η ώρα πέρασε. Νύσταξε αφού για πολλή ώρα βυθίστηκε στις σκέψεις, καθώς θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια εκείνο το πρώτο ραντεβού. Το επόμενο πρωί, ένα ακόμη κομμάτι παζλ στο θαμπό του παρελθόν θα συμπληρωνόταν.
Ήταν η παρουσία ενός σφριγηλού νέου. Ξανθός με καστανά μάτια, του θύμιζε έντονα τον εαυτό του στις φωτογραφίες που είχε παραπεταμένες στο ντουλαπάκι. Τον κοίταξε με περιέργεια, τον περιεργάστηκε ξανά και ξανά. «Αχ, να ήμουν στην ηλικία σου νεαρέ» του είπε. Ο νεαρός έβαλε τα κλάματα και έφυγε τρέχοντας. Η αντίδρασή του παραξένεψε τον γέρο. Προσπαθούσε να την εξηγήσει. Μάταια. Οι αναμνήσεις του, οι σκέψεις του συναντούσαν την σθεναρή αντίσταση του αμείλικτου χρόνου, των γηρατειών. Ωστόσο, ο γέρος ήταν πεισματάρης. Ποτέ δεν ήθελε να αφήσει ούτε τα γηρατειά ούτε τον θάνατο να τον φοβίσουν. «Δεν θα φοβηθώ ποτέ τον θάνατο. Είμαι συμφιλιωμένος με την ιδέα του. Ξέρω ότι θα έρθει αργά ή γρήγορα. Μοιραία μαζί με τα γηρατειά πιθανότατα. Θα το παλέψω όμως. Δεν θα τα αφήσω να με καταβάλουν» έλεγε ξανά και ξανά με ένα τεράστιο χαμόγελο. Και όντως κατάφερε να πετύχει, έστω και τώρα, μία μικρή νίκη: Θυμήθηκε! Ο γιος του! Ήταν ο γιος του! Έτρεξε περιχαρής να τον αγκαλιάσει. Δάκρυα έρρεαν στα μάγουλα και των δύο ακατάπαυστα. «Πατέρα» έλεγε ο μικρός χαρούμενος. Έπειτα, βίαιη διακοπή: «Ποιος είσαι μικρέ;» του είπε με αυστηρό ύφος.
Στον βαθύ ύπνο που έκανε εκείνο το βράδυ ένα όνομα στροβίλιζε το κεφάλι του, σαν ηχώ, θαρρείς και το άκουγε ξανά και ξανά: ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ! Όταν ξύπνησε το πρωί προσπαθούσε να σκεφτεί τι γνώριζε για αυτό το όνομα. «Περσεφόνη: η κόρη της Δήμητρας, που ερωτεύτηκε ο Άδης, την άρπαξε και τελικά, για να υπάρξει συμφιλίωση, έξι μήνες η κοπέλα ήταν στον πάνω κόσμο και έξι στον κάτω. Αυτό μας λέει η ελληνική μυθολογία σε γενικές γραμμές» μονολόγησε ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο, που βρήκε πρόχειρο στην βιβλιοθήκη του σπιτιού που ζούσε. Παρατήρησε μάλιστα ότι ο συγκεκριμένος μύθος ήταν ήδη υπογραμμισμένος και σημειωμένος στο βιβλίο, θαρρείς και κάποιος είχε ξανακάνει την ίδια αναζήτηση με αυτόν. Τελικώς, δεν έδωσε πολλή σημασία σε αυτό στην προσπάθεια να βρει αυτήν την Περσεφόνη.
Η νοσοκόμα παρατήρησε ότι ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και στην προσπάθεια να μην τον ενοχλήσει σκόνταψε και έπεσε στο πάτωμα. Ο θόρυβος τον ταρακούνησε και σηκώθηκε πάραυτα για να βοηθήσει. Όπως την σήκωνε παρατήρησε μία μικρή ελιά στο δεξί της μηρό. Ο γέρος κατάφερε να πετύχει μία ακόμα αποφασιστική νίκη απέναντι στα γηρατειά και την απώλεια μνήμης: «ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ! ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΜΟΥ!» ούρλιαξε περιχαρής, την αγκάλιασε και την φιλούσε ακατάπαυστα. Η γυναίκα ένιωσε και πάλι όπως εκείνο το βράδυ, ένιωσε και πάλι όπως εκείνο το κοριτσάκι, εκείνη η κοπέλα. Δάκρυα χαράς έσμιξαν το ζευγάρι.
Η αποφασιστική, αλλά όχι καταληκτική, νίκη εκείνη της βραδιάς έδωσε μία πρόσκαιρη ανακούφιση στον γέρο. Στο τέλος της νύχτας την αγκάλιασε και της είπε: «Περσεφόνη μου, δεν θέλω να ξεχάσω ξανά. Δεν θέλω να αφεθώ κάποιους μήνες εδώ και κάποιους μήνες στον Άδη. Προτιμώ να πεθάνω.» Τα λόγια αυτά έκαναν την Περσεφόνη να κλαίει με λυγμούς. Έπιασε ο ένας το χέρι του άλλου και κάθονταν αγκαλιά στο καναπέ αγναντεύοντας την παραλία. Την ακτή εκείνη που τους θύμιζε τα πάντα. Το επόμενο πρωινό, ο γέρος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. «Άδη, έρχομαι» μονολόγησε η Περσεφόνη.
_
γράφει ο Νίκος Πουλικίδης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια