Μην το βάζεις κάτω

Περίμενες πολύ καιρό αυτή τη στιγμή… Πέρασαν μήνες προσπαθειών, αγωνίας, δακρύων και επιτέλους μια τόση δα μικρή γραμμούλα σου είπε αυτό που ήθελες να δεις και να ακούσεις… Αυτό που δεν τολμούσες να πιστέψεις… Δεν ήξερες αν έπρεπε να γελάσεις, να κλάψεις ή να τσιρίξεις και τα έκανες και τα τρία μαζί χοροπηδώντας… Και μόλις συνειδητοποίησες ότι χοροπηδάς, σταμάτησες… Όχι, τώρα δεν κάνει να χοροπηδάς… Τώρα δεν είσαι μόνη… Τώρα σου χαρίστηκε όλος ο κόσμος… Είναι δικός σου όλος… Τα χρώματα φαντάζουν πιο έντονα, οι γεύσεις πιο νόστιμες, οι θόρυβοι ηχούν σαν μουσική στα αυτιά σου και τα μάτια σου τρέχουν, αλλά είναι από χαρά και μόνο… Κι όσο περνάν οι μέρες, η ζάλη γίνεται παραζάλη… Κάνεις όνειρα, βλέπεις το σώμα σου να αλλάζει και μεθάς με την αλλαγή και χαμογελάς, αχ, χαμογελάς αληθινά… Και ο φύλακας άγγελός σου είναι πιο προσεκτικός τώρα, σε προσέχει δίπλα και νιώθει γαλήνιος… Αλλά από αυτήν την γαλήνη γελάστηκε κι αυτός, από την μουσική της ψυχής σου αποκοιμήθηκε όταν δεν έπρεπε… Ξυπνάς και νιώθεις πως κάτι δεν πάει καλά, το αισθάνεσαι… Ποιος δαίμονας ζήλεψε την ευτυχία σου;;;; Ποιος θεός από όλους θέλησε να σου πάρει πίσω το δώρο το οποίο σου πρόσφερε;;; Βλέπεις έντρομη το χρώμα που λατρεύεις… Αλλά τώρα δεν προμηνύει τίποτα καλό… Το κόκκινο χρώμα σε αυτή την περίπτωση προμηνύει ένα και μόνο πράγμα… Το σώμα σου μένει κενό μα πιο κενή μένει η ψυχή σου… Το γιατί χιλιοειπωμένο!! Κάνεις δεν είναι σε θέση να σου απαντήσει… Όλοι σε κοιτάνε και σου λένε δεν πειράζει… Κι εσύ απλά θέλεις να φωνάξεις «βουλώστε το», ναι;;; «Βουλώστε το γιατί πειράζει!!!» Ξυπνάς την επόμενη μέρα… Σε είχαν προειδοποιήσει, οι πόνοι θα είναι δυνατοί… Αυτό που δεν ξέρουν είναι πως οι πόνοι του σώματος παλεύονται… Οι πόνοι της καρδιάς σου, όμως… Κλαις… Κλαις πολύ…. Και δεν σου πάει… Δεν είσαι εσύ για κλάματα… «Θέλω τα κλειδιά του αυτοκινήτου», φωνάζεις και χυμάς σαν αγρίμι έξω από το σπίτι… Κάνεις δεν τολμά να σε σταματήσει… Ανάβεις τσιγάρο και στην στάχτη του αναγνωρίζεις εσένα…. Κι εκεί το μυαλό γυρίζει ρότα… Πώς το λένε το πουλί που αναγεννιέται από τις στάχτες του;;; Α, ναι! Φοίνικα, σωστά!! Χαλαρώνεις το γκάζι… Τόση ώρα πας με 130 και δεν σε νοιάζει… Τώρα, όμω,ς στην σκέψη του φοίνικα κάτι αλλάζει μέσα σου… Θες να του μοιάσεις, να ξαναγεννηθείς από τις στάχτες σου… «Θα το κάνω», ψιθυρίζεις… «Θα το κάνω και θα τα καταφέρω…» Πατάς το ραδιόφωνο να παίξει… Ακούς την φωνή του λατρεμένου σου Ζακ Στεφάνου: «Φτάσε στον πάτο, εκεί που δεν υπάρχει πιο κάτω και βρες την ευτυχία κρυμμένη, κομμένη και ραμμένη για σένα…» Σκουπίζεις τα μάτια σου… «Θα την βρω, Ζακ, θα την βρω…»

_

γράφει η Ελευθερία Μεταξιώτη

Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!

Ακολουθήστε μας

Ο καπετάνιος

Ο καπετάνιος

Των θαλασσών τα λόγια τα ’μαθα μικρή,στα χείλη του παππού μου, στου κύματος τη βρύση.Καπετάνιος ήτανε, με βλέμμα ακριβό,κι ο άνεμος τον χαιρετούσε σαν να 'ταν αδελφός. Τα καλοκαίρια, στην όμορφη ΑμμουλιανήΙστορίες έλεγε για να αποκοιμηθούμεΙστορίες που του είχε πει η...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου