«Ο θείος Πλάτων» είναι ένα συγκινητικό, τρυφερό μυθιστόρημα για παιδιά από 11 ετών και πάνω που περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης των πολιτικών προσφύγων στη Μόσχα λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο ιδωμένα μέσα από τα μάτια δυο μικρών παιδιών. Αστεία παιδικά καμώματα εναλλάσσονται με την ελπίδα των γονιών τους για επαναπατρισμό, πάμπολλες απορίες για όσα συμβαίνουν σε αυτήν την οικογένεια επεξηγούνται με τρόπο εύληπτο, ουσιαστικό μα πάνω απ’ όλα με αγάπη. Τι θα γίνει λοιπόν αν επιτρέψει τελικά η Ελλάδα την επιστροφή των προσφύγων; Με τι καρδιά θ’ αφήσουν έναν τόπο που προσπάθησαν ν’ αγαπήσουν και τους φίλους που έκαναν αυτό το διάστημα;
Την ιστορία αφηγείται ένας γαϊδαράκος-παιχνίδι, που φτάνει στα «ξυλιασμένα χέρια» της Ειρήνης και του Γιάννη, ως δώρο από τον θείο Πλάτωνα. Τα αδέλφια βαφτίζουν το παιχνίδι με το όνομα του ανθρώπου που τους το χάρισε κι έτσι ξεδιπλώνεται ένα τρυφερότατο μυθιστόρημα για μικρά και μεγάλα παιδιά που καταφέρνει να γίνει κατανοητό και αγαπητό σε όλους. Οι μικρότεροι αναγνώστες ίσως δυσκολευτούν να κατανοήσουν το ιστορικό υπόβαθρο όμως οι περιπέτειες των μικρών πρωταγωνιστών και η φροντίδα της συγγραφέως για ένα όμορφο και συναρπαστικό κείμενο δίνουν ένα άρτιο σύνολο κωμικοτραγικών καταστάσεων που κάθε παιδί μπορεί να κάνει κτήμα του, να διασκεδάσει, να μάθει, να κατανοήσει, να αγαπήσει.
Ο γαϊδαράκος είναι ένα πλάσμα που παρατηρεί τα πάντα γύρω του, προσπαθεί να τους δώσει ονόματα και να καταλάβει τον ρόλο τους στην καθημερινότητα των μικρών φίλων του, με τους οποίους φυσικά συνομιλεί κανονικά (μόνο παρουσία ενηλίκων δε μιλάει). Με αφορμή λοιπόν αυτήν την ιστορία ξεδιπλώνονται γλυκόπικρα περιστατικά ανθρώπων που εξορίστηκαν από την πατρίδα τους τα δύσκολα χρόνια μετά τον Εμφύλιο ενώ η λαμπρή ιδέα της αφήγησης από ένα φιλομαθές πλάσμα που τώρα εξερευνάει το περιβάλλον του, δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να ξεδιπλώσει απλά και κατανοητά την τραγικότητα τέτοιων στιγμών: «-Και γιατί, αφού είστε Έλληνες, δε μένετε τότε στην Ελλάδα, απόρησα κι εγώ με το δίκιο μου. -Αυτό είναι μια πολύ μπερδεμένη ιστορία και θα σου την πω την άλλη φορά, τώρα δεν έχω καιρό, απαντά η Ειρήνη» (σελ. 13).
Η γραφή ζωντανεύει ολοκάθαρα και παραστατικά τη φιλομάθεια που έχουν τα μικρά παιδιά και μέσα από τις συνεχείς και πάμπολλες απορίες του Πλάτωνα ξεδιπλώνεται η πίκρα της ήττας από τον Εμφύλιο και η αγωνία της φυγής σε μια ξένη χώρα, μακριά από τα κακά του Εμφυλίου. Δε γίνεται να μη σταθείς στη φράση: «Από τη μια, πολεμούσανε Έλληνες που τους λέγανε στρατιώτες, κι από την άλλη, πάλι Έλληνες που τους λέγανε αντάρτες και στη μέση εγώ με την κουδούνα μου και την Κατερίνα μου και να μην ξέρω με ποιους να πάω» και να μη σκεφτείς ταυτόχρονα πόσο απλά δίνει στα παιδιά η συγγραφέας την κατάσταση του Εμφυλίου και πόσο λιτά τη δεινή θέση της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια. Η συνήθεια μάλιστα των γονιών της Ειρήνης και του Γιάννη να μη λένε τη λέξη «Ελλάδα» αλλά να την αντικαθιστούν με την περίφραση «ο θείος Πλάτων» με συγκίνησε αφάνταστα. Επίσης, δε σταματώ να σκέφτομαι στιγμή πως η φράση «Άργησε πολύ η άνοιξη φέτος» δεν αναφέρεται τόσο στα καιρικά φαινόμενα όσο στην πιθανότητα επιστροφής στην Ελλάδα.
Τα υπέροχα καλολογικά στοιχεία της αφήγησης δίνουν το έναυσμα στους μικρούς αναγνώστες να σχηματίσουν έντονες και αληθινές εικόνες από μια μακρινή χώρα όπως η «Σοβιετική Ένωση» και ταυτόχρονα η παραστατικότητα και ο ρεαλισμός των σκηνών τα εξοικειώνουν με καταστάσεις που ζουν στη δική τους οικογένεια (παιχνίδια, ώρα φαγητού και ύπνου, αναπάντητες απορίες, οι πρώτες μέρες στο σχολείο κ. ά.). Κορυφαία στιγμή όλου του κειμένου είναι η θεατρική σκηνή που στήνουν τα δυο αδέλφια με τις φίλες της Ειρήνης, αναπαριστώντας τις τελευταίες στιγμές του Πούσκιν και απαγγέλλοντας ποιήματά του! Όλα αντικατοπτρίζουν στιγμιότυπα που έζησε η ίδια η συγγραφέας από το 1954 ως το 1964 στην Τασκένδη και τη Μόσχα, μικρολεπτομέρειες που σημάδεψαν μια δυνατή προσωπικότητα και συγκρότησαν ένα αξιέπαινο και βραβευμένο ταλέντο.
Η οικογένεια του Γιάννη και της Ειρήνης (ή Βάνια και Ίρα στα ρωσικά) συναναστρέφονται διάφορους ανθρώπους μέσω των οποίων ξεδιπλώνεται η καθημερινότητα στην παγωμένη, αφιλόξενη Μόσχα. Η Μπάμπουσκα που έχασε τους γιους της στον μεγάλο πόλεμο, η δασκάλα της Ίρα, Ταμάρα Σεργκέεβνα, ο σκαντζόχοιρος που λατρεύει το γιαούρτι Μπορίς Ιγνάντιεβιτς, ο ηλικιωμένος πραματευτής «Ντιν-νταν-Ντον» που κατέφυγε στη Μόσχα μαζί με τους γονείς των παιδιών και άλλοι είναι πλάσματα που στολίζουν τη ζωή των πολιτικών προσφύγων της ιστορίας, τους εντάσσουν στην καθημερινότητά τους και στα πιστεύω του ιδεαλισμού που κατατρύχει και τη δική τους ζωή κι έτσι δικαιολογείται απόλυτα το πείσμα της Ίρα να μείνει στη Μόσχα αν η Ελλάδα ανοίξει ξανά τα σύνορά της γι’ αυτούς καθώς και το φορτισμένο συναισθηματικά φινάλε που μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Άνθρωποι που περνούν τις μέρες τους αναμένοντας το πράσινο φως για να γυρίσουν κι όταν ανάψει αυτό ψάχνουν τρόπο να αντέξουν το συναισθηματικό βάρος της νέας αλλαγής στη ζωή τους.
«Ο θείος Πλάτων», που εκδόθηκε το 1975, κυκλοφορεί ξανά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ως ένα από τα βιβλία που περιέχονται στη συλλεκτική κασετίνα «Η Βιβλιοθήκη της Άλκης Ζέη». Πρόκειται για ένα σημαντικό απόκτημα για κάθε παιδί και έφηβο, μιας και περιέχονται τα αντιπροσωπευτικότερα μυθιστορήματα της κυρίας Άλκης Ζέη, που μεγάλωσαν, γαλούχησαν και επηρέασαν γενιές και γενιές ενώ χάραξαν το δικό τους μονοπάτι στη νεότερη μεταπολεμική πεζογραφία.
0 Σχόλια