Στ' ακροθαλάσσι μια βραδιά σεργιάνιζα μονάχη
ολόγυρά μου θάλασσα κι αγριεμένοι βράχοι.
Το φεγγαράκι έστεκε στη μέση τ' ουρανού μου
κι έπαιζε θέατρο σκιών στο πάλκο του μυαλού μου...
Ξάφνου η αυλαία άνοιξε και στάθηκεν ομπρός μου
ντελικανής- ψηλός κι απλός - ο πιο όμορφος του κόσμου.
Στα χέρια εκράτη χαλινό κι έσερνε δύο άτια
απού εξεσπιθίζανε κι από τα δυο τους μάτια.
Θωρώ καλά ή βρίσκομαι στ' ονείρου μου τα πλάτη;
Τι τάχα να εσήμαινε το κάθε ένα άτι;
''Πέζεψε κόρη μου ακριβή κόρη μαλαματένια
και με το άτι μου αυτό σου παίρνω κάθε έννοια!"
είπεν ο νιός και στάθηκε κοντά σ΄ένα μπεγύρι
''Αυτό σε πάει αυτοστιγμής σε μέγα πανηγύρι.''
''Αν σου κλουθώ θα λυπηθεί η μάνα που με γέννα
πως θα με δει ζωντανή είναι μεγάλο ψέμα"
εγώ του αποκρίθηκα κι έκαμα να μακρύνω
κι ευθύς μπροστά μου βρέθηκεν το άλογο εκείνο.
Αυτό που βγάζει στης ζωής το μαρμαρένιο αλώνι
εκεί που αλέθετ' ο καημός κι ακολουθούν οι πόνοι...
''Εγώ θα πάω οθέν εκεί σ΄αυτό που με κοιτάζει
και θ' ανεβώ στη ράχη του όπου κι αν με βγάζει...
Το ξέρω, θα ναι δύσκολο δεν ξέρω του τα χούγια
μα κάθε μέρα δίπλα του θα ναι μέρα καινούργια...''
του είπα και του άρπαξα το χαλινό απ' το χέρι
και είδα απ' τον ουρανό να πέφτει έν' αστέρι...
Ευχήθηκα από καρδιάς όπου κι άν με βγάλει
απάγγιο να χω στη ζωή την εδική σου αγκάλη...
-
γράφει η Χρυσούλα Πλοκαμάκη
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια