Γκρίζος ουρανός
- Καλησπέρα.
-(Γκρίζος ουρανός)
- Καλησπέρα.
Είμαι εγώ,
που μου ζήτησες
να κρατήσω στα χέρια μου μια στιγμή σου
να τη χαρίσεις στον αιώνα.
Είμαι εγώ,
που μου μιλούσες με καστανή φωνή
ενώ μετά βίας ισορροπούσα
πάνω σε σανίδι πάνσεπτο.
Εγώ,
που άργησα να σκεφτώ·
να προσπαθήσω.
Με θυμάσαι;
- Καλησπέρα.
Ελπίζω εσύ κι ο κόσμος σου να είστε καλά.
- Είμαστε… καλά.
(Αν και στις ακτές του Οκτώβρη
ακόμα ψηλαφώ τα σημάδια της άμμου
που μας τρυπούσε τα πόδια
στο στροβίλισμα του ανέμου).
Πες μου
εσύ πώς είσαι;
Πώς περνάς;
- (Γκρίζος ουρανός)
- Ελπίζω αυτός ο γκρίζος ουρανός
να μην αφήνει βροχή στο πρόσωπό σου.
- (Γκρίζος ουρανός)
- Νοέμβρης πια.
Δεν έχω άλλο δρόμο.
Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω:
Έχω κρατήσει για μένα
από εκείνη την αιχμάλωτη στιγμή
μία από τις πολλές της διαθλάσεις.
Έχω κρατήσει και χρώμα της φωνής σου·
κι είναι σαν να ισορρόπησα τελικά
στης επιθυμίας το στενό σανίδι.
- (Γκρίζος ουρανός)
Οι λέξεις
Οι πρώτες λέξεις
ψίθυροι·
αδιάφορες
ενίοτε και αστείες,
παιχνιδιάρικες·
χνούδι λευκό.
Στέκονται για λίγο στα μαλλιά
(χωρίς καν να το καταλάβεις)
και στην πρώτη απαλή αύρα
πετούν μακριά.
Αυτές που ακολουθούν
σα σταγόνες ιδρώτα
υγραίνουν τις σκέψεις
κι ύστερα κυλούν
στο μέτωπο
στα μάγουλα·
κάποτε πικρές
όταν χωρίς να προσπεράσουν
στο στόμα φτάνουν.
Οι επόμενες
πλάνες·
με φωνή δανεική.
Αμμόλοφοι
που σε κάθε βήμα βουλιάζεις
και σε κάθε βήμα αποζητάς
γη ασάλευτη.
Κι όταν πια πάψουν να ’χουν ήχο
σαν πέτρες κατρακυλούν στην πλαγιά.
Προσπαθείς να τις δαμάσεις
με το ένα χέρι
αλλά μάταια.
Με κρότο μόνο, υπόκωφο
σφυροκοπούν αλύπητα
μυαλό και σώμα.
Οι λέξεις.
Η ποίηση.
Ο έρωτας.
Τα λόγια.
Ανάβαση
Κοντοστάθηκε για μια στιγμή.
Μπροστά του τα πέτρινα σκαλιά
στενά, απόκρημνα,
σκαλισμένα στο θεόρατο κάθετο βράχο
κι από κάτω η άβυσσος.
Δέος μα και γλυκό αεράκι
στα κόκκινα φυλλώματα.
Άρχισε ν’ ανεβαίνει
με πέλματα μουδιασμένα.
(Πίσω του ξετύλιγε κι ένα κουβάρι λογικής
διάφανο· έτσι, για να βρίσκεται).
Δε φοβόταν.
Ανέμου χέρια χώνονταν
ανάμεσα στα πόδια του
μα δε φοβόταν.
Δε φοβόταν ούτε θάνατο.
(Μετά το θάνατο η ψυχή ξέρει το δρόμο της
για τα κορμιά που άψυχα περιμένουν.)
Ανέβαινε όλο και πιο γρήγορα
να την προφτάσει
μα εκείνη πάντα μια ανάσα μπροστά.
Κορμί αδύνατο·
σαν από νερό·
σαν από κύμα καμωμένη.
Του ορίζοντα κόρη και της θάλασσας.
Πόσα σκαλιά είχε ανέβει;
Πόσα ήθελε ακόμα ν’ ανεβεί; Δεν ήξερε.
Ήθελε μόνο να βουτήξει στα νερά της.
Ρωγμές
Προσπάθησα καιρό
να σφραγίσω τις ρωγμές.
Τις γέμιζα
μέρα τη μέρα
με πηλό από μικρές χαρές
ψιλό χαλίκι της σιωπής
και ρόδα της συνήθειας.
Δυο στάλες κρύσταλλο νερό ήταν αρκετές·
το υλικό νότισε
κι έπεσε λιωμένο στο ετοιμόρροπο πάτωμα.
Πάσχισα να τις ξανακλείσω βιαστικά
με ό,τι έβρισκα·
πέτρες και χώμα.
Μάταιος κόπος.
(Η υγρασία περνάει
κι από την πιο μικρή χαραμάδα).
Και το κρύσταλλο νερό
από τα χείλη σου.
_
γράφει ο Σάββας Βραχνός
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια