Τα παιδιά και τα δελφίνια


Σαν θέλεις να ξεφύγεις από όλα όσα σου μαυρίζουν την ψυχή, τι κάνεις; Από το να σκέφτεσαι ξανά και ξανά, χωρίς -το κυριότερο- να μπορείς να δώσεις λύση, τι μπορεί να κάνεις;

Να το ρίξεις στο πιοτό;

Μμμμ, δε λέει…

Να το ρίξεις στα χαρτιά;

Αυτό κι αν δεν λέει.

Να το ρίξεις στις ουσίες;

Γιατί, καλέ;

Το βρήκα! Πιάνεις ένα μολύβι κι ένα χαρτί, άλλος για να σκαρώσει δυο-τρεις λέξεις ή φράσεις κι άλλος για να σκιτσάρει το κατιτίς του και να το γεμίσει και χρώματα σαν νοιώσει καλύτερα. Υπάρχουν και οι άλλοι, οι πιο ταλαντούχοι, ας πούμε, που συνταιριάζουν ήχους και νότες και φτιάχνουν μια όμορφη μουσική.

Η αλήθεια είναι πως όλα τα δεινά δεν έχουν πέσει μονάχα σε τούτο το μικρό κομμάτι του πλανήτη. Γύρω-τριγύρω, αλλά και παραπέρα, μακριά, πολύ μακριά, συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Το περίεργο είναι πως έχει κυριευτεί τούτη η κτίση από μοχθηρούς και σχιζοφρενείς, από πολεμοχαρείς κι από κείνους που αρνούνται πεισματικά να βλέπουν χαρούμενα πρόσωπα και ειδικά γελαστά παιδιά. Και το πιο περίεργο είναι πως αυτοί που υποφέρουν, μοιάζουν να έχουν πέσεις σε χειμερία νάρκη κι ας είναι η καρδιά του καλοκαιριού. Αρνούνται ή δεν έχουν τις αντοχές να ξεσηκωθούν, να πάρουν αυτούς τους λίγους -γιατί είναι μια χούφτα άνθρωποι σε σχέση με τον πληθυσμό- στο κατόπι, να τους πετάξουν στον δικό της Καιάδα η κάθε γειτονιά του πλανήτη…

                                      *

Ο Κώστας κι η Ελενίτσα, από τα παλιά Αναγνωστικά, εκείνης, της αλλοτινής εποχής, πιασμένοι χέρι-χέρι, πλατσουρίζουν στη θάλασσα. Παίζουν ανέμελα. Είναι και τα δυο τους “δεινοί” κολυμβητές, αφού εννέα μήνες κολυμπούσαν στην κοιλιά της μάνας του το καθένα. Και οι μανάδες τους, από μωρά, νεογέννητα σχεδόν, δεν τα άφησαν να ξεχάσουν τούτη την “εμπειρία” τους. Τα έβαζαν στο νερό, ακόμα και στα ψηλά κύματα και τώρα που πλησιάζουν τα πέντε, οι γονείς τούς έχουν εμπιστοσύνη.

Καθώς παίζουν στην ακρογιαλιά και οι δικοί τους έχουν ξανοιχτεί στα βαθιά, αλλά τα παρακολουθούν καλού-κακού, ο Κωστάκης και η Ελενίτσα πιάνονται χέρι-χέρι και μπαίνουν κι εκείνα στη θάλασσα.

«Άκου, άκου, κάποιος μας φωνάζει…» ψιθυρίζει η μικρή.

«Και νόμιζα πως μόνον εγώ το ακούω…» απάντησε ο καβαλιέρος.

«Και ξέρει και τα ονόματά μας. Η μαμά μου μού έχει πει να προσέχω πολύ τους ξένους, αλλά δεν βλέπω κανέναν ξένο δίπλα μας…»

Εκείνη την ώρα εμφανίζεται μπροστά τους ένα μεγάλο ψάρι, δελφίνι τούς είχαν πει οι γονείς τους. «Και είναι το πιο άκακο πλάσμα στον πλανήτη…» είχε πει η μητέρα της Ελένης.

«Ελάτε…, ελάτε να σας πάω μια βόλτα…» τους ψιθύριζε το δελφίνι.

Τα παιδιά το κοίταξαν σαστισμένα… κι εκείνο, σαν να κατάλαβε, έκανε μια βουτιά, έφτασε μέχρι τους γονείς τους και μ’ ένα άλλο μακροβούτι βρέθηκε δίπλα τους.

«Ρώτησα τους γονείς σας και μου έδωσαν την άδειά τους…»

Μια και δυο τα παιδιά πιάνονται από τα πτερύγια του δελφινιού και βουτάνε στο νερό.

«Θα σας πάω στον δικό μας κόσμο, που, η αλήθεια είναι, πως σεις οι άνθρωποι, προσπαθείτε με μεγάλη επιτυχία να μας τον καταστρέψετε…»

Τα δυο παιδιά κοιτάζονται με απορία, αλλά και με δέος. Όχι, δεν είναι φόβος αυτό που νοιώθουν. Είναι κάτι άλλο. Μπερδεμένο. Δεν ξέρουν τι είναι, αλλά είναι συνάμα όμορφο και φοβιστικό…

Ο φίλος τους “ακούει” το συναίσθημά τους και μ’ ένα μεγαλύτερο μακροβούτι τα πηγαίνει σ’ ένα χώρο πανέμορφο. Ολόγυρα φυτά περίεργα που μοιάζουν να κολυμπάνε κι εκείνα μέσα στο νερό, αλλά και σαν να τα καλωσορίζουν. Και ψάρια, πολλά ψάρια, μικρά και μεγάλα σαν να χορεύουν και να τρέχουν γύρω τους. Τα πλησιάζουν, τα ακουμπούν κι αμέσως τρέχουν να φύγουν. Μοιάζουν να θέλουν να παίξουν “κλέφτες κι αστυνόμους”.

«Σεις οι άνθρωποι είστε, λέει, τα πιο λογικά όντα τους πλανήτη μας. Και συνηθίζετε να λέτε, για να καλύπτετε τις πομπές σας, πως “το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό”, όπως λέτε συνήθως, όταν κάποιος κοιτάζει με απορία “τι με κοιτάς σαν ψάρι;” Σίγουρα τα έχετε ακούσει κι αν όχι, μεγαλώνοντας, θα τα ακούσετε. Και το άσχημο είναι πως τα χρησιμοποιείτε μονάχα για κακό παράδειγμα. Μονάχα που εμείς, τα μεγάλα ψάρια τρώμε τα μικρότερα, όχι ηλικιακά, μόνο και μόνο για να επιβιώσουμε και όχι για να επιβληθούμε ή να κάνουμε κακό ή το χειρότερο, να αφανίσουμε ό, τι αποφασίζουμε πως δεν μας αρέσει. Βλέπετε πουθενά, εδώ, σε τούτη τη μικρή γειτονιά που σας έφερα, να υπάρχει από τη μια πλούτος κι από την άλλη η φτώχια; Θα μου πείτε, και πολύ λογικά, πως σας έφερα σε μια ωραία περιοχή. Έχετε δίκιο. Υπάρχουν πολλά σημεία που εσείς οι άνθρωποι βρωμίζετε με την συμπεριφορά σας και δεν νοιάζεστε για τον δικό μας πληθυσμό… Εδώ δεν νοιάζεστε για τον δικό σας… Τι σας λέω τώρα…»

Και αμέσως κάνει ένα μεγάλο άλμα και φτάνουν σε πιο ρηχά νερά, ρηχά για τα ψάρια, όπου ο Κωστάκης κι η Ελενίτσα αντικρίζουν ασχήμιες, πολλές ασχήμιες. Πλαστικά παντού. Μπουκάλια, ποτήρια, μισοσκισμένες σακούλες, παλιοσίδερα, μέχρι κι ολόκληρη ηλεκτρική κουζίνα, σκουριασμένη…

«Βλέπετε τι σας λέω; Κι όλα αυτά, εμείς με τα βράγχια μας προσλαμβάνουμε, τα καταπίνουμε, δηλητηριαζόμαστε. Όσα επιβιώσουμε… Γιατί πολλά δεν τα καταφέρνουν…

»Και το αστείο είναι πως κάποιοι χρυσοπληρώνουν για να έχουν στο τραπέζι τους κάποιον από μας και δεν ξέρουν πως στο κρέας μας υπάρχει το δηλητήριο που μας έχουν ταΐσει…

»Ξέρετε, μπορεί να το έχετε ακούσει, πόσες θαλάσσιες χελώνες πνίγονται, τραυματίζονται θανάσιμα από την απονιά, τον εγωισμό και την ανευθυνότητά σας; Υπάρχουν περιοχές από τις οποίες έχουν αφανιστεί ολόκληρες κοινότητες. Έχετε καταφέρει και καταστρέψατε τις πόλεις και τα χωριά μας, όπως κάνετε εσείς οι άνθρωποι μεταξύ σας…

»Βρε παιδιά, αλήθεια, νοιώθετε όμορφα όταν μαλώνετε μεταξύ σας και πληγώνετε τον άλλον με τον χειρότερο τρόπο; Κι εμείς μαλώνουμε, αλλά για να επιβιώσουμε και όχι γιατί δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε. Χαλάτε φαιά ουσία, έτσι δεν το λέτε το μυαλό που κουβαλάτε, για να σκεφτείτε τι θα κάνετε ή τι θα πείτε, για να πληγώσετε, να φαρμακώσετε τον άλλον. Αυτή την ουσία, που όπως λέτε δεν έχουμε εμείς, θα μπορούσατε να την χρησιμοποιήσετε μονάχα για καλό…»

«Δηλαδή;» τόλμησε να αρθρώσει η Ελενίτσα.

«Είστε τόσα εκατομμύρια οι άνθρωποι. Εμείς, επειδή ταξιδεύουμε σε όλες τις θάλασσες σχεδόν, βλέπουμε, ακούμε πόσο υποφέρουν οι άνθρωποι. Πόλεμοι παντού. Φωτιές και άνθρωποι πολλοί στις θάλασσες, μεγάλοι και παιδιά, άλλοι κομματιασμένοι, άλλοι τραυματισμένοι και οι πιο τυχεροί, αυτοί που προσπαθούν να διασχίσουν μια θάλασσα, για να βρεθούν κάπου αλλού, κάπου που να μην κινδυνεύουν. Και συνήθως είναι γυναικόπαιδα. Εμείς, όσοι βρισκόμαστε κοντά, κάνουμε ό, τι μπορούμε για να κρατούμε ήρεμα τα νερά, μέχρι να φτάσουν σε μια ξέρα ασφαλείς. Αλλά, αρκετά σας μαύρισα τις όμορφες ψυχές σας…

»Εμπρός, ελάτε να σας πάω εκεί που είναι όμορφα. Εκεί που ζούμε όλοι μονιασμένοι. Εκεί που προσπαθούμε να μην επιτρέψουμε στους ανθρώπους να πλησιάσουν, ακόμα κι εκείνους που δείχνουν να μας σέβονται. Εκεί που είμαστε όλοι ίσοι. Που ο καθένας μας έχει τον δικό του ρόλο, με μοναδικό μας σκοπό, να ζούμε όμορφα. Ευτυχώς, σε μας δεν υπάρχουν ανθρωποειδή που να θέλουν και να καταφέρουν να επιβληθούν ή και να μας βάλουν να σκοτωθούμε μεταξύ μας. Δεν έχουμε αρχομανείς. Ο ένας σέβεται τον άλλον γι αυτό που είναι. Σε εμάς δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έχοντες, κατέχοντες και πένητες…

»Δεν θέλω να σας γυρίσω πίσω με άσχημες εικόνες μόνο…»

Και λέγοντας τα τελευταία λόγια, αρχίζει να τραγουδά τόσο όμορφα, που πλησίασαν αμέσως άλλα δυο δελφίνια και άρχισαν να χοροπηδούν γύρω τους.

«Να σας συστήσω. Η λατρεμένη μου οικογένεια. Θα μας κάνουν παρέα σε τούτο το ταξίδι. Εσείς θα πιαστείτε από το παιδί μου, για να είμαστε οι δυο μεγάλοι από δίπλα, για κάθε ενδεχόμενο…»

Κι άρχισαν να τρέχουν. Να σκίζουν τη θάλασσα, να βγαίνουν στον αφρό και μετά πάλι μέσα. Παντού ομορφιά. Πολύχρωμα ψάρια, διάφορα μεγέθη και φυτά, πολλά φυτά και χταπόδια κρυμμένα στις φωλιές τους…

«Ελάτε. Είναι ώρα να σας γυρίσω στους γονείς σας. Στον δικό σας κόσμο. Κι εσείς,» γύρισε στην οικογένειά του, «γυρίστε σπίτι και δεν θ’ αργήσω.»

«Θα έρθουμε κι εμείς μαζί σου…» τραγούδησε ναζιάρικα το παιδί-δελφίνι.

«Σύμφωνοι, αλλά θα είσαι δίπλα μας. Δεν θα απομακρυνθείς καθόλου.»

«Σας ευχαριστούμε!» φώναξαν ο Κωστάκης κι η Ελενίτσα μ’ ένα στόμα και πιάστηκαν πάλι στα πτερύγια του δελφινιού “τους” και δεν άργησαν να βρεθούν στην παραλία από όπου έφυγαν.

«Μακάρι, σαν μεγαλώσετε, να θυμάστε τούτο το ταξίδι μας και σας εύχομαι να πιαστείτε οι δυο σας χέρι-χέρι και να διώξετε μια και για πάντα, όσους σας θέλουν δούλους κι ανήμπορους. Ενώστε τα χέρια και τις γροθιές σας και θα τα καταφέρετε…» τους τραγούδησε το δελφίνι και χάθηκε, έτσι ακριβώς, όπως είχε εμφανιστεί…

 

γράφει η Αθηνά Μαραβέγια

Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 18 – 19 Ιανουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 18 – 19 Ιανουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου