Μα ήταν η φύση ασφυκτική,
για να χωρέσει της κόρης η οσμή.
Φαίνονταν τα δέντρα στριμωχτά,
για να εισέλθει ο γιος μέσα στα φύλλα τα πυκνά.
Δολοφόνησε μαχαίρι τον καρπό,
μα δεν έσταξε ζωή.
Μον έβγαλε μια κούφια θνηστική μυρωδιά.
Έμεινε η μάνα μες τη γη,
χωρίς να ηχεί η μητρική κραυγή.
Μονάχα μικρή ποσότητα δακρύων
ξεχείλιζε από την χωμάτινη γωνιά,
για να επιβιώνουν τα νεογνά.
Αναμετριόταν με τις αλυσοδεμένες ρίζες,
ξανά στον ήλιο να παρασταθεί.
Και ο πατέρας στεκόταν σε απόσταση πιο μακρινή.
Πάλευε, το γένος να σωθεί.
Μα το φως του ήλιου
δεν μπορούσε να αναγεννήσει πια.
Και το φεγγάρι αποσύρθηκε
από τούτη την χλωμή μεριά.
Έπιπτε από τούτες τις σχέσεις, μες τη χαρά,
μία απελπισιά.
Και η δύση έπαψε πλέον την ανατολή να συναντά.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Βουγιούκα
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια