Μπρέντα Ναβάρο
Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις: Carnίvora 2020
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Άδεια σπίτια από γυναίκες που δεν επέστρεψαν ποτέ σε αυτά. Γυναίκες φαντάσματα, εγκλωβισμένες στους στερεότυπους ρόλους μιας ανάλγητης πατριαρχικής κοινωνίας που τους επιβάλλει από την νεότητά τους την μητρότητα ως ανάγκη που αγγίζει τα όρια της παράνοιας.
«…εκείνη την εποχή κατάλαβα ότι δεν ήμουν εγώ αυτή που κατοικούσε ετούτο το κορμί, δεν ήμουν παρά ένα σκεύος, ένα είδος άδειας αυλής, όπου έφταναν οι απόμακροι ήχοι της πόλης. Το άδειο και ζοφερό σπίτι που ουδέποτε κατοικήθηκε, παρά την καλή του κατασκευή».
Η πρώτη είναι μια γυναίκα που ζει με τον μηχανικά ήρεμο και υπερβολικά στέρεο Φραν, την κόρη της αδερφής του (που ξυλοκοπήθηκε και δολοφονήθηκε βάναυσα από τον σύζυγό της) και τον μοναχογιό της Ντάνιελ. Ένα πλάσμα πανέμορφο και αυτιστικό, που είναι τόσο ιδιαίτερο και τυραννικό συγχρόνως. Όταν ένα απόγευμα στο πάρκο τον αφήνει για λίγα δευτερόλεπτα από τα μάτια της, εκείνος χάνεται αφήνοντας πίσω του ένα αδιανόητο κενό. Η βαθιά απελπισία της απώλειας μουδιάζει και κυριεύει απόλυτα την γυναίκα φέρνοντας στην επιφάνεια κάθε προβληματική σχέση: το μίσος της για την θετή κόρη που ζει και μεγαλώνει ως γυναίκα (σε αντίθεση με τον Ντάνιελ), την χλιαρή σχέση με τον Φραν και την αντίστοιχη κακοποιητική με τον πρώην της, ενώ ακόμα και η μητρότητα αποκτά άλλες διαστάσεις. Όπως κάθε άντρας, έτσι και ο μοναχογιός της, την κατασπάραζε από την δύσκολη εγκυμοσύνη της, την βασανιστική γέννα στην τουαλέτα του σπιτιού της και την ιδιαίτερη μεταχείριση και φροντίδα που απαιτεί ένα αυτιστικό παιδί. Η γυναίκα βυθίζεται σε ένα απύθμενο πένθος, αυτοτραυματιζόμενη και αποτραβηγμένη σε κάθε μαζοχιστική συμπεριφορά, μια ζωντανή νεκρή. Όπως η συγγραφέας αναφέρει, «οι αγνοούμενοι δεν αναφέρονται ως νεκροί γιατί είναι ανοιχτοί τάφοι μέσα στους ζωνταντούς». Η ίδια αγγίζει την παράνοια αποτραβηγμένη από μια οικογένεια που συνεχίζει την ζωή της και ένα αδιάφορο και νωθρό κράτος απέναντι στο δραματικό φαινόμενο των εξαφανίσεων στην χώρα. «Ανάπνεε, ανέπνεε» θυμίζει κάθε τόσο στον εαυτό της συνεχίζοντας να επιβιώνει χωρίς να βρίσκει τον λόγο.
Η δεύτερη γυναίκα είναι η απαγωγέας που φέρνει στο σπίτι της το μικρό παιδί και το φροντίζει σαν δικό της, παρά τις ακατάληπτες κραυγές του και την άρνησή του να δεθεί μαζί της. Κι εκείνη ζει σαν ζωντανή νεκρή σε ένα άδειο σπίτι, προσκολλημένη σε έναν άντρα κακοποιητικό, βίαιο που την απατά και την εκμεταλλεύεται. Ο έρωτας ανάμεσά τους είναι ωμός, καθαρά σεξουαλικός και συνδεδεμένος με την γυναικεία ταπείνωση. Μια ακούσια αποβολή της θα την φέρει στα όριά της με την υπέρμετρη επιθυμία να γίνει μητέρα που θα την οδηγήσει εκείνη την μοιραία μέρα στην αρπαγή του Λεονέλ (Ντάνιελ) κρατώντας μια κατακόκκινη ομπρέλα (πόσο συμβολικό!). Όσο εκείνη επιμένει να μεγαλώνει το παιδί σαν δικό της, τόσο οι δικοί της άνθρωποι την εγκαταλείπουν με αποκορύφωμα την προδοσία της μητέρας της, που θα την οδηγήσει να βιώσει την προδοσία και το μίσος στην πιο ακραία του μορφή.
Οι δύο ιστορίες διασταυρώνονται στο μοιραίο πάρτι όπου βρέθηκαν μαζί τυχαία οι δύο γυναίκες και έμελλε να γεννηθεί η ιδέα της αρπαγής. Πρόκειται στην ουσία για μια τυχαία συνύπαρξη διαφόρων κοινωνικών τάξεων με τους εργαζόμενούς τους και το βαθύ κοινωνικό χάρμα ανάμεσά τους.
Τα «άδεια σπίτια» αποτελούν μια σπαραξικάρδια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο εναλλάξ (από την οπτική της κάθε γυναίκας) που σκιαγραφεί την σκληρή πατριαρχική κοινωνία μιας χώρας που αιμορραγεί στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κακοποίηση, η κοινωνική ανισότητα, ο σεξισμός, η εμμονή της μητρότητας, το πένθος και η απόγνωση της απώλειας είναι μόνο μερικά από τα θέματα που θίγονται. Ένα σκληρό μυθιστόρημα, που χαράσσει βαθιά τον αναγνώστη χωρίς κανέναν ενδοιασμό, με αυτόν τον ιδιαίτερο και αριστουργηματικό τρόπο που γνωρίζουν να κάνουν οι Μεξικανοί συγγραφείς. Όπως γράφει ο Γιούρι Ερέρα «πίσω από κάθε αγάπη υπάρχει ένας κρυμμένος δαίμονας», ακόμα και σε αυτήν την υπέρμετρη αγάπη, την μητρική.
Απόσπασμα:
«Ήμουν εγώ με την κόκκινη ομπρέλα» είπα ξανά και τα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου, όμως η κοπέλα μου πήρε την καρτέλα από τα χέρια κι έκανε νόημα στον φρουρό. Εγώ έχωσα το χέρι και πίεσα δυνατά το παπουτσάκι του Λεονέλ. Ο φρουρός στήθηκε μπροστά μου.
-Το όνομά σας, κυρία…μου είπε δείχνοντας την καρτέλα με τα μάτια.
Δεν τόλμησα να τον κοιτάξω. Του ξεγλίστρησα, σπρώχνοντάς τον σχεδόν και τράβηξα κατά την έξοδο κλαίγοντας σαν καμιά δυστυχισμένη τρελή. Αυτό που ήμουν πάντα.
-Εγώ δεν έχω όνομα…του είπα, αλλά δεν ξέρω αν κατάφερε να μ’ ακούσει, επειδή συνέχισα να περπατάω μέχρι που χάθηκα απ’ τα μάτια του και , σαν να μην ήμουν καμία, σαν να μην είχα πρόσωπο, εξαφανίστηκα μες στο πλήθος».
0 Σχόλια