Μπήκα μετά από καιρό.
Στο άδειο σπίτι.
Με πήρε αγκαλιά το κύμα του χρόνου.
Ήταν κρυμμένος εκεί πριν από μένα.
Χρόνος Οικόσιτος.
Χρόνος Άγγελος.
Άυλος.
Η ρομφαία του, ακίδα διπλόχορδη.
Περιφέρεται
Ανάμεσα στ’ αγαπημένα φορέματα της μάννας.
Άδεια φορέματα στις κρεμάστρες.
Το βυσσινί μαντίλι περασμένο ακόμα
στους χαμηλούς ώμους.
Δεμένο με την αγαπημένη της καρφίτσα.
Αγγίζει
το θαμπό ρολόι του πατέρα, που μέτρησε
χρόνια και κόπους.
Στον αριστερό του καρπό πάντα.
Το μανίκι, στο λευκό πουκάμισο ακόμα μαζεμένο.
Σαν ιδρωμένη Κυριακή.
Στο χωριό του.
Η σε κάποιο γήπεδο.
Δείχνει.
Πρόσωπα και χαμόγελα,
στις φωτογραφίες του σαλονιού.
Αυλές. Αγκαλιές.
Αλάνες και ανηφοριές.
Μικρές ζωές.
Ανάλαφρα που πέρασαν οι χρόνοι.
Στη μνήμη.
Περιστρέφει την ρομφαία.
Οδυνηρά.
Τώρα που με βρήκε μόνο.
Ανάμεσα σε ρούχα χωρίς σώματα,
και λευκά πουκάμισα δίχως Κυριακές.
_
γράφει ο Φώτης Λούκας
0 Σχόλια