Ακούστηκε βοή μεγάλη, ξημερώματα πρωί
“Το Σούλι πάει, οι άντρες έχουνε σφαχτεί!”
Τ΄ ακούνε οι γυναίκες και τρέχουν να κρυφτούν
Μήτε δούλες, μήτε ερωμένες του Τούρκου να γινούν.
Αρπάζουν τα παιδιά τους,στο Ζάλογγο τραβούν
Ακούνε φωνές πολλές, στο διάβα να αντηχούν
Να πέσουν να σωθούν απ΄του Τουρκού τα χέρια,
Να φύγουν, να πετάξουν σαν ολόλευκα περιστέρια,
Να σωθούν απ΄τον εχθρό που γυρνοβολά στις ρούγες
Τον παράδεισο να ιδούν και όχι τις μακριές τις μπούργκες.
Και αρχίζουνε να πέφτουνε όλες, μια, μια
Περήφανες, λεβέντισσες χωρίς φόβο καμία.
Η συμφορά δεν έφτανε το Σούλι να μαυρίσει
Οι Τούρκοι ποτέ δεν μπήκανε, η πόλη είχε ζήσει.
Μαζί με αυτοί και οι άντρες της, τα πρωτοπαλίκαρα της
Που σκληρά επολέμησαν για την δόξα την δικιά της.
Στις ρούγες τριγυρνούν χαρούμενοι λεβέντες
Και ψάχνουνε να βρουν τις όμορφες γυναίκες
Μα ούτε μάνα, ούτε αδερφή, ούτε γυναίκα και παιδί
Δεν ακούγετε στην πόλη να λαλεί.
Κρωξίματα πολλά απ’ τον Ζάλογγο τραβούν
Και σπεύδουνε οι άνδρες στο βάραθρο να ιδούν
Πομπή μεγάλη τα όρνια έχουν στήσει
Μα όχι για ένα ζώο που είχε ξεψυχήσει.
Με τρόμο αντικρούουν στο πάτο τον βαθύ
Όλες τις Σουλιώτισσες να έχουνε χαθεί
Να κείτονται ακίνητες, ελεύθερες και ωραίες
Ολωνών οι μάνες, οι γυναίκες κι οι αδερφές.
Αρχίζουνε οι άντρες να κλαίνε, να θρηνούν
Σαν μωρά παιδιά την μάνα να ζητούν.
Να κλεν΄ για την αγάπη, την αδικοχαμένη
Που απ΄ του Ζαλόγγου την κορφή έπεσε φοβισμένη.
Ο πόνος ειν΄ μεγάλος, δυσβάσταχτος, βαρύς
Μετά από ένα τέτοιο στραπάτσο της ζωής.
Και βαράει ο ζουρνάς και αρχίζει το νταούλι
Κι σαν αετοί ορμάν λεβέντες, άντρες, ούλοι
Το χάρο ν΄ ανταμώσουνε μαζί και τις γυναίκες
Στον παράδεισο να βρουν καλύτερες ημέρες.
_
γράφει ο Σίσυφος Μελισσινός
0 Σχόλια