Θόρυβος, θόρυβος κάθε μέρα την ίδια ώρα,
ξυπνάω από τη φασαρία που κάνει
αυτή η ρουφήχτρα των βρωμερών σκουπιδιών
που μαζεύει στη γειτονιά.
Στο διπλανό δωμάτιο του σπιτιού,
ακούω τους πρωινούς ήχους
του ξυπνήματος των αγωνιστών,
των τίμιων ανθρώπων.
Σε λίγο έρχονται σε μένα,
μου λένε καλημέρα,
πάνε στο μπαλκόνι
να πιουν το πρωινό καφεδάκι.
Από το μπαλκόνι ακούγονται ψιθυριστά,
δεν μπορώ να ακούσω καλά,
είναι κάποια λόγια
για τη σημερινή μέρα.
Είναι τα γενέθλια μου.
Ακούω να συζητούνε να πουλήσουν
τα βρεφικά παπούτσια μου,
είναι σαν καινούρια.
Τα είχαν αγοράσει δώρο οι δικοί μου
στα πρώτα γενέθλιά μου,
όταν ήμουν στην κούνια.
Δεν περπατούσα ακόμα,
ούτε την άλλη χρονιά.
Αργούσα να περπατήσω κάθε χρονιά,
αργούσα πολύ, αργούσα,
κάτι δεν πήγαινε καλά.
Τελικά δε φορέθηκαν ποτέ…
Βασισμένο στη φράση από διήγημα του Χέμινγουεϊ
«Πωλούνται βρεφικά παπούτσια, δε φορέθηκαν ποτέ»
_
γράφει ο Κώστας Τζαβέλας
0 Σχόλια