Για έναν άνθρωπο που κοιμάται ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Ζορζ Περέκ (1936-1982) μάλλον (παρα)μιλάει πολύ. Ο άγνωστος[1] αυτός άνθρωπος είναι ένας φοιτητής κοινωνιολογίας που ξαφνικά αποφασίζει να σταματήσει τις σπουδές του, δεν εμφανίζεται στις προγραμματισμένες εξετάσεις του, καθώς θεωρεί τον ρόλο του «φοιτητή» ως ένα κοινωνικό κατασκεύασμα στο οποίο δεν βρίσκει νόημα[2]. Όντας πλέον εντελώς αδιάφορος[3] για τη συμβατική ζωή, ο αφηγητής περιορίζεται στο δωμάτιό του, περιπλανιέται στο Παρίσι και, τελικά, χάνεται στα πιο περίεργα μονοπάτια του μυαλού για να αναθεωρήσει τον χρόνο, να αναζητήσει νοήματα και να αμφισβητήσει τα δεδομένα:
«Μαθαίνεις να ‘σαι μια σκιά και να κοιτάζεις τους άλλους σαν να ‘ταν πέτρες. Μαθαίνεις να μένεις ξαπλωμένος, να μένεις όρθιος. Μαθαίνεις να μασάς καλά κάθε μπουκιά, να βρίσκεις την ίδια ουδέτερη γεύση σε κάθε τροφή που βάζεις στο στόμα σου. Μαθαίνεις να κοιτάζεις τους πίνακες στις γκαλλερί σαν να ‘ταν τμήματα των τοίχων ή των ταβανιών, και να κοιτάζεις τους τοίχους και τα ταβάνια σαν να ‘ταν πίνακες που ακολουθείς ακούραστα τις δεκάδες, τις χιλιάδες μονοπάτια τους, ξανά και ξανά, αμείλικτοι λαβύρινθοι, κείμενο ερμητικό, πρόσωπα σε αποσύνθεση» (σελ. 43).
Η αφήγηση γίνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο[4], καθώς ο πρωταγωνιστής επιδίδεται σε έναν συνειρμικό βραδινό περίπατο και καλεί απευθείας τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει στην καταβύθιση στις σκέψεις του, γεγονός που θα μπορούσε να καταστήσει το έργο ένα μεταθανάτιο αφήγημα ή ακόμη και μία ελεγεία στο θάνατο. Ωστόσο ο πρωταγωνιστής δεν φαίνεται να ψάχνει τον θάνατο και η αδράνεια στην οποία αναφέρεται συνεχώς δεν λειτουργεί ως μέσο απόρριψης της ζωής, αλλά μάλλον ως ένας διαφορετικός τρόπος προσέγγισής της. Ο Περέκ μας καλεί να αφεθούμε στη σιωπή και στην απλότητα της νύχτας, σε ένα απόλυτο κενό[5]: «κάθε σου μέρα αποτελείται από θορύβους και σιωπές, από φώτα και σκοτάδια, από χοντράδες, προσδοκίες και ρίγη. Το θέμα είναι να χάνεσαι, γι’ άλλη μία φορά, για πάντα, κάθε φορά όλο και πιο πολύ, να περιπλανιέσαι αδιάκοπα, να βρίσκεις τον ύπνο, να ηρεμεί το σώμα: εγκατάλειψη, κόπωση, νύστα, ύπνος» (σελ. 67). Ο αφηγητής, στη διάρκεια της μοναχικής διαδρομής του μέσα στο βιβλίο, χάνει την επαφή του με τους ανθρώπους και τη γλώσσα που δεν του χρειάζεται πια και αφήνει άλλους να μιλήσουν για τον ίδιο μέσω εντέχνως παρατιθέμενων αποφθεγμάτων. Συνολικά, όμως, το έργο επουδενί δεν στερείται λογοτεχνικότητας. Αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από έναν έντονα ποιητικό ρυθμό που μεταφέρει τον αναγνώστη στην κατάσταση ύπνου στην οποία τον καλεί ο αφηγητής και που σταδιακά μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Μοιάζοντας περισσότερο με νουβέλα λόγω μεγέθους και απουσία τιτλοφορούμενων και αριθμημένων κεφαλαίων, το συγκεκριμένο έργο του Περέκ, γραμμένο το 1967, αποτελεί ένα φιλοσοφικό αφήγημα, μία άσκηση απομάκρυνσης του ανθρώπου από το σώμα του και τη συνειδητότητά του, προκειμένου να βιώσει την εμπειρία του κενού και της ουδετερότητας. Μορφολογικά το βιβλίο χωρίζεται σε δεκαέξι ενότητες που συνιστούν χρονικά δύο αφηγήσεις εκ των οποίων η μία εκτυλίσσεται σε έναν κλειστό, σταθερό και απόλυτα αδρανή χώρο, το δωμάτιο του αφηγητή το οποίο είναι πλήρως αποκομμένο από τον εξωτερικό κόσμο. Η άλλη τοποθετείται σε ολόκληρη την πόλη του Παρισιού, δηλαδή σε έναν ανοιχτό και δίχως όρια χώρο, ο οποίος, όμως, δεν παρουσιάζει τελικά ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του ή ιδιαίτερο ενδιαφέρον[6] κατά την οπτική του αφηγητή. Παράλληλα, και η πόλη, όπως το δωμάτιο, φαίνεται να μην αποτελεί λειτουργικό μέρος του εξωτερικού κόσμου, από τον οποίο ο αφηγητής έχει αποσυνδεθεί πλήρως, παρότι τον «αφουγκράζεται»[7], και έχει εισέλθει σε μία κατάσταση απόλυτης αδιαφορίας που ταυτίζεται εννοιολογικά με την κατάσταση του ύπνου.
Σε μετάφραση του πολυβραβευμένου μεταφραστή και συγγραφέα Αχιλλέα Κυριακίδη το «Ένας άνθρωπος που κοιμάται» αμφισβητεί την αίσθηση του χωροχρόνου με έναν μοναδικό τρόπο που το ξεχωρίζει από τον «Χαμένο χρόνο» (1913) του Προυστ, το κλειστοφοβικό περιβάλλον του Κάφκα[8] (1883-1924) και τον προγενέστερο χαρακτήρα του Μέλβιλ «Μπάρτλμπυ»[9] (1853). Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ακόμη και η ίδια η ασαφής μορφή του συγκεκριμένου βιβλίου συμβάλλει σε αυτήν την αναθεώρηση των πραγμάτων που έχει καθιερωθεί να γίνονται αντιληπτά σε μια επιβεβλημένη και ορισμένη διάσταση.
Όπως σημειώνει στο επίμετρο η Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, Λίζυ Τσιριμώκου, πρόκειται για ένα «μυητικό αφήγημα» που οδηγεί σε μία «αυτογνωσία, εύρεση –ή επανεύρεση– του εαυτού».
_____
[1] Στο έργο δεν δίνονται στοιχεία για την εξωτερική του εμφάνιση, το όνομά του, την καταγωγή του κ.λπ.
[2] Σύμφωνα με τον καθηγητή σύγχρονης λογοτεχνίας στον Πανεπιστήμιο Lyon-2 και μελετητή του Περέκ, Claude Burgelin, πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό έργο, καθώς και ο Περέκ είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του, ενώ είχε βιώσει και την κατάθλιψη μετά τον θάνατο και των δύο γονιών του που θεωρείται το έναυσμα για τη συγγραφή του εν λόγω έργου.
[3] Το 1967, ο Περέκ είχε παρουσιάσει το έργο του στον δημοσιογράφο Pierre Dumayet ως μια ιστορία κάποιου που χάνει εντελώς τον εαυτό του, που βουτάει στην αδιαφορία και που, στη συνέχεια, γοητεύεται από αυτήν.
[4] Σημειωτέον ότι στη βασισμένη στο εν λόγω έργο ταινία (1974) στην οποία συμμετείχε και ο Περέκ ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης μαζί με τον Bernard Queysanne, τον ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνει μία γυναικεία φωνή.
[5] Paula Klein, Surmonter le Sommeil, Espérer Contre Toute Attente. Un homme qui dort et l’exploration des « lieux » de l’indifférence, Fabula LHT n°15, 2015, διαθέσιμο ηλεκτρονικά: http://www.fabula.org/lht/15/klein.html.
[6] Frédéric Yvan, L’extase du vide de Un homme qui dort à εspèces d’espaces de Georges Perec, Érès | « Savoirs et clinique », 2007/1 n° 8, p. 144.
[7] Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν έχει καμία διάθεση να αλληλεπιδράσει μαζί του («Ακούς δίχως να προσέχεις, βλέπεις δίχως να κοιτάζεις», σελ. 67).
[8] Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Περέκ επιλέγει ως επιγραφή για το συγκεκριμένο έργο ένα απόσπασμα από τις «Σκέψεις για την αμαρτία, τον πόνο, την ελπίδα και τον αληθινό δρόμο» (1917-1918) του Κάφκα.
[9] Στο συγκεκριμένο έργο ο Μπάρτλμπυ παραιτείται σταδιακά από τη ζωή, επαναλαμβάνοντας συχνά τη φράση «Θα προτιμούσα όχι».
0 Σχόλια