Τι κρίμα να βλέπεις τον δάσκαλο σου, να στέκει μοναχός
σε τούτο το κελί κατάδικος, αθώος.
Ο άλλοτε σοφός, δίκαιος και αγαπητός
να φυλακίζεται σαν κλέφτης στυγερός.
Που ο κόσμος έπινε νερό
σαν να άκουγε το όνομα αυτό
και έτρεχε να δει, να μάθει και να ακούσει
ακόμα και την προσευχή που ήθελε να δώσει
για ένα στιχάκι στο οποίο είχε σκαλώσει.
Μα τι να πει κανείς πολλοί τον εζηλεύαν,
μα πιο πολύ το κακό του ‘θελαν,
να πάψει να μιλεί και τον κόσμο να μορφώνει
το ‘θελαν υποχείριο, μονάχα ένα πιόνι.
Να που τώρα τα κατάφεραν, τον στήσανε στον τοίχο
και κάναν απ΄ το στόμα του να μην βγάζει ήχο.
Τον φέρανε ενώπιον της μεγάλης του αγάπης,
που δεν θα απάταγε ποτέ για χάρη καμίας άλλης,
η αγάπη του αυτή την λέγαν δικαιοσύνη
που στον κόσμο όλα τα κρίνει.
Σεβότανε και τα αδέρφια της, τους νόμους
που τους άκουγε και όταν ήταν μόνος,
δεν τους παρέβηκε ποτέ, για χάρη κανενός
και δεν θα το άλλαζε αυτό ακόμα και νεκρός.
Είχε αποφασίσει το κώνειο να πιει
και δεν του άλλαζε γνώμη, άνθρωπος πάνω στην γη.
Τι κλάμα, τι οδυρμός από μένα και τους άλλους
που χάναμε “πατέρα”, άνθρωπο τέτοιου κάλλους.
_
γράφει ο Σίσυφος Μελισσινός
0 Σχόλια