Γεννήθηκες χρυσόξανθος σαν τ’ ώριμο το στάχυ
τα μάτια σου μια θάλασσα γαλάζια αφρισμένη
τα χείλη σου δυο κόκκινα κεράσια του Μαΐου.
Στα χέρια σου το τόξο σου με βέλη που πληγώνουν
το νου, τα μάτια, την καρδιά.
Πατέρας σου ο Τάρταρος και μάνα σου η νύχτα,
σύντροφοι και αδέλφια σου οι χάριτες και οι μούσες.
Τον Πόθο είχες δάσκαλο, τον Ίμερο προστάτη
και σύμβουλό σου την Πειθώ που αλάθητα μιλούσε.
Συ λάτρεψες και πίστεψες την ομορφιά των φύλων,
τους έδωσες αισθήματα και μια καρδιά.
Τους έμαθες να αγαπούν, να λαχταρούν, να ελπίζουν.
Τους έμαθες και να πονούν μα να το ξεπερνάνε.
Εσένα κράζω ημίθεε να γνέψεις και για μένα.
Φως στο σκοτάδι της ζωής, ανάσα στο λιοπύρι
και απάνεμο στο στρόφυλο που ’χω μες στην ψυχή μου.
Δώσ’ μου δυο μάτια να αγαπώ
δυο χείλια να λατρεύω
και μια καρδιά θεούλη μου
να ’χω για να πιστεύω.
-
γράφει η Κάλλια
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια