Σε ένα σαπιοκάραβο επάνω μπάρκαρες την άδεια σου ζωή.
Γίναν λιμάνια ξένα και πολιτείες άγνωστες,
η νέα σου πατρίδα.
Στοιβάζοντας τα όνειρά σου σε μια παλιά βαλίτσα,
ξημεροβραδιαζόσουν σε πανδοχεία φθηνά
μεθώντας με αλκοόλ έψαχνες για ελπίδα.
Μα όλα χάθηκαν μια κρύα νύχτα,
λυσσομανούσε η θάλασσα θυμάσαι;
Φοβέρα τότε μεγάλη πήρες
και αμέσως ρότα άλλαξες,
στεριά να ριζώσεις αναζητούσες
και μια ζωή σαν ήρεμα καλοκαίρια εκλιπαρούσες.
Δίχως χειμώνα, δίχως μοναξιά.
_
γράφει η Ελευθερία Σταματοπούλου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πολύ δυνατο το ποίημά σας!!
Σας ευχαριστώ πολύ!!
Όμορφα λόγια γεμάτα νόημα και ανάγκη για ελπίδα , που θα φέρει ξανά στη ζωή μας τη γαλήνη ! Εύγε!
Δωρικό ύφος κ πολύ ουσιώδες ..
Υπέροχος παραλληλισμός της πορείας ζωής ενός ναυτικού με την πορεία ζωής καθενός από εμάς στην “θαλασσοδαρμένη” εποχή μας…. όλη η τραγικότητα του ανίσχυρου απέναντί της εαυτού μας στους δυο τελευταίους στίχους…
Πολυ ωραιο!!!
Όμορφα λόγια!
Σας ευχαριστώ πολύ όλους