Τα χέρια κρύα γεμάτα άγχος
για το τι θ’ αγγίξουν!
Τα σώματα ενωμένα λικνίζονταν
στους ρυθμούς της αστείρευτης ηδονής!
Κραυγές πόθου έβγαιναν
από τα λαίμαργα χείλη,
που έτρωγαν κάθε σημείο
του ανυπεράσπιστου στο χορό κορμιού!
Το στήθος πλούσιο αδημονούσε
ένα άγγιγμα για να παρηγορηθεί!
Τα μάτια κλειστά, ανίκανα
να αντέξουν το σφρίγος της τελειότητας!
Το απαλό δέρμα χαρασσόταν
από πληγές, αλλά πόνο δεν ένιωθε!
Ο άγριος καλπασμός ζητούσε στήριγμα
σε αμαρτωλή νυχτιά!
Οι φωνές ηδονίζονταν και φαντασίωναν
τους περαστικούς, και
έγιναν όλοι πιόνια,
άλογα με βουλιμία ύπαρξης αφέντη
για να τα χαλιναγωγήσει,
μετουσιώνοντας τα σε νεκρά κορμιά!
Πήρε τα κέρματα, σηκώθηκε η φούστα
και έμεινα μόνος
κοιτώντας την ανελέητη γύμνια μου!
Κανείς, όμως, δεν κοίταζε, γιατί
ήταν όλοι γυμνοί!
_
γράφει ο Σέργιος Γεωργάς
0 Σχόλια