«Δεν έπρεπε να απομακρυνθώ από τους άλλους… Πού πήγα κι έμπλεξα πάλι; Δεν βλέπω σχεδόν τίποτα από την στιγμή που το κινητό μου έμεινε από μπαταρία…. Σε πιο σημείο αυτής της καταραμένης σπηλιάς έστριψα λάθος; Πάει πολύ ώρα που έχω να ακούσω οποιοδήποτε θόρυβο πέρα από αυτόν που κάνω εγώ. Προχωράω στα τυφλά χωρίς να ξέρω καν που βρίσκομαι και πού πηγαίνω. Άραγε έχουν περάσει ώρες ή λεπτά από την τελευταία στιγμή που αντίκρισα φως… Αισθάνομαι τον αέρα που με περιβάλει να γίνεται όλο και πιο βαρύς… Η αναπνοή μου γίνεται πιο γρήγορη και αυτή η απαίσια μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας με έχει φέρει στα πρόθυρα του εμετού… Έχω αρχίσει να κρυώνω, η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά… Δεν πρέπει να πανικοβληθώ… Ο πανικός δεν θα με βοηθήσει τώρα… Πρέπει να φανώ δυνατός και να προσπαθήσω να καταστρώσω κάποιο σχέδιο ώστε να βγω από αυτή τη φυσική φυλακή….»
Αυτά σκεφτόταν, μέχρι που το πόδι του, αντί να ακουμπήσει στο στερεό βράχο των πετρωμάτων που τον περιέβαλαν, βρήκε μόνο κενό σβήνοντας μια για πάντα από το μυαλό του οποιαδήποτε σκέψη…
_
γράφει ο Παναγιώτης Θωμάδης
Αχ… Τρομακτικό ακόμα και στην σκέψη…