Καλησπέρα σας. Είμαι η Αϊλά που σήμερα ονομάζομαι Μαρία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε χώρα της Αφρικής. Το χρώμα μου δεν είναι σαν το δικό σας, αλλά στις φλέβες μου κυλά κόκκινο αίμα, όπως και το δικό σας.
Βρέθηκα στην χώρα σας μετά από μεγάλη ταλαιπωρία. Περπάτησα πολύ μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Ξεβράστηκα σε ένα από τα νησιά σας κι επειδή ήμουν έγκυος, που δεν το γνώριζα μέχρι που άρχισε να μεγαλώνει η κοιλιά μου, με προώθησαν στην ενδοχώρα, όπως λέτε εσείς.
Θα σας πω μόνο δυο λόγια για τα παιδιά μου. Το μεγάλο είναι από τον γάμο μου, όταν με πάντρεψαν στα δεκαπέντε μου. Εμείς έτσι παντρευόμαστε, μικρές. Ο άντρας μου σκοτώθηκε σε μια μάχη με το καθεστώς που υπήρχε και υπάρχει σε αυτό το κομμάτι της Αφρικής. Το δεύτερο, είναι απόκτημα βιασμού… Και δεν θέλω να πω περισσότερα, γιατί δεν παύει να είναι παιδί μου και να το αγαπώ το ίδιο.
Ο λόγος που κάνω αυτή την κατάθεση, δεν είναι η ζωή που πέρασα στην παιδική κι εφηβική ηλικία μου, μήτε πόσα πέρασα για να βρίσκομαι σήμερα εδώ. Ο λόγος είναι για να δηλώσω δημόσια την ευγνωμοσύνη, την αγάπη, τον σεβασμό σε αυτόν τον άνθρωπο και όλη την οικογένεια…
Πριν χρόνια βρισκόμουν σε μια μεγάλη πόλη, δεν ονοματίζω όπως βλέπετε, κουλουριασμένη σε μια γωνιά, κρατώντας στην αγκαλιά το παιδί μου, που και σήμερα μπορεί να κάνω λάθος για την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, άρα και της ηλικίας του. Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν περπατούσε ακόμη. Και με μια κοιλιά να φαίνεται πως δεν ήταν από το πολύ φαΐ…
Είχε βρέξει το βράδυ και τα λιγοστά πράγματά μας ήταν μούσκεμα. Τα χρήματα που είχα ήταν ελάχιστα και τα είχα για ώρα ανάγκης, αν δεν μπορούσα να ξεγελάσω την πείνα του μικρού.
Δεν έχει, για μένα τουλάχιστον, σημασία πώς και γιατί βρέθηκα στον δρόμο. Και δεν είναι της παρούσης.
Εκεί, λοιπόν, που είχα γείρει και προσπαθούσα να ζεστάνω όπως-όπως το παιδί, ξαφνικά νοιώθω ένα χέρι να με ακουμπά στην πλάτη. Τρόμαξα και αγρίεψα, γιατί όσες φορές με είχαν ακουμπήσει, δεν ήταν για καλό…
“Μη φοβάσαι…” άκουσα μια φωνή ήρεμη να μου λέει στα αγγλικά.
Σήκωσα τα μάτια και είδα αυτήν την γυναίκα. Μια γυναίκα που στα δικά μου μάτια, και τότε και τώρα, είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ.
Έσκυψε πάνω μου, με νοήματα περισσότερο παρά με λόγια, μου είπε να σηκωθώ και θέλησε να πάρει το παιδί στην αγκαλιά της. Θύμωσα και τρόμαξα περισσότερο και άρχισα να το σφίγγω τόσο, που το δόλιο έκλαιγε πολύ.
“Καλά, καλά…” μου είπε κι απομακρύνθηκε λιγάκι.
Σκέφτηκα πως ήθελε να με διώξει από τούτη τη γωνιά, όπως έκαναν άλλοι. Και πως σε λίγο θα ερχόταν κι η αστυνομία και δεν ξέρω κι εγώ πόσα πέρασαν από το μυαλό μου.
Τότε εκείνη, πάλι με νοήματα και μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο, μου είπε να περιμένω κι έφυγε τρέχοντας. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι μου συνέβαινε ή σε τι κινδύνους μπλεκόμουν πάλι, όταν την είδα να έρχεται με δύο κουβέρτες, ένα μπουκάλι γάλα, μπισκότα και μια φραντζόλα ψωμί με τυρί και ντομάτα. Έριξε πάνω μου την μία κουβέρτα και την άλλη την άφησε στα πόδια και με νοήματα μου έλεγε να τυλίξω το παιδί. Μου έδωσε και την σακούλα με τα τρόφιμα κι έφυγε πάλι. Ή έτσι νόμιζα εγώ, γιατί μετά που καταβρόχθισα το ψωμί κι έδωσα και στο παιδί λίγο γάλα και μπισκότα, την είδα που στεκόταν απέναντι και μας κοίταζε…
Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες που μπορεί να μην ενδιαφέρουν και κανένα. Θέλω να καταλήξω στο τώρα, στο σήμερα.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια από κείνη τη μέρα. Μένουμε στο ίδιο σπίτι. Δεν άνοιξε μόνο την αγκαλιά της, μα το σπίτι της και προπάντων την ψυχή της. Μαζί με κείνην και όλη της η οικογένεια, ο άντρας και τα δυο παιδιά της. Ξέρω πως τώρα που τα ακούει, θυμώνει. Θυμώνει γιατί για κείνη, οικογένεια είμαστε όλοι μαζί. Και ναι. Τώρα πια είμαστε μια πανέμορφη οικογένεια, που ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν είχα φανταστεί κι ας διαφέρουμε κάποια μέλη της στο χρώμα… Στην αρχή, βέβαια, ένοιωθα, μια ξένη, μια άλλη· άλλη φυλή, άλλο χρώμα, άλλη γλώσσα, άλλα ήθη και έθιμα, άλλη νοοτροπία, όλα άλλα. Τώρα στο μόνο που διαφέρουμε, είναι σ’ αυτό το χρώμα του δέρματος. Ακόμα και στην γλώσσα, όπως βλέπετε, η ομιλία μου δεν διαφέρει από την γλώσσα σας. Και αυτό της το χρωστάω.
Ευγνωμονώ τον Θεό που βρέθηκε στον δρόμο μου αυτός ο υπέροχος Άνθρωπος. Αγκάλιασε το πρώτο μου παιδί σαν δικό της. Μας έτρεξε σε γιατρούς κι όταν πλησίαζε ο καιρός να γεννήσω, με πήγε σ’ ένα από τα καλύτερα μαιευτήρια και αγκάλιασε και το μωρό μου. Δεν προλάβαινε να κλάψει κάποιο από τα δύο, και τέσσερις άνθρωποι έτρεχαν ποιος θα προλάβει το καθετί.
Μας παραχώρησε το ένα από τα δύο δωμάτια των παιδιών της, μας φρόντισε και μας φρόντισαν, μας πήγε σχολείο, μας μόρφωσε. Η μόρφωση που μας πρόσφερε πλουσιοπάροχα, ήταν αυτή της ψυχής.
Ζούμε όλα τα χρόνια μαζί, χωρίς να ξεχωρίζει κανείς κανέναν. Μοιραζόμαστε τις δουλειές. Εγώ τις λιγότερες, γιατί είμαι μάνα και μαθήτρια… Έτσι μου λέει κάθε τόσο.
“Εάν μου φύγουν τα αστεράκια μου, θα τρελαθώ…” ψιθυρίζει κάθε φορά, ειδικά όταν μπαίνει στο δωμάτιο για να δει αν κοιμούνται ήσυχα, νομίζοντας πως δεν την ακούει κανείς.
Θα μπορούσα να την αποκαλώ ΜΑΝΑ, αλλά δεν μου το επέτρεψε, “γιατί έχεις μάνα, την οποία και δεν πρέπει να ξεχάσεις…”, μου είχε πει κάποια στιγμή. Εγώ, όμως, την θεωρώ κάτι παραπάνω από μάνα, αν υπάρχει.
Φυσικά δεν θέλω και δεν μου επιτρέπεται να μην αναφερθώ και στους άλλους τρεις, που μας αγκάλιασαν με περίσσεια αγάπη και φροντίδα. Είναι αδέλφια αγαπημένα, τόσο για μένα, όσο και για τα παιδιά μου κι ας έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας.
Και για να μην μακρηγορήσω περισσότερο, εδώ που είμαστε συγκεντρωμένοι και οι περισσότεροι ξεσπιτωμένοι, για να της πούμε ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” και να της δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας, έχω να προσθέσω δύο πράγματα:
Την αγάπη και το νοιάξιμο δεν τα έδωσε μόνο σε μένα. Πόσες φορές δεν φορτώθηκε κουβέρτες, φαγητά και τα μοίραζε με το πλατύ της χαμόγελο, προσπαθώντας να μην την βλέπουν οι γείτονες, λες κι έκανε κάποιο έγκλημα; Μέχρι και τα κινητά τηλέφωνα των περισσοτέρων που βρίσκονταν στους δρόμους έφερνε στο σπίτι να τα φορτίσει, για να γλιτώνουν τα πέντε ευρώ που τους χρέωναν οι μαγαζάτορες γι’ αυτόν τον σκοπό. Και πόσα άλλα καλά έχει κάνει που δεν τα γνωρίζουμε ούτε εμείς που ζούμε κάτω από την ίδια στέγη…
Και τέλος, σ’ αυτούς τους ανθρώπους χρωστάω την αποφοίτησή μου από το νυχτερινό Λύκειο, περιμένοντας την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο, με όνειρο να ανταποδώσω την αγάπη, την φροντίδα και το νοιάξιμο που εισέπραξα τόσο πλουσιοπάροχα.
Ο μεγάλος Θεός ή όπου πιστεύει ο καθένας μας, να τους έχει καλά, να ΤΗΝ έχει καλά και ας παραδειγματιστούν όλοι αυτοί που μας λιθοβολούν κυριολεκτικά ή όχι.
“΄Ο, τι εισπράττεις, δίνεις…” είχα διαβάσει κάπου…
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια