Πνίγεσαι. Θέλεις τόσα να πεις και άλλα τόσα να κάνεις και δεν σου το επιτρέπουν οι καταστάσεις, μα πάνω απ’ όλα η ανατροφή σου, οι αξίες σου. Για πόσο καιρό, όμως, θα καταπιέζεσαι;
Βρίσκεσαι στο δείλι της ζωής σου κι εξακολουθείς να σέβεσαι και το μυρμήγκι. Θέλεις και απαιτείς από τον εαυτό σου να σέβεται τα «θέλω» και τις ανάγκες των άλλων. Τις δικές σου ανάγκες, αλήθεια, και τα δικά σου «θέλω» πότε τα σεβάστηκες; Πότε στάθηκες κερί αναμμένο για αυτά που εσύ ήθελες;
Έκανες, βέβαια, κάποιες επιλογές στη ζωή σου κι έπρεπε και πρέπει να τις σεβαστείς ή και να πληρώσεις το τίμημα. Δεν σου τις επέβαλε κανείς. Μα δεν ήρθε η ώρα ν’ αποτελειώσεις αυτό σου το ταξίδι με ηρεμία; Δεν ήρθε η ώρα να παραβλέψεις την ανέχεια στην οποία σ’ έχουν οδηγήσει και να πορευτείς με αυτά που σου έχουν αφήσει ήρεμα; Έχεις βάλει κι εσύ το χεράκι σου, τόσο με τις ψήφους σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και με την άρνησή σου στην επανάσταση. Πόσο θα αντέξεις, ανόητε άνθρωπε, που νομίζεις πως σε όλα μπορείς να βρεις λύσεις και να έχεις και την υπομονή να τους κουλαντρίσεις όλους; Τι θαρρείς πως είσαι; Το εικοσάχρονο, που έχει όλη τη ζωή μπροστά του και μπορεί όλα και όλους να παλέψει; Σκούριασες πια. Οι κλειδώσεις σου αργούν να κινηθούν, σαν εκείνα τα πιστόνια που ζητούν συνέχεια γρασάρισμα. Οι αντοχές σου φθίνουν κι εσύ πεισματικά, θέλεις να το παίζεις παλικάρι.
Ξύπνα, ανθρωπάκι…! Σε λίγο δεν θ’ αναγνωρίζεις ούτε την φάτσα σου στον καθρέφτη… Θα βλέπεις παλιές σου φωτογραφίες και θα προσπαθείς να βρεις ομοιότητες με το τώρα σου…
Εσύ, σαν να έχεις καταδικαστεί, να τους καταλαβαίνεις όλους. Εσύ να δικαιολογείς, να δίνεις συγχωροχάρτια σε όλους…
Αλήθεια, γερασμένο ανθρωπάκι, εσένα πότε σε δικαιολόγησες; Πότε στάθηκες να σε πάρεις από το χέρι με κατανόηση; Πότε σε αγκάλιασες με τρυφερότητα; Γιατί, το μόνο βέβαιο είναι πως πάντα σε έστηνες στον τοίχο, λες κι εσύ ήσουν η αιτία για όλα τα δεινά και τους πολέμους…
Αλήθεια, ποιος βρέθηκε για σένα να σε καταλάβει; Να σου δικαιολογήσει την όποια σου απόφαση ή αντίδραση; Πόσοι στάθηκαν δίπλα σου, να σε πάρουν από το χέρι, όπως όταν ήσουν παιδάκι και σε παίρναν τα γονικά σου;
Τελικά, μήπως είναι καιρός, έστω και τώρα, να σε πιάσεις από το χέρι, να σε οδηγήσεις σε κείνα τα ολάνθιστα μονοπάτια που σε οδηγούν σε πανέμορφους, μυρωδάτους και γεμάτους χρώματα κήπους; Μήπως ήρθε η ώρα να σε «κακομάθεις», όπως κακομαθαίνει μια γιαγιά το εγγόνι της; Μήπως είναι ο καιρός που πρέπει να πετάξεις το γκρίζο από τη ζωή σου και να ντυθείς στα χρώματα κι ας πει, όποιος θέλει, πως ξεμωράθηκε το ραμολί; Μήπως πρέπει να πάψεις να νοιάζεσαι με το τι θα πει ο καθένας, ανεγκέφαλος ή όχι, και να νοιαστείς γι’ αυτό που θα πεις εσύ σε σένα; Μήπως;…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια