Απ’ την χερσόνησο του Σίτβε,
μέρος εξωτικό μα όχι ξακουστό,
από το πιο απόμερο σημείο,
της τάφρου του ερωτικού μου πόθου,
ξεκινά•
Στο δέρμα του λαιμού μου,
κοντά στο πιο διακριτό οστό του γυναικείου σώματος ,
εκείνο που τραβάει τα ανδρικά τα βλέμματα,αν η ματιά είναι αγνή,
καταλήγει•
το σημάδι που δεσπόζει ταπεινά,
μέρες γεμάτες,
νύχτες ανόμοιες,
εκεί, πάντα, ακλόνητο•
που κανένας δεν παρατηρεί, αφού καλύπτεται από πέπλο ζοφερού μυστηρίου,
που μόνο ένας επιδέξιος καπετάνιος μπορεί να επιλύσει.
Παραμύθια αφηγείται,
Ιστορίες αναπολεί.
Μέρα του καλοκαιριού ζεστή,
με νερά ταραγμένα,
και έξι άνθρωποι απάνω σε ένα πλοίο•
που πάλευαν με τον φόβο τους,
μην τυχόν και χαθεί η ύπαρξη τους,
ανάμεσα σε ρεύματα με ξιφίες και αγγελόψαρα.
Οι τρεις υπέφεραν•
κρύο και απόγνωση τους έλουζε.
Ο άλλος στ’ αμπάρι κλείστηκε,
Στα έγκατα της πιο θανατερής φωνής του να γλιτώσει.
Ο καπετάνιος και γω,
συντροφιά κρατούσαμε στο πηδάλιο,
όσο εκείνο όριζε τις τύχες μας,
χωρίς του ανθρώπου την θέληση να φτάσει το πλοίο στον προορισμό του.
Και σωθήκαμε•
και η άμμος ήταν απαλή στο πάτημα.
Και ερωτευτήκαμε•
μα πιο πολύ ενθουσιασμός είπε εκείνος ότι ήταν.
Και σαν προβατάκι του κύματος που εύκολα χάνεται στο πέλαγος,
η ιστορία αυτή τελείωσε•
με θόρυβο, υπερένταση.
Αν χαθείς στα ανοιχτά, εγώ δεν βουτάω να σε σώσω!
Στο ενδιάμεσο,
λίγο πριν, λίγο μετά,
πιο βαθιά ήθελα να κολυμπώ,
τρομάζοντας τους φίλους μου τους παιδικούς που δεν μ’ είχαν συνηθίσει έτσι.
Λίγο πριν από το
σήμερα•
μετά από χρόνια, κάτι αλλιώτικο αρχίνησε.
Το σημάδι έχει ωριμάσει τόσο,
που καίει ζωηρά την σάρκα μου,
σαν το μήλο το πονηρό που τις προάλλες γεύτηκα,
όξινο υγρό απελευθέρωσε,
που θολώνει την κρίση μου,
αγριεύει την γεύση μου,
ματώνει τα σωθικά μου.
Και η θάλασσα,
σε αντιδιαστολή,
είναι ήρεμη•
όπως εκείνη που κολύμπαγα μικρή,
τα λαμπερά πρωινά του Αυγούστου,
στο λατρευτό χωριό μου.
Θείε, σε καταλαβαίνω τώρα.
Δεν αρέσει στα παιδιά νωρίς να τα ξυπνούνε το πρωί•
η ωρα η σχολική,βαριά στην όρεξη τους πέφτει.
Όμως,
σαν η ψυχή ανταριασμένη είναι,
χρειάζεται ως συμπλήρωμα την ψυχρογάλαζη ανάσα μιας θάλασσας απάνεμης.
Να βουτάς μέχρι την μέση,
να έχει το νερό την αίσθηση,φύλλου που βυθίζεται οκνηρά,
σε μια στοίβα από χορτάρια,
γλυκά και ώριμα.
Ψάρια πελαγίσια να σου τσιμπούν τα πέλματα,
λιγοθυμιά να σου ‘ρχεται,
σάμπως πολύ κοντά στο αιματηρό σου τέλος φτάνεις.
Καταλαβαίνω τώρα.
Όσο περισσότερο μπλεγμένοι είναι οι κύβοι,στις εσωτερικές γωνίες του νου,
τόσο περισσότερο μια θαλάσσια γαλήνη αποζητάς.
Τώρα,
εσύ,
την αγαλλίαση να λαχταρώ με κάνεις,
εκείνη που ένιωσα στην αγκαλιά σου τότε,
μία και μοναδική φορά για τόσο λίγο,
σε κόλπους,
σε αχανείς υγρές εκτάσεις μεταφέρθηκα,
σε λίμνες και ποτάμια περιπλανήθηκα•
τώρα, την ομορφιά ετούτη ψηλαφίζω φωτογραφίζοντας,
σίγουρη σχεδόν πως δεν θα ξανασμίξουμε ποτέ.
Και το σημάδι στο λαιμό με καίει,
το τατουάζ μου καθώς είναι,
σε γλώσσα εξωτική που μεταφράζεται ωκεανός.
Ωκεανός.
Είναι αυτά που για σένα αισθάνομαι.
Στα ρηχά ή τα βαθιά ώσπου κάτι να αλλάξει.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Καλογεροπουλου
0 Σχόλια