_
Α ρ χ ι λ ό χ ο υ π ο ι ή μ α τ α
ε π ι λ ο γ ή
εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ελευθερία Μπέλμπα
εισαγωγικά
Κατά γενική παραδοχή, ο Αρχίλοχος τοποθετείται στο πρώτο μισό του έβδομου αιώνα. Γεννήθηκε στην Πάρο. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπηρέτησε στη Θάσο πιθανόν ως μισθοφόρος. Πολέμησε στην Ιωνία, στη Θράκη, στη Μακεδονική Τορώνη και στην Εύβοια. Μάλιστα υπερασπίστηκε την Πάρο αποκρούοντας τις επιθέσεις της γειτονικής Nάξου κι έτσι σκοτώθηκε. Έγραψε ποιήματα, ελεγείες, ύμνους σε ιαμβικό και τροχαϊκό μέτρο. Εισήγαγε το λόγιο ίαμβο για σατιρική χρήση. Εμπνέονταν απ’ το έπος, επιστρατεύοντας νέες λέξεις και ιδιωματισμούς. Ολιγόστιχα, σε ποικίλα μέτρα και στροφικούς συνδυασμούς τα ποιήματά του (ελεγειακά δίστιχα, ιαμβικά τρίμετρα, τροχαϊκά τετράμετρα, επωδοί). Κυρίαρχα θέματα ήταν ερωτικά, συμποτικά, πολιτικά, ηθικά.
ποιήματα
[D22, 19W]
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, που διασώζει το απόσπασμα, οι στίχοι εκφέρονται από τον μαραγκό (τέκτονα) Χάρωνα. Μετά την απόρριψη των παραδεδεγμένων αξιών (εκπορευόμενων από τον πλούτο και τη δύναμη), ενδεχομένως ακολουθούσε η κατάφαση των ηθικών ιδεωδών.
οὔ μοι τὰ Γύγεω τοῦ πολυχρύσου μέλει, οὐδ᾽ εἷλέ πώ με ζῆλος, οὐδ᾽ ἀγαίομαι θεῶν ἔργα, μεγάλης δ᾽ οὐκ ἐρέω τυραννίδος· ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν. | Δε νοιάζομαι για τα πλούτη του Γύγη που είναι γεμάτος χρυσόούτε με κυρίεψε ποτέ η ζήλεια, ούτε θαμπώνομαι από τα έργα των θεών και δεν επιθυμώ την ισχυρή τυραννίδα·διότι είναι τόσο μακριά από τα μάτια μου. |
Οὐ φιλέω μέγαν [D60, 114W]
Οι στίχοι είναι γραμμένοι σε καταληκτικό τροχαϊκό τετράμετρο (επισημαίνεται για πρώτη φορά στον Αρχίλοχο, απαρτίζεται από 15 μετρικές θέσεις). Στους δύο πρώτους στίχους, λεπτομέρειες της εξωτερικής όψης αποτυπώνουν την εικόνα του τυπικού στρατηγού, στην οποία αντιδιαστέλλεται ο ιδανικός στρατηγός, ο δύσμορφος, μικροκαμωμένος, αλλά απόλυτα γενναίος.
οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ᾽ ὑπεξυρημένον, ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν ῥοικός, ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί, καρδίης πλέως. | Δεν αγαπώ τον ψηλόσωμο στρατηγό ούτε αυτόν που βηματίζει μ’ ανοιχτά βήματα ούτε κι έναν υπερήφανο για τις πλεξούδες των μαλλιών του ούτε κι αυτόν που ξυρίζει για λίγο τα γένια του, αλλά θα ήθελα να είναι ένας κοντού αναστήματος και στραβοπόδης ως προς την εμφάνιση των κνημών, πατώντας με τα πόδια του στερεά γεμάτος τόλμη. |
ἀσπίδι μέν [B6, 5W]
Στο κείμενο κυριαρχεί το θέμα του ριψάσπιδος πολεμιστή. Δεν πιστοποιείται αν αφόρμηση είναι προσωπική εμπειρία του Αρχιλόχου, μολονότι είναι έκδηλο το δραματικό στοιχείο, όταν ο ποιητής, σε αντίθεση με το επικό ιδεώδες, προκρίνει τη σωτηρία της ζωής, παρά τον ένδοξο θάνατο στο πεδίο της μάχης.
ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται͵ ἣν παρὰ θάμνωι͵ ἔντος ἀμώμητον͵ κάλλιπον οὐκ ἐθέλων· αὐτὸν δ΄ ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη; ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω. | κάποιος βέβαια από τους Σαΐους θα χαίρεται για την ασπίδα μου την οποία, χωρίς να θέλω, άφησα κοντά σ’ ένα θάμνο, όπλο εξαίρετο˙ ωστόσο τον εαυτό μου γλίτωσα. Τι με νοιάζει εκείνη η ασπίδα; Ας πάει να χαθεί˙ πάλι θ’ αποκτήσω άλλη καλύτερη. |
θυμέ, θύμ’ [D67a, 128W]
Το ποίημα αναφέρεται στα βάσανα που ταλανίζουν την ψυχή. Σε τόσο παραινετικό ο ποιητής προτάσσει την ανάγκη του μέτρου στια συναισθήματα και τις αντιδράσεις. Ούτε πολύ ευφροσύνη στις χαρές ούτε υπερβολική λύπη στις δυσμένειες, ώστε να διατηρηθεί μια ισορροπία στον κόσμο.
θυμέ͵ θύμ΄͵ ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε͵ †ἀναδευ δυσμενῶν δ΄ ἀλέξεο προσβαλὼν ἐναντίον στέρνον † ἐνδοκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς ἀσφαλέως· καὶ μήτε νικέων ἀμφάδην ἀγάλλεο͵ μηδὲ νικηθεὶς ἐν οἴκωι καταπεσὼν ὀδύρεο͵ ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα μὴ λίην͵ γίνωσκε δ΄ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει. | Ψυχή, ψυχή, που ταράζεσαι από ανυπόφορες θλίψεις, αναθάρρησε κι υπερασπίσου τον εαυτό σου στρέφοντας το στήθος σου εναντίον των εχθρών˙ κι ούτε να χαίρεσαι δημόσια, όταν νικάς, ούτε όταν νικηθείς να πέσεις κάτω και να θρηνείς στο σπίτι σου, αλλά και για τα ευχάριστα να χαίρεσαι και για τα δυσάρεστα να λυπάσαι με μέτρο˙ και μάθε ποιος ρυθμός κυβερνά τους ανθρώπους. |
τοῖς θεοῖς [D58, 130W]
Στο ποίημα καταγράφεται η επίδραση των θεών στην ευτυχία και τη δυστυχία. Ανάλογα με τη θεϊκή βούληση, μεταβάλλεται η τύχη του ανθρώπινου βίου. Άλλον οι θεοί διασώζουν απ’ τις δυσμένειες κι άλλον, αν και απολαμβάνει την ευπραγία, τον ρίχνουν στα βάσανα.
Τοῖς θεοῖς† τ΄ εἰθεῖά πάντα†· πολλάκις μὲν ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν μελαίνηι κειμένους ἐπὶ χθονί͵ πολλάκις δ΄ ἀνατρέπουσι καὶ μάλ΄ εὖ βεβηκότας ὑπτίους͵ κείνοις δ΄ ἔπειτα πολλὰ γίνεται κακά͵ καὶ βίου χρήμηι πλανᾶται καὶ νόου. | Να τα εμπιστεύεσαι όλα στους θεούς˙ πολλές φορές ανορθώνουν τους ανθρώπους που από το βάρος της δυστυχίας έχουν πέσει πάνω στη μαύρη γη, συχνά όμως τους ανατρέπουν και τους ρίχνουν κάτω ανάσκελα, ακόμα κι όταν στέκονται καλά στα πόδια τους˙ σ’ εκείνους έπειτα συμβαίνουν πολλές συμφορές κι ο άνθρωπος, λόγω της έλλειψης των απαραίτητων αγαθών για τη ζωή, περιφέρεται και παράφρων. |
χρημάτων ἂεπλον [D 74, 112W]
Η παραπομπή στην έκλειψη ηλίου (στ. 1-4) πιθανόν αφορά το γεγονός της 6ης Απριλίου 648 π.Χ. Έτσι ο ποιητής διαπιστώνει ότι τα παράλογα φαινόμενα κι οι ανατροπές στη φυσική ισορροπία εκπορεύονται από τη δύναμη των θεών.
Χρημάτων ἂεπλον οὐδέν ἐστιν οὐδ’ ἀπώμοτονοὐδέ θαυμάσιον, ἐπειδή Ζεύς πατήρ Ὀλυμπίωνἐκ μεσαμβρίης ἒθηκε νύκτ’, ἀποκρύψας φάοςἡλίου λάμποντος, λυγρόν δ’ ἦλθε ἐπ’ ἀνθρώπους δέος.ἐκ δέ τοῦ καί πιστά πάντα κἀπίελτα γίνεταιἀνδράσιν· μηδείς ἒθ’ ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω μηδ’ ἐάν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομόν ἐνάλιον, καί σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα φίλτερ’ ἠπείρου γένηται, τοῖσι δ’ ὑλέειν ὂρος.
| Δεν υπάρχει κανένα πράγμα ανέλπιστο ούτε χωρίς όρκο ούτε παράξενο, διότι ο Δίας, ο πατέρας των Ολυμπίων θεών,απ’ το μεσημέρι έφερε τη νύχτα, αφού έκρυψε το φως που λαμπερού ηλίου και κατέλαβε ψυχρός φόβος τους ανθρώπους.Βέβαια όλα τώρα γίνονται πιστευτά και τα αντέχουνοι άνθρωποι· κανείς να μη θαυμάζει, αν βλέπειμε τα δελφίνια ν’ αλλάζουν τα άγρια ζώα τη θαλάσσια κατοικία τους και τα ηχηρά θαλάσσια κύματα γι’ αυτούς γίνονται πιο ποθητά απ’ τη στεριά και για κείνα το βουνό. |
κήδεα μέν στονόεντα [D7, 13W]
Ο Αρχίλοχος με το ελεγειακό ποίημα θρηνεί για το γαμπρό του που πνίγηκε σε ναυάγιο. Απευθυνόμενος στον Περικλή, έναν συντοπίτη του, πρεσβεύει ότι καμιά ψυχαγωγία δε θ’ ανακουφίσει το πένθος. Θεωρεί ως ιδανική την αντοχή στις συμφορές κι αποποιείται τις ανώφελες οιμωγές.
Κήδεα μέν στονόεντα Περίκλεες οὔτέ τις ἀστῶν μεμφόμενος θαλίηις τέρψεται οὐδὲ πόλις· τοίους γὰρ κατὰ κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης ἔκλυσεν͵ οἰδαλέους δ΄ ἀμφ’ ὀδύνηις ἔχομεν πνεύμονας. ἀλλὰ θεοὶ γὰρ ἀνηκέστοισι κακοῖσιν ὦ φίλ’ ἐπὶ κρατερὴν τλημοσύνην ἔθεσαν φάρμακον. ἄλλοτε ἄλλος ἔχει τόδε· νῦν μὲν ἐς ἡμέας ἐτράπεθ’͵ αἱματόεν δ΄ ἕλκος ἀναστένομεν͵ ἐξαῦτις δ’ ἑτέρους ἐπαμείψεται. ἀλλὰ τάχιστα τλῆτε͵ γυναικεῖον πένθος ἀπωσάμενοι.
| Ούτε κάποιος απ’ τους πολίτες με την έγνοια στις συμφορές, Περικλή, γογγύζοντας στο γλέντι θα χαρεί ούτε η πόλη·γιατί σκέπασε τόσους το κύμα της πολυτάραχης θάλασσας κι έχουμε απ’ τους πόνους φουσκωμένους πνεύμονες. Αλλά στις αγιάτρευτες συμφορές οι θεοί,φίλε, μας έδωσαν ισχυρή υπομονή,φάρμακο. Κάθε φορά αυτές τις συμφορές τις έχει άλλος· τώρα βέβαια στράφηκαν σ’ εμάς και θρηνούμε για το ματωμένο τραύμα, πάλι όμως άλλους θα επισκεφτεί διαδοχικά. Αλλά πολύ γρήγορα να κάνετε κουράγιο, διώχνοντας το πένθος που ταιριάζει σε γυναίκες. |
0 Σχόλια