Λαμβάνοντας υπόψη πως η διαρκής αναζήτηση είναι σημείο των ημερών μας και πως ο μεγαλύτερος εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, έπεται ως εύλογο απότοκο για την σύγχρονη ανθρώπινη ύπαρξη να μην είναι ευχαριστημένη… με τίποτα.
Το να διεκδικείς και να μάχεσαι γι’ αυτό που επιθυμείς, που αγαπάς και που σου αξίζει, σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό. Ποιος όμως ξέρει με απόλυτη βεβαιότητα πού και πότε πρέπει να σταματήσει; Τι πραγματικά συμβαίνει με τα όρια;
Η λέξη οριοθέτηση είναι πιο μόδα από ποτέ. Όχι άδικα. Το να μάθουμε να λέμε όχι στον εύκολο δρόμο του ναι, είναι πολλές φορές ακατόρθωτο. Δε συμπαθούμε αυτόν που έχει μάθει να λέει στη ζωή του το όχι, όπως πολύ σωστά υπογράμμιζε ο Καβάφης. Ωστόσο, γιατί ενώ η ζωή των περισσοτέρων από εμάς έχει υπερκαλυφθεί από ναι, παραμένουμε πεινασμένοι και εκτεθειμένοι στην ατέρμονη μάχη του «θέλω περισσότερα»; Γιατί ενώ, τα έχουμε όλα, ζούμε, συμπεριφερόμαστε, αντιδρούμε και αλληλοεπιδρούμε σαν να είμαστε αχόρταγοι, λυσσασμένοι και ατάιστοι;
Σκληροί χαρακτηρισμοί, θα πει κανείς.
Όμως υπάρχει καλύτερος χαρακτηρισμός για τον μέσο ενήλικα του σύγχρονου δυτικού κόσμου; Μιλούμε για μια εποχή ελευθερίας στα όρια της ασυδοσίας, για έναν κόσμο που παρέχει απλόχερα και με μεγάλη ευκολία πρόσβαση στη γνώση, στην ύλη και στην ισχύ. Τι άλλο να θέλει κανείς για να συνεχίσει να υπάρχει και να αισιοδοξεί;
Πολλά, θα έλεγε κάποιος βιαστικός. Ενώ θα έπρεπε απλούστατα να απαντήσει: «τίποτα».
Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.
Δεν τολμούμε πια να πούμε πως είμαστε καλά. Το ας τα λέμε καλά το έχουμε υιοθετήσει μαζί με ένα ελαφρύ μειδίαμα, που αγγίζει τα όρια της αχαριστίας, κάθε φορά που μας ρωτούν: «τι κάνεις;». Γιατί ας τα λέμε καλά; Δεν είμαστε πραγματικά καλά; Τι άλλο θέλουμε πια; Και αφού πλέον γνωρίζουμε και παραδεχόμαστε, πως ακόμα και αν βρούμε όλα όσα ψάχνουμε, λίγο θα τα εκτιμήσουμε, μιας και στο επόμενο κιόλας λεπτό θα αρχίσουμε να λαχταρούμε κάτι άλλο, κάτι που θα μοιάζει εξίσου αναγκαίο για την επιβίωσή μας, γιατί συνεχίζουμε την ίδια πορεία;
Και ακόμα και αυτός που δηλώνει ευτυχής με αυτά τα λίγα, αυτά τα βασικά που μπορεί να έχει καταφέρει, ανοίγει ένα κινητό και βλέπει τα πολλά. Και ξαφνικά, έτσι απλά, τα θέλει και αυτός. Τι θα θυσιάσει γι’ αυτά, λίγο τον νοιάζει. Πόσο πραγματικά κοστίζει μια θυσία γι’ αυτά, ούτε που το σκέφτεται. Το τραγικότερο δε αυτής της υπόθεσης, είναι ότι δε φταίει ο ίδιος. Δε φταίνε ούτε και αυτοί που του το προβάλλουν. Το να ρίξουμε το φταίξιμο σε κάποιον, μόνο σοφό δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί τη δεδομένη στιγμή. Ας το θεωρήσουμε ως ένα δεδομένο της κοινωνίας μας, ως κάτι το θέσφατο, με το οποίο κάποιος Θεός αποφάσισε να μας αντιπαραθέσει ή και να μας δοκιμάσει. Πάντα θα υπάρχει ένα καλύτερο αυτοκίνητο, μία ακριβότερη τσάντα, ένα ωραιότερο σπίτι. Μία νεότερη γυναίκα. Ένας πλουσιότερος άντρας. Μια διαφορετικά προκλητική συνθήκη. Πόσο διαθέσιμοι είμαστε εμείς όμως να ανταλλάξουμε το δικό μας καλό με κάτι το φαινομενικά ακόμη καλύτερο;
Τι κάνει ο καθένας από εμάς ξεχωριστά για όλα αυτά; Γιατί παγιδευόμαστε σαν τα χάμστερ στα κλουβιά και τρέχουμε μανιωδώς σε μία πελώρια ρόδα με στόχο να φτάσουμε σε έναν προορισμό, για τον οποίο όμως δεν είμαστε προορισμένοι; Και γιατί ενώ είμαστε καλοταϊσμένοι και χορτάτοι και ενώ έχουμε φάει και συνεχίζουμε να τρώμε τα πιάτα που πάντοτε αγαπούσε η ψυχή μας, ο παραμικρός πειρασμός που θα διασχίσει το οπτικό μας πεδίο είναι δυνατόν να μας αποσπάσει την προσοχή, τόσο πολύ, ούτως ώστε να μας κάνει να ξεχάσουμε όλα όσα έχουμε φάει μόλις λίγο πριν;
Μάλλον ήρθε η ώρα να πούμε ένα «χόρτασα» προς τιμήν όλων μας των κερδηθέντων. Έτσι, ίσως να έχουμε περισσότερες πιθανότητες να απωθήσουμε τη Θεά Άτη και να την πείσουμε να μη μας τιμωρήσει για τη συχνά ανεξέλεγκτη και φανερά αδικαιολόγητη βλάβη του μυαλού μας.
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
0 Σχόλια