–
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Αφιέρωμα στον Χουάν Ρούλφο (μέρος Α’)
(δείτε το Β’ μέρος του αφιερώματος εδώ)
Πέδρο Πάραμο
Ο Χουάν Προυσιάδο υπόσχεται στο νεκροκρέβατο της μητέρας του Ντολόρες πως θα πάει στην αγαπημένη της Κομάλα για να βρει τον πατέρα του, τον Πέδρο Πάραμο.
Με αυτή την λιτή και δυνατή αρχή ξεκινά η «Τηλεμάχεια» του Χουάν Ρούλφο σε μια περιήγηση στην ζεστή σαν Κόλαση Κομάλα (ακόμα και η ετυμολογία του ονόματος σημαίνει «ζεστός τόπος»). Αυτό το πολυεπίπεδο λογοτεχνικό «κόσμημα» είναι εξαιρετικά σύνθετο, με ρευστή δομή και κινείται παλινδρομικά ανάμεσα στα συγκεχυμένα χρονικά επίπεδα. Το παρόν αποδίδεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο (το πρόσωπο του αφηγητή Χουάν), ενώ το παρελθόν ξεδιπλώνεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Το ίδιο συμβαίνει και στους τόπους που περιγράφονται, αλλά και στα πρόσωπα. Η διάκριση ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς είναι σχεδόν αδύνατη, ενώ τα ονόματα των ηρώων έχουν επιλεχθεί – όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας- από ένα κοιμητήριο. Οι ηλικίες τους είναι επίσης απροσδιόριστες. Υπάρχει λοιπόν η Κομάλα του παρελθόντος γεμάτη ζωή, όπου ζει ο Πέδρο Πάραμο ως παιδί, ενώ παρακολουθούμε την μετέπειτα ζωή του ως πανίσχυρος και αμείλικτος γαιοκτήμονας, παντρεμένος με άπειρες ερωμένες και ζει στην Μέδια Λούνα. Η Κομάλα του σήμερα είναι ένας έρημος πια τόπος, με εγκαταλελειμμένα σπίτια γεμάτη φαντάσματα. Οι κάτοικοί της δεν την εγκατέλειψαν ποτέ, παρά υπάρχουν μέσα στα χαλάσματα, στις ρωγμές των τοίχων, κατακλύζουν με τα «μουρμουρητά» τους (κάτι σαν μουγκές κραυγές) τον χώρο. Δεν έχουν ηλικία, δεν έχουν συναίσθηση πάντα της κατάστασής τους και περιφέρονται την νύχτα αναζητώντας από τους ζωντανούς «να προσεύχονται γι’ αυτούς».
Πρώτος ο Μιγέλ Πάραμο, ο νεκρός αδερφός του Χουάν, υποδέχεται τον ήρωα έξω από την πόλη και τον οδηγεί ως εκεί. Η Δόνα Εδουβίχες, μια ηλικιωμένη φίλη της μητέρας του, τον φιλοξενεί στην έρημη πανσιόν της, στο πιο σκοτεινό και παλιό δωμάτιο, όπου κάποτε είχε κρεμαστεί κάποιος. Ο Χουάν κατακλύζεται από μουρμουρητά, κραυγές και αντίλαλους όλη τη νύχτα, για να διαπιστώσει την επόμενη μέρα πως όλοι αυτοί είναι νεκροί, ακόμα και η Εδουβίχες και ο αδερφός του Μιγέλ . Όλοι έχουν πεθάνει στην Κομάλα, αλλά πάντα επιστρέφουν σε αυτήν. Ακόμα και το άλογο του Μιγέλ που τον έριξε και τον σκότωσε σε ατύχημα συνεχίζει να καλπάζει αφηνιασμένο σε αέναο χρόνο. Αλλά και η μητέρα του Χουάν, η Ντολόρες, βρίσκεται εκεί, όπως του είχε υποσχεθεί: «εκεί θα με ακούς καλύτερα, αν ο θάνατος είχε φωνή». Και έχει, είναι τα μουρμουρητά, με τα οποία μιλούν οι νεκροί της Κομάλα.
«Αν βλέπατε το πλήθος των ψυχών που τριγυρνούν ελεύθερες. Αρχίζουν να βγαίνουν μόλις σκοτεινιάσει. Εδώ αυτές οι ώρες είναι γεμάτες φαντάσματα» δηλώνει η γυμνή γυναίκα με τον γυμνό εραστή και αδερφό της, που κρύβονται πάντα από τους άλλους σε κάποιο χάλασμα.
Ο Χουάν Προυσιάδο περιφέρεται στο χωριό σε μια διαρκή αναζήτηση, ώσπου τελικά ξαπλώνει σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι για να κοιμηθεί δίπλα σε μια γυναίκα από χώμα. Ξυπνά κάθιδρος, ασφυκτιώντας και τότε συνειδητοποιεί πως είναι και αυτός νεκρός, πως «τον σκότωσαν τα μουρμουρητά που βγαίνουν από τους τοίχους». Πρώτη τον βρίσκει η Ντοροτέα, στην οποία εξηγεί πως έφτασε στην Κομάλα υποκεινούμενος από μια «αυταπάτη». «Δεν έχεις τίποτα πια να φοβάσαι» του αποκρίνεται εκείνη. Είναι η στιγμή που ο ήρωας ενσωματώνεται στον κόσμο των νεκρών και η αφήγηση γίνεται μονομιάς αποκλειστικά τριτοπρόσωπη.
Η ζωή του Πέδρο Πάραμο ξεδιπλώνεται πια σε όλο της το μέγεθος, ενός άντρα τυραννικού, αμείλικτου που δεν δίσταζε να πλαγιάσει με όποια ήθελε, να αιματοκυλήσει για εκδίκηση πλήθος κόσμου, να ανακατευτεί σε κάθε είδους εγχείρημα, ακόμα και στην χρηματοδότηση της μεξικανικής επανάστασης. Ο γιος του Μιγέλ, εξίσου ατίθασος και βίαιος – του οποίου την ιστορία βιώνουμε μέσα από την αφήγηση της Ντοροτέα- βρίσκει έναν απρόσμενο θάνατο, όπως προαναφέρθηκε. Ακόμα και ο παππάς του χωριού αρνείται να τον διαβάσει, γενικά η πίστη είναι μια ιδέα που δοκιμάζεται πολύ. Υπάρχει μεν μέσα από νεκρούς ιερωμένους, που νομίζουν πως προσεγγίζουν τον Θεό, ενώ ουσιαστικά ζουν στην Κόλαση.
Μέσα στο μυθιστόρημα απέναντι στο επικό στοιχείο, που είναι ο Πέδρο Πάραμο, αντιδιαστέλλεται ο μύθος της Γυναίκας στο πρόσωπο της Σουσανίτα, της τελευταίας συζύγου του. Ο έρωτας αυτού του σκληρού ανθρώπου, «της μνησικακίας» όπως τον αποκαλούν οι νεκροί, είναι σαρωτικός και ολοκληρωτικός από την παιδική ακόμα ηλικία. Ακόμα και η παρουσίασή του στο κείμενο γίνεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση σαν μια ατέλειωτη εξομολόγηση του νεκρού άντρα προς το αντικείμενο της λατρείας του. Ο πανίσχυρος Πέδρο Πάραμο με όλες τις γυναίκες στα πόδια του, έκανε τα πάντα για ν’ αποκτήσει την Σουσανίτα χωρίς να το καταφέρει ουσιαστικά ποτέ, παρότι την παντρεύτηκε τελικά. Πρώτα όμως χρειάστηκε να πεθάνουν ο πατέρας, ο άντρας που αγαπούσε, παρότι πάντα γυρνούσαν κοντά της. Μετά τον γάμο, η Σουσάνα αρρωσταίνει βαριά. «Το στόμα μου είναι γεμάτο χώμα» αναφέρει στο νεκροκρέβατό της, εννοώντας «πως το στόμα της είναι γεμάτο από το στόμα εκείνου που αγαπούσε». Την ίδια ώρα η Κομάλα γλεντούσε ανυποψίαστη και αυτό οδήγησε στην οργή και εκδίκηση του Πέδρο Πάραμο. Παραιτήθηκε από κάθε επιχείρηση λοιπόν και τους άφησε να πεινάσουν, ουσιαστικά παραιτήθηκε από την ζωή. Καθισμένος στην πύλη της Μέδια Λούνα περίμενε χρόνια για να γυρίσει κοντά του η Σουσανίτα. Όταν ένα βράδυ, τον κάλεσε η υπηρέτρια για το βραδινό του, απάντησε διφορούμενα «πηγαίνω προς τα εκεί, πηγαίνω» και κατέρρευσε νεκρός. Στην ουσία όδευε προς την ένωση, όπως ακριβώς και ο γιος του ερχόμενος στην Κομάλα. Οι ζωντανοί επιθυμούν την ένωση και μια και αυτοί που ψάχνουν είναι νεκροί, ενώνονται μαζί τους στον θάνατο. Ο Πέδρο Πάραμο, συμπαγής και σκληρός σαν γρανίτης ενώ ζούσε, δέχτηκε την ρωγμή που του έκανε η αγάπη της Σουσανίτα και γι ‘αυτό κατέρρευσε «σαν σωρός από πολλές πέτρες μαζί».
Πολλά είναι τα αρχετυπικά σύμβολα αυτού του μυθιστορήματος που το καθιστούν κλασικό, πέρα από τα μεξικανικά σύνορα. Αρχικός τίτλος του ήταν «τα μουρμουρητά» , δηλαδή οι μουγκές κραυγές των νεκρών και κατ’ επέκταση μιας ολόκληρης χώρας που κραυγάζει από την αντίπερα όχθη. Η μνήμη και η ανάμνηση ( η ωραιοποιημένη μνήμη) είναι τα στοιχεία που διατηρούν την ύπαρξη των ανθρώπων και των λαών μέσα στον χρόνο. Η γλώσσα είναι αυτή που προσδιορίζει την ταυτότητα. Γι’ αυτό και τα πανίσχυρα «μουρμουρητά» υποτάσσουν τον ήρωα, τον σκοτώνουν, καθώς η γλώσσα προϋπάρχει του θανάτου και συνδέεται με τον Μύθο. Πέρα από τον μύθο της Γυναίκας (Σουσανίτα) στο έργου του Χουάν Ρούλφο κυριαρχεί αναμφίβολα ο μύθος της «γης των νεκρών». Στην ουσία, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας, πρωταγωνιστής δεν είναι ο Χουάν Πρεσιάδο, αλλά το νεκρό χωριό, όπου δεν υπάρχουν όρια τόπου και χρόνου. Νεκρό χωριό, νεκρό Μεξικό, ίσως γιατί όλη η οικογένειά του Χουάν Ρούλφο σφαγιάστηκε από τον Ισπανό κατακτητή (σύμβολό του ο Πέδρο Πάραμο), ενώ η επανάσταση δεν έπαυε να έχει τον ίδιο παράλογα αιματηρό χαρακτήρα.
Το ατμοσφαιρικό και καινοτόμο αυτό μυθιστόρημα είναι σαφώς μια ερεβώδης ιστορία, που όμως «δεν είναι αρνητική»– συνεχίζει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας- αλλά το αντίθετο: αποτελεί μια καταγγελία, μια μουγκή αέναη κραυγή ενάντια στην λήθη, στην αναίτια βία, στον πόλεμο και στην χαμένη πίστη.
ΥΓ. το έργο κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη
0 Σχόλια