Τον φίλο από τα παλιά τον συνάντησα στη γειτονιά του πατρικού.
Έμοιαζε φευγάτος.
Δεν ξέρω τι είχε καταφέρει από όσα ζητούσε, όμως έμοιαζε να μην τον ενδιαφέρει πια το ρήμα.
”Ζω ανάμεσα στο παρελθόν και στο τώρα” μου είπε και δεν πολυκατάλαβα.
”Με δένει ένα περίεργο νήμα με τη γειτονιά όπως τη ζήσαμε μικροί κι ας έχουν φύγει οι περισσότεροι κι ας έχει αλλάξει”.
Τον άφησα να μιλάει.
”Είναι φορές που ακούω το τρανζιστοράκι του κυρ Ντίνου και τον βλέπω να ρίχνει πασιέτζες στο μπαλκόνι, φορές ξαναβλέπω εκείνο το πεύκο στο γωνιακό οικόπεδο, εκεί που περνούσα κάθε Τετάρτη μεσημέρι για να πάρω το περιοδικό από το περίπτερο της κυρά Μαρίας. Εκείνο το πεύκο είχε ζήσει και τους βομβαρδισμούς του 43 και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα και το έκοψαν για μια άχαρη πολυκατοικία… Συχνά περπατάω βράδυ και θυμάμαι την πανσέληνο που έμοιαζε να μου γελάει τότε που τελειώναμε το σχολείο…τελικά το γέλιο ήταν ειρωνικό, αλλά χρειάστηκαν χρόνια να το καταλάβω… Θα έδινα τα πάντα να ξαναζήσω μια παλιά βροχή, να μυρίσω εκείνο το μοναδικό των βρεγμένων πεύκων ή να ζήσω ένα από τα βράδια που ο παππούς μου έβγαζε το ράντζο στη βεράντα με το γιασεμί, που η μυρωδιά του υπάρχει ακόμα στο μυαλό μου… Αυτά όλα γυρνάνε στο μυαλό μου σαν χρώματα που ξεγκριζάρουν την καθημερινότητα… ίσως με βοηθάνε να ζήσω, ίσως με κρατάνε στο αλλού,στο πουθενά…”
Δεν είπε άλλα, δεν ήθελε να πει.
Χαιρέτησε κι έφυγε για το σπίτι του, με βήματα αθόρυβα.
Τον παρακολούθησα μέχρι που άνοιξε την πόρτα του κήπου του με βήματα αργά, σαν κομμάτι μιας αόρατης μυστικής τελετής, που μόνο εκείνος αντιλαμβανόταν, ίσως και το σύμπαν…
–
γράφει ο Νίκος Νασόπουλος
0 Σχόλια