Βαγγέλης Ραπτόπουλος: Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα

Το βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» βρέθηκε χθες το βράδυ μάλλον στο πιο οικείο του περιβάλλον. Τι πιο φυσικό από το να συζητάς σε ένα βιβλιοπωλείο των Εξαρχείων, το Bibliotheque, για καμένα περιπολικά, αριστερούς αγώνες και εξεγέρσεις;

 

Ο Ραπτόπουλος, είναι ένας συγγραφέας που ενθαρρύνει τον διάλογο κι αυτό ζωντάνεψε τη βραδιά και πυροδότησε έντονες συζητήσεις. Πολλά τα ερωτήματα που ακούστηκαν χθες το βράδυ. Διαβάζει ο Έλληνας; Μας αποχαυνώνουν τα σόσιαλ μίντια; Ο πληθωρισμός εκδόσεων, κριτικών και συνεντεύξεων μας βοηθά ή μας αποσυντονίζει; Μπορεί ένα βιβλίο να αλλάξει τον κόσμο ή κινδυνεύει να χαθεί μέσα στο πλήθος των εκδόσεων; Γιατί η πλειοψηφία των αναγνωστών διαβάζει “ιστορικά” μυθιστορήματα και βιβλία για έρωτες και αδιέξοδα πάθη; Ζούμε σε μια κουλτούρα σκλαβιάς; Αφού σαν λαός ξεχνάμε τόσο εύκολα πώς γίνεται και ζούμε προσκολλημένοι στο παρελθόν; Υπάρχει ελπίδα για αλλαγή ή πάμε από το κακό στο χειρότερο;

 

Αυτό που διέκρινα χθες ήταν μια διπλή αγωνία για το παρόν και το μέλλον του βιβλίου αλλά και της χώρας που ζούμε, που ευτυχώς έδειξε να απασχολεί τους συγγραφείς και αναγνώστες της αίθουσας.

Ο Ραπτόπουλος τόλμησε να κάνει κάτι που πολλοί καλλιτέχνες αποφεύγουν. Έγραψε ένα βιβλίο που μιλά για την εποχή που ζούμε. Εμείς οι Έλληνες, είναι λες και πάσχουμε από

παρελθοντολαγνεία. Το βλέπεις στα βιβλία που γράφονται ή στις ταινίες που γυρίζονται το ακούς στον δρόμο σε φράσεις του τύπου “κάθε πέρσι και καλύτερα”. Είναι λες και είμαστε ανίκανοι να χαρούμε και να καταλάβουμε το παρόν.

 

“Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα” είναι η ιστορία ενός άνεργου δημοσιογράφου, με μια υπερφυσική δύναμη. Μπορεί με τη σκέψη του και βάζει φωτιά. Η αφήγηση ακολουθεί τη μανία της εποχής, και ξεδιπλώνεται μέσα από ποστ στα σόσιαλ μίντια, αποσπάσματα από άρθρα στο ίντερνετ, επιστολές και προσωπικά ημερολόγια. Ίσως το σχόλιο του συγγραφέα για την εποχή που ζούμε να είναι πως δεν υπάρχει λύση, ούτε ελπίδα για επανάσταση και μόνο μια “ανώτερη δύναμη” σαν από μηχανής θεός θα μπορούσε να μας βγάλει από τη μίζερη πραγματικότητα. Με διάθεση να σατιρίσει τον παραλογισμό της ψηφιακής εποχής και της αλόγιστης πληροφόρησης του διαδικτύου διαβάζοντας το βιβλίο γεννιούνται περισσότερα ερωτηματικά παρά  βρίσκονται απαντήσεις. Τι από όσα διαβάζουμε καθημερινά σε ποστ στο φέισμπουκ και σε ονλάιν άρθρα είναι αλήθεια και τι ψέμα; Όσα περιγράφει το βιβλίο έχουν όντως συμβεί; Μπορεί τελικά, το βιβλίο αυτό να θεωρηθεί ένα βιβλίο εναλλακτικής ιστορίας;

 

Η παρουσίαση του βιβλίου ήταν ουσιαστικά μια συζήτηση του Περικλή Κοροβέση και του Βαγγέλη Ραπτόπουλο με το κοινό.  Η συμβουλή του Κοροβέση λειτούργησε σαν συνδετικός κρίκος με το πολιτικό και λογοτεχνικό παρελθόν της Ελλάδας με το μέλλον. “Η επανάσταση ιστορικά, ξεκινά πάντα σαν μια ανεξέλεγκτη λάβα και δεν γίνεται ποτέ με καλούς τρόπους” είπε μεταξύ άλλων Κοροβέσης. “Γιατί αυτοί που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους είναι αυτοί που τελικά εξεγείρονται.” Στη ζοφερή εποχή που ζούμε μήπως η λύση είναι να τα κάψουμε όλα; Στην αρχή του βιβλίου, ο συγγραφέας γράφει “Πως ο παράδεισος είναι η μήτρα της μάνας που μας γεννά”. “Πιθανότατα δεν έχουμε άλλον παράδεισο. Αυτό ήτανε”, σχολιάζει ο Κοροβέσης.

 

Στο βιβλίο του ο Ραπτόπουλος αναρωτιέται “που ζούμε;” και κλείνει με τη φράση “Ω τι κόσμος μπαμπά!” δανεισμένη από τον αγαπημένο Μουρσελά. Η γλυκόπικρη αυτή φράση κόλλησε στο μυαλό μου. Το τέλος του βιβλίου μου άφησε την ίδια αίσθηση που μου άφησε κι η παρουσίαση του βιβλίου. Το αναφέρω μέσα από τα λόγια του Κοροβέση. “Το πρώτιστον είναι να μην νικηθούμε εμείς. Κι είναι εύκολο να νικηθούμε γιατί ζούμε μέσα στη μοναξιά”.

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου