Ακόμα πιπίλιζε την καραμέλα που του έδωσαν στην έξοδο. Περίμενε στο φανάρι, απέναντι από την πλατεία. Έχωσε τα χέρια στο παλτό του και χούφτωσε το πορτοφόλι του. Στην άλλη τσέπη, τσαλάκωνε το περιτύλιγμα της καραμέλας.
Βρήκε καλή δουλειά ο Κώστας ο Αγάκος· μόλις τον είχαν προσλάβει. Έψαχνε για καιρό. Μέσα στο πορτοφόλι βρισκόταν μια γενναία προκαταβολή. Σάστισε φεύγοντας από τα γραφεία της εταιρίας, όταν το αφεντικό του έχωσε απότομα ένα πράσινο χαρτονόμισμα στην τσέπη.
Δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η αντίστροφη μέτρηση πάνω στο φανάρι και εμφανίστηκε πίσω του ένας ρακένδυτος άντρας, που φορούσε αυτά τα γάντια με τα κομμένα δάχτυλα. Δεν μπορούσες να διακρίνεις που σταματάνε τα γάντια και που ξεκινάνε τα δάχτυλα από την βρωμιά.
«Καλημέρα κύριος» είπε. Το ασπράδι στα μάτια του γυάλιζε. Ήταν το πιο καθαρό σημείο πάνω του.
«Δώσε κάτι. Να πάρω να φάω».
O Κώστας ανοιγόκλεισε τα μάτια του, όπως κάνει όταν κάτι τον ζορίζει.
Να φας; Εδώ παραλίγο να πεινάσω εγώ! Με τα διπλώματα και τις συστατικές. Kαι εγώ ζορίστηκα και έτρωγα μακαρόνια για καιρό. Βράσε μακαρόνια.
Εμφανίστηκε η μέτρηση πάνω στο φανάρι. Έδειξε πενήντα πέντε δευτερόλεπτα.
«Ε, είσαι κουφός; Σου μιλάω».
Ο Κώστας στριφογύρισε δυο φορές τα μάτια του, τα ανοιγόκλεισε άλλες τόσες και τα κάρφωσε πάνω στην μέτρηση. Πέρασα δυσκολίες φιλαράκο. Έφαγα πολύ σκατό. Να φας και ‘συ. Δεν χάθηκα όμως. Με βλέπεις τώρα; Σηκώθηκα.
Σαράντα οκτώ δευτερόλεπτα.
«Δεν είναι και τίποτα για σένα ένα ευρώ, μίστερ». Η μπόχα που ανέδυε κύκλωνε τον Κώστα που παρέμενε αμίλητος στην άκρη του πεζοδρομίου.
«Έλα, αφού το ξέρω… εσύ τώρα έχεις…»
Σαράντα δύο δευτερόλεπτα.
Ο ζητιάνος πλησίασε και στάθηκε πίσω του, σχεδόν κολλητά. Σκατά, εισβάλει στο χώρο μου! Υπομονή. Σε λίγο θα είναι μια ανάμνηση, άλλος ένας κακομοίρης ανάμεσα σε χιλιάδες.
Τριάντα επτά.
Ο ζητιάνος σήκωσε τα χέρια του, σαν να πάει να τον αγκαλιάσει από πίσω. Ο Κώστας έσφιξε καλά το πορτοφόλι στην τσέπη.
«Πού και πού, δεν είναι κακό να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας κύριος. Πού και πού. Έτσι σώζουμε την ψυχή μας. Δεν πεθαίνουμε και γιοκ… τέρμα». Τα λερά γάντια, πρόβαλαν δεξιά και αριστερά στο ύψος των ώμων του Κώστα.
Βρωμάς ρε! Ζέχνεις. Αλλά, δεν σε νοιάζει. Εσύ ξεφτιλίζεσαι καθημερινά. Έχεις περάσει στην άλλη πλευρά… Δεν θα συναντηθούμε ποτέ.
Τριάντα.
Τσαλάκωνε με μανία το περιτύλιγμα της καραμέλας και πίεζε τα μάτια του όταν τα έκλεινε. Σκέφτηκε το πράσινο χαρτονόμισμα στο πορτοφόλι του για να ηρεμίσει.
Δεν έχω ξαναδεί πράσινο χαρτονόμισμα. Κατοστάρικο; Ποτέ.
Είκοσι επτά.
«Ξέρω. Θες να γίνεις καλός άνθρωπος αλλά κάτι σε εμποδίζει. Να βοηθάς θέλεις τους συνανθρώπους σου και να σώσεις την ψυχή σου. Καν ‘το. Καν ΄το για σένα, όχι για τους άλλους. Καν ‘το για την ψυχή σου», έλεγε ο ζητιάνος. Τα γάντια πέρασαν δίπλα από τα αυτιά του Κώστα και συνέχισαν προς τα μπρος.
Είκοσι ένα.
«Πάρε την ευκαιρία κύριος. Πες: θέλω! Θέλω να αλλάξω!»
Είχε αρχίσει να φωνάζει. Το βρωμερό του χνώτο, χαστούκιζε το σβέρκο του Κώστα.
«Μπορώ να σε βοηθήσω! Μπορώ! Και θα ξεκινήσω εδώ και τώρα μίστερ».
Κάτι άρχισε να τρέμει μέσα στην τσέπη του Κώστα με το πορτοφόλι. Τα χέρια του ζητιάνου, που μπορούσε να τα δει πια μέχρι τους αγκώνες, άλλαξαν κατεύθυνση και πήγαιναν αργά να του κλείσουν τα μάτια.
Δέκα πέντε.
«Ξέρεις κάτι κύριος; Κάπως έτσι είναι να πεθαίνεις…»
Τα κομμένα γάντια πλησίαζαν τα μάτια του, σκοτεινιάζοντάς το οπτικό του πεδίο.
«Χάνεις αρχικά το φως σου και σιγά-σιγά σβήνεις, σα να λιποθυμάς».
Τιναζόταν δεξιά-αριστερά ο Κώστας, προσπαθώντας να αποφύγει το σκοτάδι που τον πλησίαζε και να μην χάσει τα νούμερα πάνω στο φανάρι. Στην τσέπη το πορτοφόλι άρχισε να σπαρταράει. Έβαλε δύναμη, το πίεζε προς τα κάτω μην πεταχτεί έξω.
Έντεκα.
«Δεν είναι και τίποτα φοβερό να πεθαίνεις. Σα να κοιμάσαι βαθιά είναι· χαμπάρι δεν παίρνεις. Το θέμα είναι το μετά. Μετά, όταν η ψυχή χαιρετάει το σώμα… Εκεί αρχίζει η ιστορία. Άρπαξε την ευκαιρία που σου δίνω. Βοήθησέ με. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καλό θα ‘χεις κάνει στην ψυχή σου».
Τέσσερα.
Ο Κώστας ο Αγάκος έβγαλε ξαφνικά το σκουπίδι της καραμέλας από την τσέπη, το έχωσε στη χούφτα του ζητιάνου και πετάχτηκε απέναντι φωνάζοντας:
«Γλύψε αυτό να χορτάσεις».
Ακούστηκε ένα απότομο φρενάρισμα και αμάξια να τρακάρουν. Είχε περάσει τον δρόμο λίγο πριν το φανάρι γίνει πράσινο, χωρίς να κοιτάξει. Απέναντι, πίσω από το τρακάρισμα και τους καπνούς, είδε τον ζητιάνο να του γνέφει.
«Να τα ξαναπούμε φίλε. Να περνάς. Χαίρομαι που άρπαξες την ευκαιρία», του φώναξε ανεμίζοντας ένα πράσινο χαρτονόμισμα στον αέρα.
*
Ανέβηκε στην πλατεία, αφήνοντας τον ζητιάνο πίσω του. Τα χέρια του κρυώνανε αλλά φοβόταν να τα βάλει στις τσέπες. Τα κράταγε έξω σαν σπασμένα κλαδιά· δεν ήξερε τι θα έβρισκε εκεί μέσα.
Έκατσε σ ’ένα παγκάκι και κοίταζε τον δρόμο. Είχε φτάσει ένα ασθενοφόρο και έβγαζαν έναν αιμόφυρτο άνδρα από τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα.
*
Τον πήρε φαίνεται ο ύπνος τον Κώστα, γιατί ξύπνησε με τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες. Σηκώθηκε. Πήρε στο κατόπι τον πρώτο άνθρωπο που πέρασε από μπροστά του.
«Καλημέρα κύριος» είπε και ζύγωσε την χούφτα του μπροστά στον περαστικό. Δεν είχε ιδέα γιατί το έκανε αυτό. Κοίταξε για λίγο το προτεταμένο του χέρι. Έβγαλε και το άλλο από την τσέπη, το έφερε και αυτό κοντά στα μάτια του που ανοιγόκλειναν χωρίς πλέον να μπορεί να τα ελέγξει.
Τα χάζευε για ώρα τα χέρια του ο Κώστας ο Αγάκος μα τα μάτια του δεν έλεγαν να ηρεμήσουν. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει δπου σταμάταγαν τα κομμένα γάντια και που άρχιζαν τα δάχτυλά του από την βρωμιά.
_
γράφει ο Γιάννης Ηλιάκης
0 Σχόλια