(ας με συγχωρέσει ο ποιητής αλλά αλλιώς δεν μπορούσα να φανταστώ την ανάπτυξη απο μια γυναίκα που την ποθούν μα εκείνη άγονη, περιγελά, όχι απο εκδίκηση μα απο μια μυστήρια τάση να ξεγελά με τα καμώματα της)
δίνεται σε όλους.
δίνεται σε όλους για να τους περιφρονήσει
ούτε που προσποιείται σπασμούς οργασμού τη κρίσιμη ώρα
μόνο ανοίγει τα πόδια της και τους υποδέχεται με βλέμμα ακίνητο
όχι άδειο
παρόν κι ακίνητο
καρφωμένο ευθεία στο δικό τους
έπειτα αποσύρεται κι ούτε μια λέξη στους κύκλους της για τα προσόντα ή μη των εραστών της
έτσι εκείνοι χάνονται
σβήνουν σαν άντρες
ανύπαρκτοι λες
τις προάλλες την έβλεπα να ανεβαίνει την Χαριλάου Τρικούπη μέσα στο πηχτό άφεγγο βράδυ κάτω από τις κενές μαρκίζες των άλλοτε μαγαζιών και των κινηματογράφων των κάθετων δρόμων
φορούσε τη στενή κοντή φούστα της και μια μπλούζα μέσα απο τη φούστα έτσι που να παχαίνει τα καπούλια και τη μέση της
ντυμένη με το πιο αβέβαιο βήμα και μια σειρά πρόστυχες αφέλειες μέχρι το ύψος της μύτης, άφηνε το στήθος της να στηρίζεται ασύμμετρα στη κοιλιά της
τα χέρια της βαριά στο πλάι κι ένα ζευγάρι βραχιόλια χειροπέδες περασμένες στον καρπό της
έτσι ντυνόταν πάντα όταν επιζητούσε να έλξει εκείνους τους καμπαλέρος του χρήματος που την πλησιάζουν προτάσσοντας το “μωρή” πριν την ξεφτιλίσουν – νομίζουν – με το πρώτο πρόστυχο ουσιαστικό που θα τους έρθει στο μυαλό
η άλλη εκδοχή είναι να ντύνεται γυναίκα, καλαναθρεμένη, κομψή, φτασμένη, να έλκει τους λούμπεν των αγορών που επιζητούν να επιδεικνύονται μέσα απο κατακτήσεις κυριών της κλάσης της
σήμερα είναι εδώ δίπλα μου
ντυμένη αλλόκοτα
με φέρσιμο αλλόκοτο, επίσης
οι ισχνές της γάμπες στηριγμένες σε ένα ζευγάρι δεκάποντες ξεχειλωμένες γόβες
τα πόδια της τυλιγμένα με ένα μαύρο λεπτό καλσόν δίχτυ
η κίτρινη φούστα της χαϊδεύει μέση και γοφούς με τα μεταξένια λούκια της
πουκάμισο μπλε ηλεκτρίκ σχισμένο στα μανίκια
οι βαφές των ματιών της σκούρες
μάτια κουκουβάγιας άφοβα, αυθάδικα
χείλη άχρωμα και μια ελιά στο στήθος όπως φαίνεται από τον γιακά του πουκαμίσου
η τσάντα της, απο τις πιο ακριβές μάρκες της αγοράς, σε χρώμα λουλακί έστυβε τον ώμο της και τον χαμήλωνε με το βάρος του
τρεις σειρές χρυσά βραχιόλια στον ένα καρπό, στον άλλο τατουάζ τριαντάφυλλο
στο λαιμό της, σταυρός
ένας μεγάλος χάλκινος σταυρός κρεμασμένος απο μια λεπτή, λεπτότατη κλωστούλα κόκκινη
σκουλαρίκια δεν είχε
στα αφτιά της όμως κρέμονταν δυο ξίφη
δυο μικρά ξίφη κι ένα ασημόχαρτο για τσιγάρο
– αλλόκοτη είσαι σήμερα, είπα
– είναι που δεν έχω ακόμη αποφασίσει ποιον θα πάρω, απάντησε
εκείνον τον χοντροκομμένο τραπεζίτη ή τον άλλον τον απελπισμένο δίπλα του;
ίσως και τους δυο, αλλά αυτό θα με έβγαζε έξω απο τις αρχές μου
ο ένας θα ήξερε τις λεπτομέρειες του άλλου κι έτσι θα συνέχιζαν να υπάρχουν και μετά την πράξη ._
( η Ανάπτυξη. )
Σηκώνει πολλά τούτη η ανάπτυξη!Κατ αρχήν διασχίζει το κέντρο της πόλης. Δίνεται σε όλους; Έλκεται στο κουδούνισμα του αργύριου μάλλον.και έλκεται από μορφές μεσοπολέμου που φοράνε πούρα και είναι πολύ λάρζ .Τώρα που ξέρει ποιά είναι, την έχουμε όπως την αξίζουμε.Ακούει στο όνομα Γέρμα όπως πληροφορούμαστε.
Μάλλον το πραγματικό πρόβλημά της είναι ότι ”υπάρχει” και η ίδια σ’ αυτό το παιχνίδι. Όμορφη ιστορία!