Σε περίμενα στα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ήταν ήδη μεσημέρι και ήξερα τις ώρες που γυρνούσες στο σπίτι. Σε είδα να έρχεσαι. Περπατούσες αργά, νωχελικά και φορούσες μια λευκή μπλούζα και μια μαύρη φούστα με πιέτες. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας σου, ήσουν εξαιρετικά φροντισμένη. Τα μαλλιά σου φτιαγμένα στο κομμωτήριο περμανάντ, το κοκκινάδι σου, τα ψηλά σου τακούνια, τα σκουλαρίκια σου, τα βραχιόλια σου. Έτρεξα στην αγκαλιά σου και συ παράτησες τις τεράστιες όπως φαινόντουσαν στα μάτια μου γλάστρες, που κουβαλούσες και έσκυψες και με χάιδεψες.
Ήξερα ότι από εκείνη τη στιγμή θα περνούσαμε τη μέρα μαζί. Τα μεσημέρια με έπαιρνες στο κρεβάτι σου και για να κοιμηθώ μου διηγιόσουν ιστορίες από τη ζωή σου, διανθισμένες με μπόλικη φαντασία. Άλλες φορές μου εξηγούσες τα φυσικά φαινόμενα με τη δική σου απλοϊκή λογική.
-Άνοιξε ο Θεός τις βρύσες του και βρέχει, έλεγες.
-Είδες πώς τα ’χει φτιαγμένα τα πράγματα Του…
Τα καλοκαίρια με πήγαινες με το αστικό, στη θάλασσα. Μου αγόραζες λουκουμάδες και με έβαζες να πλατσουρίζω δίπλα σου στα ρηχά, μιας και κολύμπι δεν ήξερες. Πλήρωνες πλανόδιους φωτογράφους να μας βγάλουν φωτογραφίες. Ακόμα τις έχω…
Τα βράδια με έπαιρνες και πηγαίναμε στην πλατεία. Μου αγόραζες παγωτά και καλαμπόκι. Σε κρατούσα από το χέρι και σε τραβούσα να πάμε στο σιντριβάνι, να βάλω το καραβάκι μου μέσα. Και σαν μου ’φευγε το σκοινί από τα χέρια, ξεσήκωνες τον κόσμο για να έρθει κάποιος να το πιάσει. Μετά, καθόμασταν στο παγκάκι και συ μου τραγούδαγες γλυκά.
-Γιώργο μου θα φύγω, πάω στη ξενιτιά, πάω να με παντρέψουν με πολλά λεφτά. Δολάρια δεν θέλω μα πώς να σου πω…
Τον Δεκαπενταύγουστο με πήγαινες στο μοναστήρι της Παναγίας και κάθε φορά μου διηγιόσουν το τάμα που κάνες, όταν έπαθε ο γιος σου, σαν ήταν μικρό παιδί, το ατύχημα και κάηκε.
-Και τότε η κυρά Λουτσία έστειλε τη μάνα μου στο βουνό να βρει ένα βοτάνι. Ήταν η μόνη μας ελπίδα, μιας και οι γιατροί το είχαν ξεγράψει το παιδί.
-Βάλε το χέρι σου Παναγία μου και σώστο και σε όλη μου τη ζωή, θα σου φέρνω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του, στη γιορτή Σου…
Σου άρεσαν πολύ τα ταξίδια και πάντα με έπαιρνες κοντά σου. Μπαίναμε στο υπεραστικό και γυρνούσαμε τα χωριά της περιοχής για να επισκεφτούμε συγγενείς και οικογενειακούς φίλους. Καμάρωνες που σου λέγανε πόσα ψήλωσα! Όπου πηγαίναμε, με μπούκωνες με όλων των ειδών τα φαγητά.
–Τρώγε, τρώγε και άλλο, μου ’λεγες.
Και σαν γύρναγες σπίτι, μου κουβαλούσες γιαούρτι σακούλας, σοκολάτες και μίκυ μάους για να μάθω να διαβάζω.
-Κοίτα να μάθεις πολλά γράμματα, εμείς δουλεύαμε από μικρά παιδιά και δεν μπορούσαμε.
Τις Κυριακές σε συνόδευα στην εκκλησία. Καθόμασταν πάντα στις μπροστινές θέσεις και στο τέλος με έπαιρνες από το χέρι και με οδηγούσες μπροστά στο παπά για να κοινωνήσω.
Σε όλες μου τις αταξίες ήσουν παραπάνω από υπομονετική μαζί μου. Ακόμα και όταν μουτζούρωσα ολόκληρο το σαλόνι με το στυλό είπες ατάραχα:
-Παιδί είναι, να παίξει θέλει!
Και σαν η μάνα μου αποφάσισε να με στείλει στο νηπιαγωγείο, τη ρωτούσες:
-Μα θα το ταΐζουν το παιδί εκεί;
Κάθε φορά μου έβγαινες από το σπίτι πρόσεχες την εμφάνιση σου. Έβαφες τα νύχια σου, μακιγιαριζόσουν και άλλαζες ρούχα και κοσμήματα συνέχεια. Η μάνα μου διαφωνούσε με όλα αυτά.
-Μεγάλωσες πια, σου ’λεγε, τι τα θες αυτά;
Και τότε, κόρδωνες το κορμί σου και αγέρωχα, κοροϊδευτικά σχεδόν απαντούσες.
-Κορίτσι μου, εγώ δεν θα γεράσω ποτέ!
Πέρασαν τα χρόνια και όταν η δική μου οικογένεια ενώθηκε ξανά, μετακομίσαμε μακριά σου, σε άλλη πόλη. Το έτος περνούσε και το μόνο που με ένοιαζε ήταν πότε θα τελειώσει το σχολείο για να έρθουμε κοντά σου και να ζήσουμε μαζί ξανά, τις ίδιες στιγμές.
Και πραγματικά, αυτό συνέβαινε, μόνο που τώρα είχαν προστεθεί και άλλα εγγόνια, αυτά του γιου σου. Έτσι είχες πολλά παιδιά να προσέχεις, να μοιράζεις την αγάπη σου και να κρέμονται από τα χείλη σου.
Πέρασαν και άλλα χρόνια. Μεγάλωσες και άλλο. Άρχισες να παραμελείς τον εαυτό σου. Κάθε φορά που ερχόμουν, σε έβλεπα όλο και πιο αλλαγμένη.
-Μα, πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου, σε ρωτούσα.
-Άσε παιδί μου, με φάγανε τα βάσανα της ζωής, απαντούσες.
Και όντως είχες και συ τα προβλήματά σου. Μόνο που τότε δεν ήμουν ακόμα σε θέση να τα καταλάβω.
Κάποια στιγμή αποφάσισες να δώσεις αντιπαροχή το σπίτι μας.
-Δύο παιδιά έχω, είπες, πρέπει να τους το μοιράσω. Άλλωστε εγώ μεγάλωσα. Τι το θέλω τόσο μεγάλο σπίτι…
Το επισκέφτηκα πριν γκρεμιστεί. Γυρνούσα τα δωμάτια και έκλαιγα. Μπορεί δικό μου να μην ήταν, αλλά ήταν το σπίτι που μεγάλωσα…
Λίγο καιρό μετά ήρθα να σε βοηθήσω να εγκατασταθείς στο νέο σου σπίτι. Ανεβήκαμε στην ταράτσα και σου ’λεγα: Στη δική μας ταράτσα είχαμε την κληματαριά. Πήγαμε στον ακάλυπτο και σου ξανάλεγα: Να εδώ είχαμε τη μπανανιά μας. Αναστέναζες και μου ’λεγες με λύπηση: Άστα, αυτά τώρα, πάνε…
Ώσπου μια μέρα με πήρες τηλέφωνο. Άρχισες να μου μιλάς για μια εικόνα που είχες στο σπίτι. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του ο Χριστός και σου μιλούσε. Τρόμαξα. Ήρθα σε πήρα και σε πήγα σε γιατρούς. Με ακολούθησες αδιαμαρτύρητα. Η γνωμάτευση με γέμιση πίκρα. Άνοια. Σου έδωσαν ένα σωρό φάρμακα. Ουσιαστικά, ποτέ δεν τα πήρες. Άλλωστε με τα φάρμακα ποτέ δεν τα είχες καλά.
Πέρασε και άλλος καιρός. Άρχισες να δημιουργείς προβλήματα. Να τα βάζεις με τους δίπλα, τους απέναντι και ένα σωρό άλλο κόσμο. Ο ένας θέλει να σε διώξει από το σπίτι σου για να στο φάει, ο άλλος έκανε φασαρία και δεν σε άφηνε να κοιμηθείς, ο τρίτος σου πετούσε πράγματα στο μπαλκόνι…
Τώρα πια δεν μπορείς να αυτοεξυπηρετηθείς. Και είναι πολλές φορές που δεν αναγνωρίζεις κανέναν μας. Φωνάζεις, έχεις ακόμα πιο συχνά παραισθήσεις και η ψυχή σου είναι σαν ένα τρομαγμένο πουλάκι που σπαρταράει. Κάθομαι δίπλα σου, παίρνω το χέρι σου στα χέρια μου και σου μιλάω γλυκά και ήρεμα, προσπαθώντας να τραβήξω το μυαλό σου από τις εικόνες που βλέπει. Δεν το πετυχαίνω πάντα. Πονάω να σε βλέπω έτσι. Αποζητώ τη γυναίκα που ήξερα. Τη κοκέτα, με το σπινθηροβόλο βλέμμα και την ταχύτατη αντίληψη. Εκείνη που θυμόταν αναλυτικά τα πάντα και δεν δίσταζε να πάει ακόμα και στο άλλο άκρο της πόλης για να βρει κάτι χρήσιμο για το νοικοκυριό της. Τη γιαγιά, που μοίραζε απλόχερα τα χρήματα και τα υπάρχοντα της, για να μας ικανοποιήσει όλους.
Ξέρω ότι εκείνη η γυναίκα δε μπορεί να γυρίσει πίσω. Και ξέρω καλά ότι έχεις πάρει το δρόμο για ένα ταξίδι, που γυρισμό δεν έχει…
–
γράφει ο Γιώργης Ταξιδευτής
” Κάθομαι δίπλα σου, παίρνω το χέρι σου στα χέρια μου και σου μιλάω γλυκά και ήρεμα, προσπαθώντας να τραβήξω το μυαλό σου από τις εικόνες που βλέπει”.
Πόσο όμορφο, πόσο τρυφερό – και πόσο τυχερή η γιαγιά που έχει έναν τέτοιο εγγονό!
Να είσαι καλά, φίλε μου Γιώργη!
Πολύ αληθινό και τρυφερό κείμενο για τη γιαγιά. Μπράβο! Δίνετε ένα πολύ σημαντικό για μένα μήνυμα: οι τελευταίες δύσκολες μέρες να μην επισκιάσουν όλη την πορεία της ζωής ενός υπέροχου πλάσματος!
Αχ βρε Γιώργη πόσες χορδές έχει η καρδιά? Τις έχεις μετρήσει?
Όχι? Ούτε κι εγώ…Αλλά να ξέρεις…Όσες και να χει μου τις άγγιξες ΟΛΕΣ!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ..
Με συγκινήσατε πολύ Γιώργη γεμίσατε τα μάτια μου με την εικόνα της τρυφερής γιαγιάς μου… σαν να την αντάμωσα ξανά μέσα στο κείμενό σας!!! Είμαι γιαγιά και μακάρι όταν φύγω τα εγγονάκια να με σκέφτονται με τόση τρυφερότητα!!!!! Υπέροχο… τρυφερό… αληθινό… μπράβο σας!!!!!!!!!
Τι υπέροχη σχεση γιαγιάς και εγγονού. Ένα νοσταλγικο ταξίδι που μας ξύπνησε τόσες αναμνήσεις.
Αχ βρε Γιώργο… Ήθελα να γράψω ένα ξεχωριστό σχόλιο για το υπέροχο κείμενο σου αλλά… Άρπαξα τις μνήμες που μου ξύπνησες σαν ένα πολύτιμο δώρο και είπα να κρυφτώ κάπου για να το απολαύσω!
Αν φορτιστείς με τέτοια αγάπη, την κουβαλάς μαζί σου για πάντα! Είναι αυτοανανεώσιμη!
Τελικά… Το πόσο εξελιγμένη είναι μια κοινωνία, φαίνεται από το πόσο φροντίζει για τους ηλικιωμένους της.