Είναι γνωστό πως σε κάθε σύστημα υπάρχει ο θύτης και το θύμα. Συνήθως, στα μεγάλα συστήματα, οι θύτες είναι πολλοί και πολλαπλάσια τα θύματα. Στα μικρά, όμως, συστήματα, πάλι οι θύτες είναι πολλοί, αλλά ένα το θύμα.
Γιατί, κυρά-Νεράιδα, όταν γεννήθηκα “μ’ έταξες” στα θύματα; Τι σου έφταιξα; Δεν ήθελα να ήμουν θύτης. Όχι. Ας ήμουν, τουλάχιστον παρατηρητής. Γιατί, θύμα;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ένα πράγμα “ήξερα” να κάνω και πιστεύω καλά: ν’ αγαπάω. Αγαπώ τα ζώα, αγαπώ τους γέρους, αγαπώ τα παιδιά, αγαπώ τον άνθρωπο. Νοιάζομαι και πονάω για τον καθένα και την καθεμιά, ανεξάρτητα από ηλικία, χρώμα, φύλο, φυλή, θρησκεία.
Σαν ένοιωσα τον εαυτό μου να στέκεται στα πόδια του, δεν ήθελα να γίνομαι βάρος στους γονείς μου και άρχισα να δουλεύω, από το σχολείο ακόμα. Αργότερα, όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, συνέχισα να εργάζομαι και σαν αποφοίτησα, δεν άργησα να βρω δουλειά στο αντικείμενό μου. Παρόλο που ήταν ένας χώρος που οι περισσότεροι εκμεταλλεύονται την ανάγκη του άλλου, ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι τέτοιο. Αντίθετα, έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να βοηθηθεί εκείνος που είχε την ανάγκη. Μου φαινόταν αδιανόητο να προσπαθήσω να κερδίσω κάτι προσωπικό, παρόλο που συνάδελφοι με παρότρυναν και άλλοι δεν πίστευαν πως δεν έβαζα χέρι στο μέλι, όπως λένε.
Γνώρισα έναν άνθρωπο, τον οποίο ερωτεύτηκα και αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τα πρώτα χρόνια κύλησαν όμορφα, αποκτήσαμε κι ένα παιδάκι, αλλά σιγά-σιγά η συμπεριφορά του άρχισε ν’ αλλάζει. Άρχισα να μαθαίνω και να ζω καταστάσεις που μου ήταν παντελώς άγνωστες. Παρ’ όλα αυτά, για μένα ήταν ΕΚΕΙΝΟΣ.
Στην αρχή, για ασήμαντη αφορμή, με έβρισε χυδαία. Το παράβλεψα, το παράκουσα. Λες από κει να ξεκινάει το λάθος μου; Μετά ήρθε το πρώτο χαστούκι, αλλά τον δικαιολόγησα πως ήταν από το πρόβλημα υγείας που του παρουσιάστηκε. Μέχρι που ζήτησα από τον γιατρό που τον παρακολουθούσε, να γίνω δότης, εφόσον υπήρχε συμβατότητα.
Δεν άργησε να συνταξιοδοτηθεί κι έτσι εκείνος έμενε στο σπίτι να φροντίζει το παιδί κι εγώ έφευγα αχάραγα σχεδόν για τη δουλειά μου και γύριζα απόγευμα.
Κάπου εκεί, θαρρώ, άρχισαν και τα πιο σοβαρά προβλήματα, που αρνιόμουν επίμονα να δω. Η συμπεριφορά του έγινε πιο βίαια από ποτέ. Μου μιλούσε, ακόμα και μπροστά στο παιδί, απαξιωτικά. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η καλοπέρασή του σε όλους τους τομείς…
Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο εγώ έπεφτα σ’ αυτή τη μαύρη δίνη. Κλείστηκα στον εαυτό μου και είχα καταντήσει ένα ρομπότ. Πάντοτε, όμως, εκεί, στην άκρη του μυαλού και της ψυχής μου, υπήρχε τόσο το παιδί κι εκείνος, αλλά και όποιος μπορούσε να έχει την όποια ανάγκη. Προσπαθούσα να είμαι παρούσα για όλους και όχι για μένα.
Φίλες πολλές, αλλά, από όσο αποδείχτηκαν με τον καιρό, δεν είχαν ιδέα για την έννοια της λέξης αυτής, που για μένα είναι τόσο ιερή. Ακόμα και η παιδική μου φίλη αποδείχτηκε τόσο λίγη και τόσο ανάξια να φέρνει αυτόν τον τίτλο.
Και μια μέρα “έδωσα τα παπούτσια στο χέρι”, όπως λένε, στον άνθρωπο που λάτρεψα. Ήμουν τόσο αποφασισμένη. Δεν μπορούσα να συνεχίσω να ζω κακοποιημένη, όχι μονάχα σωματικά, μα περισσότερο ψυχικά. Και για μένα, για να είμαστε και ειλικρινείς, δεν με πολυένοιαζε, όσο που όλης αυτής της άσχημης συμπεριφοράς, είχε αρχίσει να γίνεται δέκτης και το παιδί. Αυτό με τρέλαινε.
Από δω και πέρα αρχίζουν τα απίστευτα προβλήματα. Απειλές, λόγια που πλήγωναν και πληγώνουν, συμπεριφορά τόσης απαξίωσης… Και όχι μονάχα από τον ίδιο. Μπήκαν στο χορό και οι “φίλες”.
Προδοσίες, η μία πίσω από την άλλη. Λόγια από παντού, που προσπαθούσαν να με αποτελειώσουν. Άνθρωποι που είχαν ευεργετηθεί από την οικογένειά μου και από μένα προσωπικά, άνοιγαν και ανοίγουν το στόμα τους, εκτοξεύοντας δηλητήριο. Να μην αναφέρω και τον οικονομικό κυκεώνα στον οποίο βρέθηκα και εξαιτίας του. Ήταν, βέβαια, και η γενική οικονομική κατάσταση, αλλά εδώ γινόταν “ο κακός χαμός”…
Προσπάθησα και προσπαθώ ακόμη να μην κρατήσω κακία σε κανέναν. Οι λάσπες που μου πετούν και κατάμουτρα δεν έχουν πάψει. Άνθρωποι που δεν πείραξα, άνθρωποι με τους οποίους είχαμε πιει ένα ποτήρι κρασί, άνθρωποι που μεγαλώσαμε μαζί ή με τα παιδιά τους.
Πού έχω φταίξει, κυρά νεράιδα, μα την αλήθεια; Πότε πείραξα ή εκμεταλλεύτηκα κάποιον; Πότε βρέθηκε ένας άνθρωπος, ακόμα και ο πιο άγνωστος σε μένα, που να είχε την ανάγκη μου και να την αρνήθηκα;
Σίγουρα δεν είμαι αγία. Εκείνο που με έμαθαν τα γονικά μου, είναι να μην γίνω ποτέ αιτία να πικραθεί κάποιος και όπου μπορώ να προσφέρω, και να το κάνω μάλιστα “χωρίς να ξέρει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά”…
Αυτοί είναι οι νόμοι της ζωής μου. Έμαθα να μην κρίνω και κατακρίνω τον συνάνθρωπό μου. Έμαθα να προσφέρω, ακόμα και στερώντας τον εαυτό μου.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Απλά, κουράστηκα. Κουράστηκα να παλεύω με την κακία, την κοροϊδία, την μικρότητα. Θέλω να βγω και να πιάσω έναν-έναν και μία-μία, να τους πω κατάμουτρα και κοιτάζοντάς τους κατάματα, τις δικές τους πομπές και αναλήθειες. Να πάψω να καλημερίζω όλους αυτούς που εύχονται απερίφραστα την τελμάτωσή μου. Κι όμως, δεν το κάνω. Όχι γιατί δεν έχω τη δύναμη, αλλά διότι ξέρω πως μετά εγώ θα πονέσω. Εγώ θα στήσω τον εαυτό μου στον τοίχο και θα του καταμαρτυρώ πως έγινα ίδια με αυτούς που με πίκραναν.
Δεν ζητάω πολλά. Ένα χαμόγελο ζητώ, καλή μου νεράιδα. Ένα αληθινό και ειλικρινές χαμόγελο, που μόνο από το παιδί μου εισπράττω…
Ένα χαμόγελο και για μένα, ρε παιδιά…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Μην ξεχνάτε ότι το σχόλιο σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια