Κώστας Βούλγαρης
Η δικιά μας Ελένη
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Από την εκδοτική Αθηνών κυκλοφόρησε το 2022, το πόνημα του κριτικού λογοτεχνίας και πεζογράφου Κώστα Βούλγαρη, με τίτλο ‘Η δικιά μας Ελένη’. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης.’
Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό-επιστημονικό επίπεδο, θα τονίσουμε πως ο συγγραφέας του δοκιμίου όχι για μία συγκεκριμένη (ας πούμε την Σεφερική ‘Ελένη’), αλλά, για πολλές, πρωτοτυπεί. Και γιατί λέμε κάτι τέτοιο και μάλιστα στην αρχή του κειμένου μας;
Διότι έχει αφενός μεν έχει καταφέρει να εντάξει εντός ενός τόσο διεισδυτικού δοκιμίου πολλές και ‘πυκνές’ αναλύσεις για το έργο διαφόρων ποιητών, παλαιότερων και νεότερων, και, αφετέρου δε, διότι έχει καταφέρει να συγκροτήσει μία γενεαλογία της ελληνικής ή της νεότερης ελληνικής ποίησης, αρχής γενομένης από τον Διονύσιο Σολωμό.
Ως προς αυτό λοιπόν, ο Κώστας Βούλγαρης θεωρεί όλους τους αναφερόμενους ποιητές, ανεξαρτήτως του πόσοι γνωστοί ήσαν και είναι και πόσα ποιητικά έργα έγραψαν, ως σημαντικούς ‘κρίκους’ στην αλυσίδα της νεότερης ελληνικής ποίησης, παραδίδοντας μας ένα έργο που ήδη λειτουργεί ως σημείο-αναφοράς για την μελέτη της ελληνικής ποιητικής παραγωγής στη διαχρονία της.
Όπως τονίσαμε και πιο πάνω, για τον συγγραφέα του δοκιμίου αυτού, ‘εν αρχή ο Σολωμός’. Τόσο σε γλωσσικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ύφους. Ο Κώστας Βούλγαρης θεωρεί πως η νεότερη ελληνική ποίηση αναπτύσσεται πριν από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ενόσω μάλιστα εξελίσσεται η επανάσταση που ξέσπασε στα 1821.
Ή αλλιώς, για να παραπέμψουμε στον καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κώστα Κωστή, η νεότερη ελληνική ποίηση αναπτύσσεται την περίοδο όπου λαμβάνει χώρα ο «ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας».[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο Διονύσιος Σολωμός[2] (με το έργο του), συνέβαλλε καθοριστικά στο να αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (άλλοι θα μπορούσαν να τον αποκαλέσουν ‘Πατριάρχη’) και ταυτότητα η ελληνική ποίηση, όντας παράλληλα ο πρώτος Έλληνας ποιητής το έργο του οποίου, δεδομένης της συγκυρίας εντός της οποίας δραστηριοποιήθηκε και δημιούργησε, προσέλαβε διεθνή απήχηση.
Ο κριτικός λογοτεχνίας της εφημερίδας ‘Η Αυγή,’ θεωρεί την ‘Γυναίκα της Ζάκυθος’ ως το πλέον σημαντικό Σολωμικό ποιητικό έργο, εκτίμηση με την οποία δεν έχουμε λόγο να διαφωνήσουμε, εφόσον έχουμε να κάνουμε με ένα ποιητικό κείμενο υψηλής ποιοτικής στάθμης που συνδυάζει αρμονικά τον υπαινιγμό με την φανέρωση ή την αποκάλυψη, που είναι αισθητικά άρτιο, γλωσσικά ασύμβατο με τους κανόνες και τα δεδομένα της εποχής του (έχουμε απομακρυνθεί από τον δεκαπεντασύλλαβο του ‘Ύμνου εις την Ελευθερίαν’), το οποίο «αντιστέκεται σε επίπεδες αναλύσεις και σε μονόχορδες αναγνώσεις»,[3] όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κώστας Βούλγαρης.
Βέβαια, θα αναμέναμε από έναν συγγραφέα όπως ο Κώστας Βούλγαρης να επιχειρηματολογήσει πάνω στο γιατί δεν θεωρεί για παράδειγμα, ως το μείζον Σολωμικό ποιητικό έργο τους ‘Ελεύθερους Πολιορκημένους’.
Η παράλειψη όμως αυτή επ’ ουδενί δεν μειώνει την αξία και δη την επιστημονική αξία ενός έργου όπως η ‘δικιά μας Ελένη.’ Το οποίο επιτελεί τρεις παράλληλες και πολύ σημαντικές για αναγνώστες και φιλολόγους, λειτουργίες.
Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, ‘φωτίζει’ εκ νέου και διεισδυτικά το έργο ποιητών με το οποίο αρκετοί κριτικοί ποίησης έχουν χρόνια να καταπιαστούν, στο εγκάρσιο σημείο όπου μία τέτοια εξέλιξη δημιουργεί εμπόδια στην προσέγγιση του από το ευρύ κοινό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το έργο του Τάκη Σινόπουλου. Μάλιστα, ο Κώστας Βούλγαρης θεωρεί τον ‘Νεκρόδειπνο’ του ως το «εμβληματικότερο ποίημα του ελληνικού εμφυλίου».[4]
Ορμώμενοι από την ανάλυση του Κώστα Βούλγαρη, θα υπογραμμίσουμε πως ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος δεν προσέλαβε τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), ως κοινωνικό, πολιτικό αλλά και «πολιτισμικό τραύμα»,[5] για να δανεισθούμε την ορολογία του Νίκου Δεμερτζή, όπως συνέβη με άλλους ποιητές.
Γεγονός που του επέτρεψε και να αποφύγει ‘παγίδες’ όπως η εξύμνηση της μίας εκ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών (κυρίως της Αριστερής-Κομμουνιστικής), και να προσεγγίσει το θέμα του με μία βαθιά υπαρξιακή διάσταση, βλέποντας νεκρούς και θύματα εκεί όπου άλλοι έβλεπαν ‘μαχητές’ και ‘πολεμιστές’.
Πιο πάνω παραπέμψαμε στην θεώρηση του καθηγητή Νίκου Δεμερτζή για τον εμφύλιο πόλεμο ως «πολιτισμικό τραύμα».[6]
Δεν θα ήσαν παράλογο να ισχυρισθούμε θεωρητικά πως υπήρξαν ποιητές που λόγω ακριβώς του ό,τι εξέλαβαν τον εμφύλιο ως ‘τραύμα’, δεν μπόρεσαν να γράψουν το οτιδήποτε για αυτόν, ειδικά την περίοδο όπου συντελούνταν, όντας μουδιασμένοι συναισθηματικά, φοβισμένοι και επίσης, τρομαγμένοι. Δεύτερον, φέρνει σε επαφή τους αναγνώστες με το έργο σύγχρονων ποιητών όπως είναι η Ημαθιώτισσα Αρετή Γκανίδου.[7]
Όπως είναι ο εν πολλοίς άγνωστος Τεό Σαλαπασίδης,[8] τον οποίο συστήνει στους αναγνώστες, επιλέγοντας, αντί συνολικής παρουσίασης του έργου του (εξάλλου, δεν είναι αυτή η πρόθεση του), να παρουσιάσει κάποια χαρακτηριστικά δείγματα γραφής.
Από αυτή την άποψη δεν πρωτοτυπεί απλά, όσο πρωτοπορεί, μη διστάζοντας να αφιερώσει χρόνο και ερευνητικό κόπο, αναζητώντας τις πολλές και μικρές ‘Ελένες’ που υπάρχουν εντός της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής παραγωγής.
Τρίτον, αποφεύγει τον σχολιασμό και την πολιτική κριτική η οποία βέβαια δεν εκλείπει εντελώς από το έργο του, επιλέγοντας να δώσει τα ‘πρωτεία’ στον ποιητικό σχολιασμό. Στην νύξη ή αλλιώς, στον υπαινιγμό. Κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε είναι οι ακόλουθες.
Ο Κώστας Βούλγαρης επενδύει στον δοκιμιακό λόγο έναντι της απλής εκλαΐκευσης, εκτιμώντας εκ των προτέρων πως το θέμα το οποίο πραγματεύεται είναι πολύ ‘σημαντικό’ και επιτάσσει χρήση του δοκιμιακού λόγου που καθίσταται ο πλέον κατάλληλος για την ανάλυση και ερμηνεία ενός ποιητικού κειμένου.
Άλλωστε, θεωρούμε πως ο Κώστας Βούλγαρης δεν είναι ένας απλός αρθρογράφος που εργάζεται στην Αριστερή εφημερίδα ‘Η Αυγή,’ αλλά ένας δοκιμιογράφος που μπορεί και προσαρμόζεται μέσα στα στενά πλαίσια μίας εφημερίδας. Στην ίδια κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε και τον συγγραφέα Μιχάλη Μοδινό, ο οποίος γράφει βιβλιοκριτικές στο ένθετο ‘Βιβλιοδρόμιο’ της εφημερίδας ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο’.
Τα κείμενα του αποτελούν μικρά δοκίμια και εμπεριέχουν εντός τους και την κριτική του παρουσιαζόμενου έργου (συνήθως κάποιο λογοτεχνικό έργο), και την παράθεση σημαντικών βιογραφικών πληροφοριών για τον συγγραφέα.
Και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο δοκιμιογράφων είναι ακριβώς αυτή: Ενώ ο Κώστας Βούλγαρης καταπιάνεται και με τον ποιητικό λόγο, ο Μιχάλης Μοδινός[9] εστιάζει αποκλειστικά στην παρουσίαση λογοτεχνικών έργων, επιλογή που απορρέει και από την ιδιότητα του συγγραφέα ή του λογοτέχνη που φέρει.
Παράλληλα, ο Κώστας Βούλγαρης δεν διαχωρίζει μεταξύ ανδρών ποιητών και γυναικών ποιητριών, επενδύοντας και σε μία σχετικά ‘ελεύθερη’ μεταπήδηση από εποχή σε εποχή. Όμως, σε αυτό το σημείο οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Και αυτό διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η μελέτη του καθίσταται ως επί το πλείστον χρονολογική,[10] πράγμα που σημαίνει πως εντάσσει τους ποιητές και το έργο τους εντός μίας συγκεκριμένης εποχής. Στοιχείο ευδιάκριτο στην προσεκτική χρήση του όρου ‘γενιά.’ Η δε δομή του έργου είναι τέτοια, που θα επέτρεπε την ενσωμάτωση εντός αυτού, ακόμη και αποσπασμάτων από συνεντεύξεις με διάφορους ποιητές.
Με μία σχετική αμηχανία προσεγγίζει την ποιητική ‘γενιά’ της κρίσης, την οποία δυσκολεύεται να κατατάξει σε ‘ρεύματα’ και ‘σχολές’. Μήπως οι ποιητές που έγραψαν ποίηση την περίοδο της βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης είναι μοντερνιστές; Μήπως είναι υπέρ το δέον λυρικοί; Μήπως είναι ‘μετα-μοντέρνοι’, ένας επινοημένος όρος που στηρίζεται στη χρήση του προθέματος ‘μετά’;
Όσο περισσότερο πλησιάζει προς το τέλος της μελέτης του, τόσο περισσότερο ‘απελευθερωμένος’ εμφανίζεται ο συγγραφέας της, που σπεύδει να απευθυνθεί στους αναγνώστες με τρόπο οικείο και συνάμα λεπτά ειρωνικό: «Αγαπητοί αναγνώστες».[11] Μία τέτοιου τύπου μελέτη, η οποία πρέπει να διαβαστεί προσεκτικά, αναμετράται με ‘στεγανά’ και με παραδεδεγμένες βεβαιότητες (ο Κωστής Παλαμάς, είναι ο ‘σύγχρονος εθνικός ποιητής’),[12] τις οποίες πρώτα ερμηνεύει και δεν αφορίζει εύκολα.
Και ο αναγνώστης, τελειώνοντας την ανάγνωση,[13] θα έχει αντλήσει πολύτιμη νέα γνώση περί του ποια είναι τελικά η σύγχρονη νεο-ελληνική ποίηση. Περί του ποια είναι τα πολλά της πρόσωπα. Ενίοτε ο Βούλγαρης δίνει την εντύπωση πως αναζητεί την ‘Ελένη’ της δικής του γενιάς.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Κωστής, Κώστας., ‘Σκέψεις για τον ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας’, στο: Κωστής, Κώστας., & Κολοβός, Ηλίας., (επιμ.), ‘Κατανοώντας τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας,’ Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2022. Και, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης,’ Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2022. Όσον αφορά την έννοια που χρησιμοποιεί ο ιστορικός Κώστας Κωστής, θα διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Θεωρούμε πως ο εμπνευστής της έκφρασης ‘Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας,’ είναι άμεσα επηρεασμένος από την έκφραση ‘Αμερικανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας’ που ξεκίνησε στα 1775 και διήρκεσε έως το 1783, εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν διστάζει να την παραφράσει όσο χρειάζεται και να την εισαγάγει στην ελληνική βιβλιογραφία περί ‘1821,’ αποφεύγοντας, και πολύ ορθά, τον όρο ‘επανάσταση’ που επιδέχεται όχι μόνο πολλαπλών ερμηνειών, αλλά και πολλαπλών παρερμηνειών. Ο Κώστας Κωστής καθίσταται εκ των πρώτων Ελλήνων ιστορικών που διαχωρίζει με σαφήνεια μεταξύ ‘πολέμου κατά ενός συγκεκριμένου εχθρού’ που δεν ήσαν άλλος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (και των συμμάχων της, όπως οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ), και ‘εσωτερικών πολέμων,’ δηλαδή εμφύλιων πολέμων που ξέσπασαν μεταξύ των επαναστατημένων λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα του πολέμου της ανεξαρτησίας.
[2] Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Κώστας Βούλγαρης, ο «Ύμνος εις της Ελευθερίαν», είναι όντως ένα κείμενο χρηστικό, ‘’στρατευμένο’’ στις τρέχουσες ανάγκες της περιόδου, εκφράζει δε και τις πολιτικές απόψεις του Σολωμού για τα συμβαίνοντα στην Επανάσταση, ιδιαίτερα για όσα έγιναν στην «αθλία Τριπολιτσά». Όμως, εκτιμούμε πως ο Σολωμικός ‘Ύμνος εις την Ελευθερίαν,’ είναι πολλά περισσότερα από ένα απλά «στρατευμένο» στις ανάγκες του πολέμου της ανεξαρτησίας, ποιητικό κείμενο. Πρώτον, ορμώμενοι από την εύστοχη ανάλυση της αναπληρώτριας καθηγήτριας στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Ρεβέκκα Παιδή, θα επισημάνουμε πως ο ‘Ύμνος εις την Ελευθερίαν,’ είναι ένα ποιητικό κείμενο αρκούντως ‘διεθνοποιημένο’. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως ο αναγνώστης θα βρει εντός του τόσο την Σολωμική κριτική στην στάση κάποιων εκ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής (Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία), όσο και τον απόηχο που είχε και στον ίδιο και σε πολλούς αγωνιστές που ‘πήραν τα όπλα’ ο Αμερικανικός ‘Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, με τον οποίο ασχολήθηκαν και οι ‘Iced Earth’ στο τραγούδι ‘Declaration Day.’ Η στροφή «Γκαρδιακά χαροποιήθη και του Βάσιγκτον η γη, και τα σίδερα εθυμήθη που την έδεναν και αυτή», αντανακλά με πολύ μεγάλη σαφήνεια αυτόν τον απόηχο. Που δεν είναι τόσο μακρινός όσο νομίζουν κάποιοι. Τι δεν έπραξε, ποιητικώ τω τρόπω, ο κόντε Διονύσιος Σολωμός; Δεν αναζήτησε το ελληνικό ‘αντίστοιχο’ του Αμερικανού στρατιωτικού και πολιτικού George Washington, που ήσαν ο πρώτος πρόεδρος των νεοσύστατων Ηνωμένων Πολιτειών από το 1789 έως το 1797. Τι αντίθετα πράττει ο Σολωμός ποιητικώ τω τρόπω; Προσδιορίζει ή αλλιώς, εκλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την «γη της ελευθερίας» (ως ‘παράδειγμα που πρέπει να ακολουθήσουμε’) σύμφωνα με την διατύπωση του Δημήτρη Αρβανιτάκη, θυμίζοντας τον Γάλλο στρατηγό Λαφαγιέτ, έναν ακραιφνή υπερασπιστή της Αμερικανικής ανεξαρτησίας και Δημοκρατίας, και επίσης, θιασώτη της κατάλυσης της ‘παλαιάς τάξης πραγμάτων. Κατά τον Δημήτρη Αρβανιτάκη, «το ταξίδι του εξηνταεφτάχρονου Γάλλου στρατηγού στην Αμερική, κυρίως μέσω του αντίκτυπου του στον ευρωπαϊκό τύπο, όχι μόνο «εδραίωσε τον Λαφαγιέτ ως τον ήρωα των δύο κόσμων και την Αμερική ως τη γη της ελευθερίας», αλλά και αναζωογόνησε τις ιδέες του Λαφαγιέτ και συνέβαλε στον αναστοχασμό πάνω στον γαλλικό φιλελευθερισμό». Δεύτερον, ο Σολωμικός ‘Ύμνος εις την Ελευθερίαν,’ προσφέρει στον αναγνώστη, διαχρονικά, την δυνατότητα της απαγγελίας, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, της εύκολης απομνημόνευσης, λόγω της ρυθμικής ομοιοκαταληξίας που δεν διαταράσσεται καθόλου. Ο Διονύσιος Σολωμός προσέδωσε ‘γραμμικότητα’ στην ποιητική του συλλογή, καθότι μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διατυπώσει με ακρίβεια τις ιδέες του. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η μουσικότητα του στίχου, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη μελοποίηση του από τον Νικόλαο Μάντζαρο, ενώ αντίστοιχα η ευκολία στην απομνημόνευση, συνετέλεσε ώστε να επιλεγεί ως ο εθνικός ύμνος του Βασίλειου της Ελλάδος. Όλοι μπορούσαν να τραγουδήσουν τις στροφές του. Τρίτον, αφυπνίζει, συνεγείρει και προσφέρει αισθητική απόλαυση στον αναγνώστη, αποκτώντας μία ευρύτητα και μία διαχρονικότητα που ξεφεύγει κατά πολύ της ‘απλής στράτευσης’ της στις «τρέχουσες ανάγκες της περιόδου», κατά τον Κώστα Βούλγαρη. Όπως η Γαλλική ‘Μασσαλιώτιδα’ (ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας), δεν απευθύνεται μόνο στους Γάλλους αλλά και σε όλους όσοι εξεγείρονται για μία σειρά λόγων, έτσι και ο ‘Ύμνος εις την Ελευθερίαν’ δεν απευθύνεται μόνο στους Έλληνες, αλλά και σε όλους όσοι διεκδικούσαν και διεκδικούν την ελευθερία. Την ελευθερία από κάθε εξωτερική επιβουλή και από κάθε δεσποτισμό. Και αυτό το καθ’ όλα σημαντικό στοιχείο δεν το εντοπίζει ο Κώστας Βούλγαρης. Βλέπε σχετικά, Παιδή, Ρεβέκκα., ‘Τάξη και Δικαιοσύνη στον Αγώνα,’ Ένθετο ‘Νέες Εποχές,’ Εφημερίδα ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ 24/03/2024, σελ. 8. Βλέπε και, Αρβανιτάκης, ‘Γιατί ο Λαφαγιέτ’; Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 178ος, Τεύχος 1869, 2008, σελ. 511.
[3] Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως στο δοκίμιο με τίτλο ‘Η δικιά μας Ελένη’ του Κώστα Βούλγαρη εντοπίζουμε ‘ίχνη’ από παλαιότερα κείμενα του (κειμενικά ‘ίχνη’), γραμμένα για διάφορους ποιητές. Ενδεικτικά, ο συγγραφέας αξιοποιεί το παλαιότερο πόνημα του με τίτλο ‘Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος. Δέκα χρόνια από τον θάνατο του,’ αντλώντας από αυτό αποσπάσματα αφιερωμένα στον Ηλία Λάγιο και στο έργο του, δίχως αυτό να σημαίνει πως απουσιάζουν και νέες αναγνώσεις του έργου του. Ο Κώστας Βούλγαρης έχει διανύσει μία δημιουργική πορεία στο χώρο της κριτικής λογοτεχνίας και ποίησης, έχοντας παραδώσει σημαντικές μελέτες, κάποιες εκ των οποίων είναι αποκλειστικά προσανατολισμένες στη μελέτη των αφηγηματικών ‘εργαλείων’ που χρησιμοποιεί ένας ποιητής και ένας συγγραφέας. Τι διακρίνουμε για παράδειγμα στη μελέτη του που φέρει τον τίτλο ‘Η μεταμυθοπλασία, ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού;’ Έναν εξειδικευμένο φιλόλογο που δεν διστάζει να καταπιαστεί με θέματα δύσκολα, με θέματα τα οποία δεν ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως πολλούς αναγνώστες. Χωρίς να έχει προηγηθεί όλος αυτός ο ‘όγκος δουλειάς,’ θα ήσαν εκ των προτέρων δύσκολο να γραφεί ένα τέτοιο πολυεπίπεδο δοκίμιο περί ελληνικής ποίησης, η οποία δεν έχει πάψει να εξελίσσεται με την πάροδο των ετών, και μάλιστα με ρυθμούς που απαντώνται σε άλλες Δυτικές χώρες. Ή αλλιώς, σε άλλες Δυτικές, φιλελεύθερες Δημοκρατίες. Σήμερα, δεν διαθέτει τα δύο-τρία σημεία αναφοράς που διέθετε την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος), αλλά, αντιθέτως, διαθέτει πολλά σημεία αναφοράς. Παράλληλα, έχει επιτύχει σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό μία ισόρροπη γεωγραφική κατανομή, ξεφεύγοντας από την ‘σκιά’ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ως προς αυτό, διαθέτουμε αξιόλογες ποιητικές ‘φωνές’ που δημιουργούν ή που γράφουν ποίηση ζώντας στην περιφέρεια, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί μικροί εκδοτικοί οίκοι που δεν είναι εύκολο να ανταγωνιστούν τους μεγάλους και γνωστούς, να παραμένουν ‘ζωντανοί’, ικανοποιώντας την ‘ανάγκη’ ή την ‘δίψα’ των ποιητών της περιφέρειας για έκδοση. Για ορατότητα. Βλέπε σχετικά, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος. Δέκα χρόνια από τον θάνατο του,’ Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα, 2015. Επίσης, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Η μεταμυθοπλασία, ως αφηγηματικός τρόπος και κριτική του μεταμοντερνισμού,’ Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2018.
[4] Βλέπε σχετικά, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης…ό.π. Δεν θα διστάσουμε να προτείνουμε στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη να μελετήσει προσεκτικά το κείμενο μίας κριτικού λογοτεχνίας εφάμιλλης αξίας με αυτή του Κώστα Βούλγαρη: Ήτοι, της Τιτίκας Δημητρούλια, η οποία είναι από τις λίγες που έχουν καταπιαστεί με την «κυβερνολογοτεχνία». Βλέπε σχετικά, Δημητρούλια, Τιτίκα., ‘Κυβερνολογοτεχνία: μια πρόκληση του μέλλοντος,’ Περιοδικό ‘Σύγκριση,’ Τόμος 17, 2006, Διαθέσιμο στο: 10218-733-19864-1-10-20160601.pdf Εάν φθάσουμε στο σημείο η τεχνητή νοημοσύνη να γράφει λογοτεχνικά έργα με περίτεχνη δομή, τότε θα μπορούμε να κάνουμε λόγο για ‘ατόφια κυβερνολογοτεχνία’.
[5] Βλέπε σχετικά, Δεμερτζής, Νίκος., ‘Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα,’ Επιστήμη και Κοινωνία. Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, Τεύχος 28, 2015, Διαθέσιμο στο: (PDF) Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα (researchgate.net) Για μία συστηματική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνεται το ‘τραύμα’ στην μεταπολεμική λογοτεχνία, βλέπε και, Καββαδία, Ειρήνη., ‘Λογοτεχνία του εγκλεισμού: η περίπτωση της Μακρονήσου στη μεταπολεμική λογοτεχνία,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2019, Διαθέσιμη στο: Λογοτεχνία του εγκλεισμού: η περίπτωση της Μακρονήσου στη μεταπολεμική λογοτεχνία (didaktorika.gr)
[6] Βλέπε σχετικά, Δεμερτζής, Νίκος., ‘Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα…ό.π. Το ‘τραύμα’, ειδικά εάν φέρει ισχυρό αντίκτυπο, δεν βρίσκει αυτομάτως (τι θα μας έλεγε ο Ντερριντά επ’ αυτού; ), την θέση του εντός ποίησης και λογοτεχνίας. Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο όπου η ίδια η διαδικασία της γραφής καθίσταται εν τοις πράγμασι ένα ‘αίνιγμα’: Πως να ξεκινήσει κάποιος και κυρίως, τι να πει; Οπότε, ουκ ολίγοι επιλέγουν ή αλλιώς, επενδύουν πόρους στη στρατηγική της ‘σιωπή,’ αναμένοντας να τελειώσει η δύσκολη κατάσταση ώστε να ξεκινήσουν να αφηγούνται.
[7] Λαμβάνοντας υπόψιν τον διαχωρισμό στον οποίο προβαίνει ο Jean Clement μεταξύ διαφόρων ειδών ‘κυβερνολογοτεχνίας’ (άρα ο διαχωρισμός είναι τυπολογικός), θα πούμε πως η ποίηση της Αρετής Γκανίδου με την οποία καταπιάνεται και ο Κώστας Βούλγαρης, εμπίπτει στην κατηγορία της «κινούμενης ποίησης». Κατά τον Clement, «η κινούμενη ποίηση ευνοεί την οπτική (και /ή την ηχητική) διάσταση των γλωσσικών σημείων, ασχολείται περισσότερο με το σημαίνον, τη μορφή. Σε σχέση με την αναγνωσιμότητα (lisibilite) των κειμένων προτιμά την ορατότητα (visibilite)∙ παλιά παράδοση που συναιρεί το κείμενο με την εικόνα, από τα carmina figurata της καρολίγγειας περιόδου ως τα Calligrammes του Apollinaire». Η Αρετή Γκανίδου, «ευνοεί την οπτική διάσταση των γλωσσικών σημείων», προσεγγίζοντας και συνομιλώντας με γυναίκες (δεν θα λέγαμε πως ‘πειραματίζεται’ πολύ με την γλώσσα), από το Μεξικό που έχουν υποστεί σωματική κακοποίηση και έχουν βιαστεί. Θέτοντας στο επίκεντρο το «σημαίνον», την γυναικεία «μορφή», η ποιήτρια πετυχαίνει το στόχο της που δεν είναι άλλος από την μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την ίδια και την ποιότητα της ποιητικής της γραφής προς την κακοποιημένη και βιασμένη γυναίκα (η Αρετή Γκανίδου δεν κάνει χρήση του όρου ‘γυναικοκτονίες’/Την περίοδο όπου κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός’, ο συγκεκριμένος όρος δεν είχε εισαχθεί στη δημόσια σφαίρα όπως συμβαίνει σήμερα), η οποία είναι αυτή που ‘συν-ομιλεί’ με τον αναγνώστη ‘καλώντας’ τον να κοιτάξει κατάματα τις ‘πληγές’ της. Να αντιληφθεί γιατί κάποιες φορές σωπαίνει. Η Αρετή Γκανίδου που τίθεται οριστικά ‘εκτός’ ποιήματος, είναι από τις ποιήτριες που αξιοποιούν με τρόπο δόκιμο και αποτελεσματικά, αστυνομικά ρεπορτάζ και αναφορές, εισαγάγοντας εντός του ποιητικού της λόγου έννοιες όπως η ‘φροντίδα’ και η ‘συμπόνια’: ‘Είμαι εδώ για να φροντίσω τις πληγές σου, δίχως ποτέ να πω ‘σε λυπάμαι’. Διαβάζοντας την συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, μπορούμε να αντιληφθούμε το ό,τι η ποίηση έχει και ‘θεραπευτικές’ διαστάσεις. Βλέπε σχετικά, Clement, Jean., ‘De la litterature informatique,’ Ciren, 2006. Bλέπε και, Γκανίδου, Αρετή., ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός,’ Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2011.
[8] «Την ίδια περίοδο, το ‘’Πατάρι του Λουμίδη’’ θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για ποιητές όπως ο Καρούζος, ο Σαλαπασίδης, ο Κατσαρός, ο Σαχτούρης, ο Γκόρπας, ποιητές με δεδηλωμένη ή υπόρρητη αντίθεση προς την Επιθεώρηση Τέχνης, οι οποίοι αναπνέουν σ’ έναν μεταϋπερρεαλιστικό κλίμα και κάποιοι απ’ αυτούς δοκιμάζουν δρόμους ανάλογους με το αμερικανικό μπιτ. Νοιώθουν αφόρητη την στενωπό που ορίζεται από Ρίτσο και Σεφέρη, προϋποθέτουν τον Καβάφη, θεωρούν δεδομένους τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη». Ορμώμενοι από αυτή την διεισδυτική ανάλυση του συγγραφέα της ‘Ελένης’, μπορούμε με την σειρά μας να αναφέρουμε, εστιάζοντας στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, περίοδος που άλλωστε ενδιαφέρει και τον ίδιο τον συγγραφέα, πως δύο ήσαν οι κύριοι παράγοντες που δυσχέραιναν τις προσπάθειες ‘εισόδου’ της σύγχρονης Αμερικανικής ποίησης στο εγχώριο ποιητικό γίγνεσθαι: Πρώτον, ο εν γένει αντι-Αμερικανισμός που επικράτησε, ειδικά την περίοδο της πρώιμης Μεταπολίτευσης, και δεύτερον, η επικράτηση, χάριν και της επιρροής που ασκούσε ένα ολόκληρο και καθ’ όλα ‘ιδεολογικοποιημένο’ (Αριστερό) κριτικό ‘ρεύμα’, των στατικών, απλοϊκών και προδήλως εσφαλμένων αντιλήψεων τύπου ‘οι Αμερικανοί είναι ρηχοί και μόνο για την κατανάλωση χάμπουργκερ’. ‘Η Αμερικανική κουλτούρα δεν έχει τίποτε σημαντικό να επιδείξει. Για ποιους Αμερικανούς ποιητές να μιλήσουμε’; Ως απόρροια αυτού, οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές δεν έχουν επηρεαστεί ιδιαιτέρως από Αμερικανούς ομοτέχνους τους, κάτι που δεν φαίνεται να αλλάζει η προ ετών βράβευση της σημαντικής Αμερικανίδας ποιήτριας Λουίζ Γκλικ με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ακόμη και το «Αμερικανικό μπιτ» για το οποίο κάνει λόγο ο Κώστας Βούλγαρης, εισήλθε στρεβλά και πάντως όχι ολοκληρωμένα στην εγχώρια ποιητική παραγωγή: Μπορεί να ειπωθεί, θεωρητικά πάντα, πως ο Νίκος Καρούζος επηρεάστηκε από μπιτ Αμερικανούς ποιητές όπως ο Άλεν Γκίνσμπεργκ; Όχι, είναι η απάντηση μας. Όλοι όσοι επιχείρησαν να δοκιμάσουν «δρόμους ανάλογους με το αμερικανικό μπιτ», ήρθαν αντιμέτωποι με μία από τις ‘παιδικές ασθένειες’ ή αλλιώς, με μία από τις παθογένειες της νεο-ελληνικής ποίησης: Δηλαδή, την υπερ-πολιτικοποίηση. Βλέπε σχετικά, Βούλγαρης, Κώστας., ‘‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης…ό.π., σελ. 103. Πάντως, ο Νίκος Καρούζος επ’ ουδενί δεν ένιωσε «αφόρητη την στενωπό που ορίζεται από Ρίτσο και Σεφέρη». Η νεο-ελληνική ποίηση ήσαν και παραμένει κατά βάση Ευρω-κεντρική και δευτερευόντως, Ρωσο-κεντρική. Για μία περισσότερο αναλυτική παρουσίαση του έργου του Τεό Σαλαπασίδη, βλέπε και, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Με τον Τεό Σαλαπασίδη. Μια παρουσίαση,’ Σειρά ‘Εκ Νέου,’ Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1999.
[9] Ένα δείγμα της κριτικής ικανότητας του Μιχάλη Μοδινού εδώ: Μοδινός, Μιχάλης., ‘Μια ελεγεία για το τέλος της Άγριας Δύσης,’ 07/10/2023, Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Τα Νέα,’ Διαθέσιμο στο: Μια ελεγεία για το τέλος της Άγριας Δύσης – ΤΑ ΝΕΑ (tanea.gr)
[10] Ο Κώστας Βούλγαρης που απομνημονεύει με ευκολία ονόματα, επιδιώκει να αναδείξει στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο ένας ποιητής συνομιλεί με την εποχή του και τα διακυβεύματα της, το πως προσεγγίζει σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Πέραν αυτού, ένα ακόμη χαρακτηριστικό του συγγραφικού του στυλ, είναι το ό,τι δεν αυτο-λογοκρίνεται. Και ενδεικτικό παράδειγμα, είναι το κείμενο του για τον κριτικό (ο ίδιος παίρνει ‘πολύ στα σοβαρά’ αυτή την ιδιότητα για να αρχίσει να την ‘απονέμει παντού’), λογοτεχνίας Αλέξη Ζήρα. Στο κείμενο αυτό το οποίο διαβάστηκε μάλιστα ενώπιον του Αλέξη Ζήρα, δεν διστάζει να αναφερθεί στις διαφορές τους, καθώς και στις αντιπαραθέσεις που είχαν. Οι αποκλίνουσες και όχι παράλληλες πορείες Ζήρα και Βούλγαρη, απηχούν και τις διαφορετικές κατευθύνσεις που προσέλαβε η λογοτεχνική και ποιητική κριτική την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Βλέπε σχετικά, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης…ό.π., σελ. 413-420. Από μία τέτοια δημιουργική αντιπαράθεση που τροφοδοτεί με νέες ιδέες τους δύο εμπλεκόμενους σε αυτή, δεν επηρεάστηκε ένας πανεπιστημιακός του επιπέδου του Δημήτρη Τζιόβα, ο οποίος μας εξέλαβε την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη ως μία «πρόκληση στο μοντερνισμό». Γύρω από τον όρο ‘μοντερνισμός’ προέκυψαν αρκετές φιλολογικές αντιπαραθέσεις την Μεταπολιτευτική περίοδο. Βλέπε και, Τζιόβας, Δημήτρης., ‘Από τον λυρισμό στο μοντερνισμό. Πρόσληψη ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση,’ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2005.
[11] Βλέπε σχετικά, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης…ό.π., σελ. 420.
[12] Προκειμένου να μπορέσει κάποιος να αποφανθεί με σιγουριά εάν ένας σημαντικός ποιητής μπορεί να θεωρηθεί ‘εθνικός,’ πρέπει πρώτα να ορίσει με επιστημονική ακρίβεια, το τι σημαίνει ‘εθνικό’.
[13] Το έργο αυτό είναι αποκλειστικά προσανατολισμένο στην ελληνική ποίηση.
0 Σχόλια