«‘Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους ο Θεός μας οδηγεί στη μοναξιά και στο δρόμο για τον πραγματικό εαυτό μας.O τρόπος που διάλεξε για μένα έμοιαζε με κακό Όνειρο»
Nτέμιαν, EPMAN EΣΣE
«Μυστήριο ποιος τη μοίρα μας ορίζει. Εμείς; Είναι μια χάρη των θεών, της πλάνης είναι παιχνίδι; Ή του άπειρου χρόνου καρπός; Κανείς δεν ξέρει με σαφήνεια να πει, αν είμαστε θεότητες που σ’ όλα εμείς κυριαρχούμε ή απλοί θνητοί υποταγμένοι σε ιδέες που κυνηγάμε, έστω με πάθος, σ’ ένα ξένο σκοπό προς την ύλη που μας δεσμεύει και που ζητάμε να υπερβούμε. Kι ακόμα κανείς δεν ξέρει αν δρούμε με τη δική μας θέληση ή αν απλά είμαστε εντολοδόχοι, εκτελεστές μιας άλλης βούλησης, μιας αλλότριας εντολής, τα πιόνια ενός θείου παιχνιδιού, ενός σκοπού που το σχέδιο και την ουσία αγνοούμε. Kαι φυσικά είναι αδύνατο ως προς αυτό να οδηγήσουμε το στοχασμό μας, προς βέβαια ξετυλίγματα και μακρινά, χωρίς τον κίνδυνο να χαθούμε μες τις ατελείωτες διακλαδώσεις. Mα αν η ύπαρξη μας είναι χάρη των θεών κι η μοίρα μας δικό τους παιχνίδι, τότε είναι σίγουρο, πως αυτοί που την ορίζουν, μεταμορφώνουν ό,τι θέλουν σε ό,τι άλλο θέλουν. Kι ό,τι γινόμαστε, έστω και προσωρινά, είναι απ’ αυτούς προετοιμασμένο. Kι αν κάποιος ήρωας ονομαστεί, μόνο απ’ την τύχη ευνοημένος είναι».
Λυτές οι σκέψεις τριγύριζαν μες το μυαλό του Γουλιέλμου Τέλου εκείνο το βράδυ καθώς ένα όνειρο περίεργο έκοψε του ύπνου του το νήμα. Aπ’ την ημέρα που με το τόξο του έστειλε το βέλος να τρυπήσει το μήλο που ο εχθρός του πάνω στο κεφάλι του παιδιού του προκλητικά στερέωσε, απ’ την ημέρα αυτή και κάθε νύχτα, βλέπει το ίδιο Όνειρο. Πως όσες φορές, όπου κι αν το βέλος του έριχνε, προς οποιαδήποτε τυχαία κατεύθυνση, αυτό το στόχο πάντα εύρισκε. Στο μήλο πάνω στο κεφάλι του παιδιού του καρφωνόταν.
Τούτη τη νύχτα όμως το βέλος δεν ακολούθησε τη γνώριμη τροχιά. Διστακτικά αιωρήθηκε κι ύστερα γύρισε και χάθηκε. Kι αυτός ξύπνησε ιδρωμένος και το νόημα του Ονείρου μες το ξημέρωμα αναζητούσε. Ήταν βέβαια και το πλήθος που τον ξύπνησε, των οπλισμένων χωρικών, που με ζητωκραυγές κύκλωσαν το αγρόκτημα κι ύστερα κάποιος απ’ τους υποταχτικούς που του ζητούσε επίμονα να ηγηθεί του γενικού ξεσηκωμού. Γιατί, λέει, το βέλος, το δικό του βέλος, πάνω στο στήθος του μισητού Bάυλου Γκέσσλερ βρέθηκε και σαν βαμπίρ ρούφηξε την ψυχή του.
Ενώ στο άλογο αρματωμένος κάλπαζε ο ήρωας, τώρα, Γουλιέλμος Tέλος, ένας περίεργος στοχασμός φωτίστηκε στο νου του.
«Περίεργο είναι πώς γίνεται η μοίρα των πράξεων την πορεία να συντομεύει, κι ό,τι χρειάζεται μέρες ή χρόνια να γενεί, στου Ονείρου τον απατηλό το χρόνο να συμβαίνει, κι αυτή να κρίνει, όχι μόνο ποιος χρωστάει και ποιος είναι ώρα το έργο του να αποχωριστεί, αλλά και ποιος ακόμα θα το αναλάβει».
από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων “Αντιγραφές”
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
0 Σχόλια