Εκείνη είχε μάθει πια, πως οι άνθρωποι ήταν πουλιά που σαν άνοιγαν τις φτερούγες τους πετώντας ψηλά από τον κόσμο, δεν νοιάζονταν για όσα άφηναν πίσω, παρά μόνο για όσα θα συναντούσαν στον προορισμό τους. Κάθε φορά που σταματούσαν αποκαμωμένα να πιούν λίγο νερό, γνώριζαν νέους ανθρώπους από τους οποίους κάτι έπαιρναν και κάτι άφηναν καθώς έφευγαν. Εκείνη γνώριζε αυτά τα ταξιδιάρικα πουλιά καθώς την επισκέπτονταν συχνά, και μάλιστα στο παρελθόν είχε πιστέψει πως κάποια απ’ αυτά θα έμεναν μαζί της για πάντα. Όσες φορές προσπάθησε να τα κρατήσει μέσα σ’ ένα κλουβί, εκείνα κατάφερναν να δραπετεύσουν. Κι άλλες φορές, δοκίμασε να τσαλακώσει τα φτερά τους, αλλά εκείνα πετούσαν και με τσακισμένα φτερά. Τότε κατάλαβε πως αυτά τα πουλιά ήταν αδάμαστα. Όσο εγωισμό διοχέτευε εκείνη, τόση αδιαφορία εισέπραττε. Κι όση κτητικότητα εξέφραζε, τόση απόρριψη δεχόταν. Τελικά, αποφάσισε να φροντίσει τα δικά της φτερά που είχαν πέσει σε αχρηστία και είχε ξεχάσει ότι υπήρχαν. Ίσως, κατά βάθος ζήλευε εκείνα τα πουλιά που πετούσαν ελεύθερα κερδίζοντας διαρκώς νέες εμπειρίες με την περηφάνια χαραγμένη στα φτερά τους, γιατί νόμιζε πως τα δικά της είναι αδύναμα.
Κάποτε, σαν κάθισε κοντά της ένα γηρασμένο ταξιδιάρικο πουλί, το ρώτησε, από πού πηγάζει η δύναμη του και εκείνο της απάντησε: «Παιδί μου, στα μύχια της καρδιάς σου υπάρχουν κοιτάσματα θάρρους, γενναιότητας και ανεξαρτησίας. Προσπάθησε να τα ανασύρεις στην επιφάνεια για να ενδυναμώσεις τα δικά σου φτερά και σταμάτα να εγκλωβίζεις άλλα πουλιά, γιατί όταν στερείς την ελεύθερη βούληση κάποιου, το μόνο αντίκρισμα που σου αναλογεί είναι ο οίκτος. Θυμήσου πως μόνοι ερχόμαστε στη ζωή και φεύγουμε πιο μόνοι». Και πέταξε μακριά.
_
γράφει η Κατερίνα Μεταξοπούλου
ωραίο το μήνυμα…σημασία έχουν οι δικές μας πτήσεις εξάλλου…
Ακριβώς, κα. Τζουγανάκη. Να έχουμε πίστη στα φτερά μας και όλα τα ταξίδια θα γίνουν δικά μας! Ευχαριστώ για το σχόλιο σας!