Δεν θυμάμαι ποιος είμαι,
ακουμπώντας έτσι στο φτερό,
αφουγκραζόμενος της νύχτας τον γκριζοκίτρινο δρόμο
Δεν βαστάω άλλο ν’ ακούω
τους αρμούς της νύχτας
να τρίζουνε –
κι όμως,
σε μια ξέρα, με τα χέρια σταυρωμένα,
πίνω ασπροκόκκινα δόντια
απ’ το σάπιο μπουκάλι
κι αρρωσταίνει η πλάση γύρω μου
και πάνω μου τα χέρια της απλώνει τα τώρα πια μιασμένα
Βυζαίνεις κι εσύ απ’ τη μεγάλη θηλή της οικουμένης,
μες στα πορτοκαλιά νερά και στα πρωτοτόκια
βουτηγμένη και πνιγμένη,
απ’ ανοιχτά παράθυρα κοιτάζοντας ολοένα,
ψάχνοντας μες στ’ άδεια δωμάτια
τους ήχους
Δεν θα γλιτώσουμε ποτέ από τούτον τον βραχνά –
μόνο σε μια σταγόνα της μνήμης κλεισμένοι μέσα,
θ’ αναζητούμε δρόμους γνωστούς
Μια πνοή μ’ απόμεινε, σ’ αυτά τα χρόνια,
σ’ αυτά τα μέρη,
και στο τσάκισμά της το γοργό,
θα σπάσει της εμορφιάς το πρόσωπο
_
γράφει ο Βασίλης Πανδής
Πολύ όμορφοι οι στίχοι που μοιραστήκατε μαζί μας!!!
Πάρα πολύ όμορφη η ποίησή σας!