-Μαριάννα με λένε.
-Συγνώμη;
-Μαριάννα! Όχι Μαρι -άννα. Ούτε Μαρι -άνθη. Σιγά μη με πεις και Αφροξυλάνθη δηλαδή. Μαριάννα! Με "γου"! Κατάλαβες;
Ορίστε. Το είπα και ησύχασα. Ύστερα έβαλα τη σάκα μου επάνω στο θρανίο. Απλώθηκα φαρδιά πλατιά στην σιδερένια καρέκλα και απόλαυσα το έκπληκτο βλέμμα του μπροστινού μου . Είμαι σίγουρη ότι τον άφησα σύξυλο. Πρώτη μέρα, πρώτη τάξη κι ένα κορίτσι εμπορεύεται τσαμπουκά.
«Κοπελιά». Ας μη με αποκαλούσε έτσι. «Πηγαίνεις πιο πίσω κοπελιά…»
Από μικρή διόρθωνα τους άλλους. Δεν φταίω εγώ. Όλοι επέμεναν να με φωνάζουν όπως εκείνες τις γυναικείες αγγελικές μορφές στις εικόνες του παππού. Εκείνες τις κοπέλες που αγιάσανε κι έγιναν πορτρέτα μυγιάγγιχτα, απρόσιτα και φυλαχτά στο στήθος. Αικατερίνη, Ευλαβία, Ιωάννα της Λοραίνης. Εδώ και να θες ν' αγιάσεις δεν μπορείς. Εδώ είναι Λύκειο. Τυχερός θα είσαι αν επιβιώσεις. Αν δεν σου τη «πέσει» η διπλανή που στριφογυρίζει την κοτσίδα, θα σου τη πέσει το τελευταίο θρανίο. Είτε φταίει η αποτυχημένη βαφή είτε το ζευγάρι γυαλιών μυωπίας, που έπρεπε να το πάρεις μαύρο κι όχι λευκό, για να ταιριάζει καλύτερα με το χρώμα της επιδερμίδας σου. (ευχαριστώ πολύ μαμά…). Όπως και να έχει, κάποιος θα σου βεβηλώσει την ιδανική εικόνα που είχες για τους μεγάλους του λυκείου. Τώρα είσαι «μεγάλη», «με τους μεγάλους», «μεγαλώσατε».
Ανοησίες. Αλλά εάν θυμηθώ και την αγαπημένη μου ποιήτρια Κική Δημουλά, «Κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια». Κι εγώ περατώνοντας τα γυμνασιακά γυμνάσια έμαθα δύο πράγματα. Πρώτον. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις το όνομά σου. Άλλο Τάκης κι άλλο Κωνσταντίνος. Άλλο Έλενα κι άλλο Νιτσάκι. Επίσης πολύ σημαντικό είναι να γνωρίζεις και τη θέση σου. Γιατί δεύτερη ζωή δεν έχει. Έτσι ισχυρίζεται ο παππούς μου. Μία είναι η διαδρομή, γι’ αυτό επέλεξε αν θα την οδηγήσεις με μοτοσικλέτα ή με λεωφορείο. Με λιμουζίνα ή με αγροτικό και πάει λέγοντας.
Ο παππούς βέβαια κάποτε οδηγούσε νταλίκες. Έβαζε μέσα το φυλαχτό με την εκάστοτε αγία Μαρι-άννα, έβαζε και τη φωτογραφία της γιαγιάς με το σταυρό και το ξεραμένο τριαντάφυλλο και οδηγούσε. Από τότε φαίνεται του έμεινε ο δρόμος με τα «μεταφορικά» του και με τις παρομοιώσεις του.
-Συγνώμη, αυτή η θέση είναι πιασμένη;
Η διπλανή έπαψε να στριφογυρίζει την κοτσίδα της. Κοιτάζω το βουνό με τα βιβλία και το μπλε ρολόι swatch. Στέκεται μπροστά μου μετέωρο αναμένοντας πότε το φανάρι θ' ανάψει πράσινο.
-Όχι, ελεύθερη είναι.
-Πέτρος. Εσύ είσαι η Μαριάννα, έτσι; Με «γου», όπως άκουσα να λες.
Ναι ξέρω τι θα πεις. Άλλο ελεύθερη, άλλο «δεν ξέρω». Αλλά τι να πω κι εγώ σ' ένα Πέτρο με γαλάζια μάτια που αρθρώνει σωστά το όνομά μου... Εξάλλου δεύτερη ζωή δεν έχει . Έτσι λέει κι ο παππούς…
_
γράφει η Ελένη Λύρα
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια