Κάθε φορά που σε κοιτάζω κατάματα, μου θυμίζεις με τα χείλη σφραγισμένα ότι σταυρώνω
τις ευχές σου. Ότι η ανάσταση που προσδοκά η ψυχή μου, είναι επιβάτης που περιμένει στην στάση το τρένο. Τις μικρές “συνήθως” ώρες της νύχτας, όταν μιλάμε μπροστά μας
ο θόρυβος διασχίζει τις σιδερένιες ράγες. Εσύ, ο φίλος, αδελφός και εχθρός μου, ο άλλος
μου “Eαυτός” δείχνει πόσο γρήγορα μέσα στην πάροδο των χρόνων κυλάει η ζωή ενός
ανθρώπου.
Είναι ένα τρένο, που τα βαγόνια του είναι λίγα όσο ακριβώς η πνοή μας που όταν πεθάνουμε σταματάει και γεννάει την ψυχή. Είναι δύσκολο να μετρήσεις, πόσοι
επιβάτες μπαινοβγαίνουν γιατί όλους αυτούς που συναντάς από τότε που γεννιέσαι
είναι αμέτρητοι μέχρι να καταλάβεις ότι οι φίλοι σου είναι μετρημένοι στα δάχτυλα
του ενός χεριού.
Όταν το τρένο κάνει στάση σε έναν σταθμό, γνωρίζεις πολύ καλά ότι δεν είναι τίποτα
άλλο από εκείνες τις λίγες χαρές αλλά πολύ περισσότερες λύπες που βιώνεις σε μία
περίοδο της ζωής σου. Τα σημάδια τους όμως αποτυπώνονται σπανιότερα στο σώμα
σου αλλά συχνότερα στα βάθη του “εγώ σου”, εκεί που συναντάς τον “Εαυτό” σου.
Είναι οι στιγμές εκείνες που χάνεις την γη κάτω απ’ τα πόδια σου, που στέκεις μετέωρος σαν ουράνιο
σώμα στο απέραντο του ουρανού. Φοβάσαι γιατί η ανθρώπινη ασημαντότητα είναι μία μικρή τελεία στην γραμμή της ζωής. Θα ήθελες πολύ να είναι εντελώς αντίθετα τα πράγματα. Τόσο ώστε να χαίρεσαι μόνο και να μην λυπάσαι ποτέ. Η αλήθεια όμως είναι αδυσώπητη.
Προσδοκάς “Εκείνη”, που θα σε αγαπήσει και θα μοιράζεται την θέση του συνεπιβάτη
στο βαγόνι. Σε κάθε στάση κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρο, και πολλές φορές νομίζεις
ότι την αντικρύζεις. Όμως είναι ματαιοδοξία να πιστεύεις, ότι το συναίσθημα έχει μάτια.
Η αγάπη είναι τυφλή, και ούτε τα φώτα του τρένου είναι ικανά να της ανοίξουνε δρόμους.
Ο προορισμός κάθε δευτερόλεπτο, κάθε λεπτό και ώρα είναι πιο κοντά. Όπως σε όλους
τους ανθρώπους υπάρχει η αρχή και το τέλος.
Μα ο οδηγός είναι άτεγκτος και σκληρός, γιατί είναι ο “Χρόνος”. Δεν νιώθει από συναισθήματα όπως εμείς οι άνθρωποι. Γιατί δεν πεθαίνει ποτέ, παρά γεννιέται κάθε στιγμή. Η πνοή του είναι η θύελλα
που κυβερνάει τον κόσμο και η θάλασσα που καθρεφτίζονται οι αδυναμίες μας. Οι αρετές
μας; Είναι βότσαλα στην άμμο, ώστε τα ίχνη μας να τα ακολουθούνε οι επόμενοι. Να γνωρίζουνε πώς και αυτοί θα πράξουνε το ίδιο. Όμως παρά την ανθρώπινη φύση μου, δεν συμβιβάζομαι με την «Πραγματικότητα”. Την θυγατέρα του “Χρόνου” που δεν την ερωτεύεσαι
ποτέ γιατί δεν είναι γυναίκα αλλά αερικό με το οποίο παλεύεις γνωρίζοντας ότι η μάχη είναι άνιση.
Θέλω να ξεσπάσω! Κουράστηκε η θνητή μου φύση. Θέλω να γελάσω και να κλάψω μαζί. Να γίνω η φωτιά σε ένα διονυσιακό μυστήριο και να
κάψω το τρένο. Να φεγγοβολώ περισσότερο απ’ τον κλίβανο που γεμίζει με κάρβουνα
όπως η ελπίδα που φουντώνει σε κάθε δυσκολία της ζωής μας.
Μα είμαι βλάσφημος τελικά! Κανείς δεν είναι πιο δυνατός απ’ τις αδυναμίες του. Κανείς
δεν μπορεί να οδηγήσει το τρένο της ζωής του. Γιατί είναι “Eκείνος” και ο “Χρόνος” που
αιχμαλωτίζουνε ενίοτε την ψυχή σου. Μέχρι τον προορισμό. Μέχρι την λύτρωση της
θνητότητας μας.
_
γράφει ο Νίκος Βαρδάκας
“Να φεγγοβολώ περισσότερο απ’ τον κλίβανο που γεμίζει με κάρβουνα
όπως η ελπίδα που φουντώνει σε κάθε δυσκολία της ζωής μας.”
Ο τρόπος που γράφετε αγγίζει λεπτές ευαίσθητες χορδές μου.
Πανέμορφο κείμενο σε όλα του…
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Μου άρεσε πολύ η σκέψη σας και η γραφή σας.
Αγαπώ τους βλάσφημους δημιουργούς!
Ευχαριστώ για τα καλά σχόλια σου!