Του άρεσε να την χαζεύει, του άρεσε να της μιλά,
Του άρεσαν τα πάντα πάνω της χωρίς υπερβολές.
Έτσι της έλεγε πάντα και εκείνη του γελούσε.
Ήταν χαρούμενη κοντά του και την έκανε να ελπίζει,
Στο αέναο, σε αυτό το κάτι που βρίσκεις μία φορά,
Και κρατάς για πάντα μέσα σου κρυμμένο.
Όμως έπρεπε να ακολουθήσουν δρόμους χωριστούς.
Η καρδιά του προχώρησε και την ξεπέρασε,
Και εκείνη έμεινε να τον κοιτά σε ένα λιμάνι,
Να του χαμογελά όπως την πρώτη μέρα.
Να χαίρεται που έφυγε να κυνηγήσει το όνειρο,
Σε εκείνο το πλοίο που το έσπρωχνε ο άνεμος.
Ήθελε την ευτυχία του πιο πολύ από όλα,
Της άρεσε να τον θυμάται έτσι,
Της άρεσε η τελευταία τους αγκαλιά.
Της άρεσαν τα πάντα πάνω του ακόμα και τώρα.
Ίσως σε μία άλλη ζωή ή εποχή του χρόνου,
Έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται και να ονειρεύεται,
όσο τα πόδια της την τραβούσαν μακριά του.
_
γράφει η Δέσποινα Φαναράκη
Ευχαριστούμε, κυρία Φαναράκη!