‘’Νομίζω πως είμαστε όλοι νησιά,
σε μια κοινή θάλασσα.’’
Anne Morrow Lindbergh
Όταν προσπαθείς να θυμηθείς γεγονότα από το παρελθόν, διαπιστώνεις ότι όλα καλύπτονται από μια πυκνή ομίχλη. Αυτό που βλέπεις είναι μόνο κάποιες αδρές πινελιές. Ο χρόνος, σαν το νερό, εξαφανίζει τις ασήμαντες λεπτομέρειες κι αφήνει πίσω του μόνο όσα γεγονότα είναι πιο ανθεκτικά. Αυτό όσον αφορά προσωπικές σε μας εμπειρίες. Πόσο μάλλον όταν αφορά σε πράγματα που κι εμείς μάθαμε μέσα από διηγήσεις και μισόλογα τρίτων.
Μια τέτοια ιστορία θα σας πω σήμερα για κάποιον που έζησε και πέθανε άγνωστος σε σας αλλά ξεχωριστός για μένα. Γεννήθηκε το 1909 ή το 1910, στην Αντράνοβα της Ευρυτανίας, σε μια τοποθεσία που την έλεγαν Μπαργόρι. Σήμερα το χωριό λέγεται Ασπρόπυργος. Ο Γιάννης ήταν ο πρωτότοκος από τέσσερα αδέλφια και απ’ ότι έλεγε, έφτασε μόνο μέχρι την πρώτη γυμνασίου. Τα χρόνια δύσκολα κι η φτώχια μεγάλη. Πολλοί μετανάστευαν τότε παντού, αλλά κυρίως στην Αμερική. Στα δεκατρία του, έτσι νόμιζε, ο πατέρας του τον έστειλε πακέτο στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει σαν μπακαλόγατος στο κυριλέ μπακάλικο που είχε ένας κοντοχωριανός, συχωρεμένος εδώ και πολλά χρόνια, ο Βαγγέλης. Μπακαλόγατος ήταν το παραπαίδι που δούλευε στο μπακάλικο και κοιμόταν εκεί, στο πατάρι, τις περισσότερες φορές μαζί με άλλα παραπαίδια. Το μπακάλικο που ονομάζονταν «Ευρυτανία» ήταν στην Τσιμισκή, στον εμπορικότερο δρόμο της πόλης. Τσιμισκή, Μητροπόλεως, παλιά παραλία και στα κάθετα στενά, ζούσαν οι πλουσιότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Τότε, αλλά και για πολλά χρονιά αργότερα, μέχρι και το τέλος του ’60, οι μόνοι που επισκέπτονταν το μπακάλη και τον μανάβη ήταν οι υπηρέτριες, αλλά κι αυτές δεν έμπαιναν στον κόπο να παραλάβουν τις παραγγελίες. Την μεταφορά την έκαναν τα μπακαλόπαιδα με ποδήλατα. Οι λογαριασμοί γράφονταν από τον καταστηματάρχη σε ένα μεγάλο τεφτέρι, σε ξεχωριστή σελίδα για κάθε πελάτη, και στο τέλος του μήνα εισέπραττε το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης.
Τα χρόνια εκείνα, στα χωριά, η φτώχεια ήταν τόσο μεγάλη, που τα παιδιά δεν γνώριζαν τι είναι τα εσώρουχα. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βαγγέλης, ήταν να τους αγοράσει εσώρουχα και να τους πιέζει να πλένονται τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.
Ο Γιάννης προσαρμόστηκε γρήγορα. Άρχισε να γαμπρίζει και φρόντιζε πάντα να είναι καθαρός και καλοντυμένος. Εκτός δουλειάς, αν και οι ώρες εργασίας τότε ήταν πολλές, κυκλοφορούσε με κοστούμι, ώστε να δημιουργεί καλή εντύπωση. Το παντελόνι, με καλοσιδερωμένη τσάκιση. Για να το πετύχει αυτό το δίπλωνε και το ‘βαζε κάτω απ’ το στρώμα του κρεβατιού. Το σακάκι, σταυρωτό και με φαρδύ πέτο, σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας της εποχής. Κατά τα άλλα ήταν μάλλον φρόνιμος τύπος, δουλευταράς και οικονόμος, προσόντα που εκτίμησε τ’ αφεντικό του και το’38, όχι μόνο τον έκανε συνεταίρο αλλά του προξένεψε και μια ανιψιά του.
Η Στεφανία ήταν από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, το τρίτο κορίτσι από 4 συνολικά αδέλφια. Τ’ άλλα δυο κορίτσια ήδη παντρεύτηκαν και πήγαν στην Αμερική ενώ το αγόρι σπούδασε αργότερα Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η Στεφανία δεν τελείωσε το δημοτικό. Την σταματήσανε στην πέμπτη. Τότε η παντρειά ήταν σημαντικότερη από τα γράμματα για μια γυναίκα. Το προξενιό έγινε με μια φωτογραφία που έστειλαν απ’ το χωριό. Του γυάλισε του Γιάννη και την ερωτεύτηκε και με τη φωτογραφία αυτή την αναγνώρισε όταν η Στεφανία έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Η Στεφανία έδειχνε ωραία στα νιάτα της, με κείνο το φόρεμα του μεσοπολέμου, κι ας ήταν φτηνό, δώδεκα χρόνια μικρότερη από τον Γιάννη, έτσι νόμιζε, αλλά ένα κεφάλι πιο ψηλή και μάλιστα χωρίς τακούνια. Ίσα που πρόλαβαν να παντρευτούν όταν τον επιστρατεύσαν το ’39.
Ο Γιάννης πολέμησε ηρωικά τους Ιταλούς, με το βαθμό του λοχία, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι Έλληνες στρατιώτες, κι όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία, παρέδωσε το όπλο του, υπακούοντας στις επίσημες διαταγές του Ελληνικού Αρχηγείου Στρατού, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι Έλληνες στρατιώτες, και γύρισε στη Θεσσαλονίκη από την Ήπειρο, με τα πόδια. Τρεις ολόκληρες εβδομάδες ποδαρόδρομο μέσα στον κρύο χειμώνα. Έζησε αρμονικά με τη Στεφανία, σχεδόν σαράντα χρόνια, προφανώς γιατί τότε οι κοινωνικοί ρολόι ήταν πιο σαφείς απ’ ότι σήμερα, κι απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Οι δουλειές στο μαγαζί πήγαιναν καλά και το μπακάλικο εκσυγχρονίστηκε αργότερα σε ντελικατέσεν παντοπωλείο και μετονομάστηκε «Ευρώπη». Πάντα στο κέντρο της πόλης, με τις παραγγελίες να γίνονται πλέον τηλεφωνικά και τα μπακαλόπαιδα να μεταφέρουν με τα ποδήλατα, όπως και πριν, τις παραγγελίες κατ’ οικον.
Σ’ όλη του τη ζωή ο Γιάννης, δεν ήξερε άλλο από δουλειά. Ακόμα και τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, πήγαινε στο μαγαζί για να ταχτοποιήσει, να σημειώσει τις ελλείψεις, να τσεκάρει τις παραγγελίες και να βάλει σε τάξη τους λογαριασμούς. Αν και λιγότερο εκδηλωτικός από τη Στεφανία, υπήρξαν, παρ’ όλες τις αντιξοότητες της ζωής, ακατανόητο για τα δικά μας μάτια, αισιόδοξοι. Αντιμετώπιζαν τη ζωή με μια γενναιοδωρία που σπάνια συναντά κανείς στις μέρες μας, χωρίς μεμψιμοιρία και ανεξάρτητα από την περιορισμένη οικονομική τους κατάσταση. Εγώ και τ’ αδέλφια μου, μεγαλώσαμε σ΄ ένα σπίτι όπου σχεδόν πάντα υπήρχε κάποιος φιλοξενούμενος, συγγενής, συγχωριανός ή ακόμα και κοντοχωριανός. Λες κι ήταν οικογένεια μας όλη η Ευρυτανία. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπορώ έκτοτε να ζήσω σε σπίτι που να μην περισσεύει ένα δωμάτιο για φιλοξενία, κι ας μένει άδειο τον περισσότερο καιρό. Δεν τον θυμάμαι να φοβάται για κάτι, εκτός από τα αεροπορικά ταξίδια. Δεν ταξίδεψε ποτέ μ’ αεροπλάνο. Πέθανε τη δεκαετία του ’80, σε ηλικία 75 χρονών, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε, και το τελευταίο πράγμα που μας είπε πριν πεθάνει, ήταν: «Να προσέχετε τη μητέρα σας».
Εγώ ήμουν το μεγαλύτερο αγόρι, από τρία αδέλφια, με την αδελφή μας μεγαλύτερη. Ομολογώ ότι δεν ήμουν και πολύ φρόνιμος μικρός, αλλά εκείνη την εποχή μας «χειροτονούσαν» ταχτικά και πολλές φορές δι’ ασήμαντο αφορμή. Τις τρώγαμε δηλ. και στο σχολείο και στο σπίτι. Μην φανταστείτε κάτι κακό. Δεν επρόκειτο για κακοποίηση, αλλά για μια παιδαγωγική μέθοδο με ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. Κάτι σαν την εξομολόγηση, μόνο που έφερνε δάκρυα στα μάτια γιατί πονούσε περισσότερο. Κάθε αταξία πληρωνόταν με χαστούκια στα μάγουλα ή με μπάτσες στα οπίσθια, στο σπίτι και με ξυλιές στις παλάμες των χεριών με το χάρακα, στο σχολείο. Ίσχυε ο νόμος του όταν «Σφάλω – Πληρώνω αμέσως», με στόχο να γίνουμε καλοί άνθρωποι, και μετά, όλα γίνονταν πάλι όπως και πριν.
Όταν γράφτηκα στην 1η Γυμνασίου, ο πατέρας μου με πήρε παράμερα και μου έκανε την εξής δήλωση «Από σήμερα δεν θα ξανασηκώσω χέρι επάνω σου, γιατί μεγάλωσες πια. Είσαι δεκατριών χρονών. Να ξέρεις ότι κι εγώ τόσο ήμουν όταν έφυγα από το χωριό για να δουλέψω στη Σαλονίκη. Από δω και πέρα, είσαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά και τις πράξεις σου».
Τήρησε το λόγο του, δεν λεω, έτσι κι αλλιώς ανήκε σε μια γενιά που κρατούσε το λόγο της, κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας, κι εγώ κάθε φορά που έκανα κάτι απρεπές, κι έκανα πολλά μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο, έπρεπε να τα βρω με τη συνείδηση μου και ν’ αντιμετωπίσω ολομόναχος τις ενοχές μου.
Αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα μου, στο τραπέζι που ακολούθησε, με ψάρι πλακί στο φούρνο, κατά το έθιμο, κι άφθονο τσίπουρο και κρασί, όπου όλοι οι συγγενείς και φίλοι διασκεδάζουν διηγούμενοι ιστορίες κι ανέκδοτα από το παρελθόν του νεκρού, έμαθα από μια θεία, ότι ο παππούς μου κλέφτηκε με τη γιαγιά μου, κι οι δυο οικογένειες τους αποκλήρωσαν. Μέχρι να λειάνει ο χρόνος τα πάθη και να ξαναγίνουν αποδεχτοί από τις οικογένειες τους, πριν μεσολαβήσει γάμος, προέκυψε μια εγκυμοσύνη. Για να αποφύγουν την ντροπή, τότε εκτός από φτώχια υπήρχε και προκατάληψη στα χωριά, ο πατέρας μου δηλώθηκε στα ληξιαρχικά αρχεία ότι γεννήθηκε δυο χρόνια αργότερα. Δεν ξέρω αν αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως, έβγαλα δυο συμπεράσματα. Ένα ευχάριστο κι ένα ειρωνικό. Το ειρωνικό είναι ότι ο πατέρας μου έζησε όλη του τη ζωή νομίζοντας ότι είναι δυο χρόνια νεότερος και πέθανε κατά δυο χρόνια αργότερα, απ’ ότι νόμιζε. Το ευχάριστο ήταν ότι σταμάτησε να μου τις βρέχει δυο χρόνια νωρίτερα, γιατί στην πραγματικότητα ο πατέρας μου έφυγε απ’ το χωριό του στα δεκαπέντε του χρόνια κι όχι στα δεκατρία.
Σε μια παλιά μαυρόασπρη φωτογραφία, κιτρινισμένη από τον καιρό, ο πατέρας μου και η μητέρα μου ποζάρουν στην παλιά παραλία. Η μητέρα μου κομψή, ντυμένη με ένα εμπριμέ ελαφρύ φόρεμα, γέρνει με νάζι το κεφάλι της προς την πλευρά του πατέρα μου που κοιτάζει κατευθείαν το φακό του φωτογράφου με ύφος μπλαζέ. Με το αριστερό χέρι κρατάει νωχελικά αγκαζέ τη μητέρα μου και το δεξί το έχει διπλωμένο ν’ ακουμπάει το σταυρωτό σακάκι του κουστουμιού του στο ύψος του στομαχιού. Η σύνθεση θυμίζει Χάμφρει Μπόγκαρντ και Ίγκριντ Μπέργκμαν αλλά με φόντο το Λευκό Πύργο. Πρέπει να ήταν μια Κυριακή πρωί του ’38.
Αυτή είναι η ιστορία σε αδρές γραμμές. Διαφορετικά, για να γραφτεί, μ’ όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες. θα χρειαζόταν εβδομηνταπέντε συν δυο χρόνια κι ένας θεός ξέρει πόσο χαρτί…
_
γράφει o Νίκος Γιαννόπουλος
Ναι το τοπίο της μνήμης θολώνει με τον καιρό και ξεχνάς πολλές λεπτομέρειες. Μα τούτα τα βασικά γεγονότα που το μυαλό κουβαλά,αν δε σαλέψει εντελώς, είναι μια βαθιά γραμμένη στην καρδιά ιστορία.