Απόγευμα και εγώ το τραβάω σα μεσάνυχτα από το λουρί. Τι με νοιάζει εξάλλου ποια ώρα γράφει ο διάολος. Ας γράφει ό,τι μαλακίες θέλει. Εγώ γράφω μόνο τις δικές μου. Όπως τώρα. Κάθομαι με τις ώρες σε ένα παράθυρο. Από εκείνα με τη θέα την αδιέξοδη. Η πινακίδα απέξω έχει σβήσει από τα σπρέι των τραμπούκων των γειτόνων μου που δείχνουν μόνο έτσι τη μαγκιά τους. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση, σε έφερα σε έναν δρόμο που από την αρχή δεν έμαθες πως δεν πάει πουθενά. Είμαι εγώ βλέπεις από πάνω ως κάτω, που δεν πάω πουθενά. Αδιέξοδη από τις λίγες. Απόγευμα λέει. Μα εγώ πιο στεγνή από μέρα δεν ένιωσα ποτέ.
Κάθομαι σα γατί εγκλωβισμένο πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Εδώ στο κέντρο τα σπίτια είναι κάπως έτσι. Σαν το δικό μου. Στενά μπαλκόνια που δε χωράνε ούτε μια καρέκλα. Τι στο διάολο τα έφτιαξαν αν δε μπορείς να βγεις έξω; Μα και κάποια πιο πλατιά, τα πολυτελείας που λέμε με τους φίλους για να αποθεώσουμε τα κόμπλεξ μας, πάλι σφραγισμένα είναι. Κλέφτες, βιαστές και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Κάπως έτσι κι εγώ ανακατεύτηκα με τη βία της πόλης. Δεν ξέρω αν εγκλημάτησα περισσότερο από όσο εγκληματούν οι υπόλοιποι πάνω μου. Σαν περνά ο καιρός ρουφάω από το μεδούλι του θύματος και χορταίνω. Σα λυσσασμένο ζώο τρώω ό,τι μου πετάξεις κι ύστερα σου δαγκώνω το χέρι.
Καμιά φορά, αρπάζω τα πόδια μου και τα κουνάω. Πάμε μέσα στο πλήθος σα να χωράμε. Σε συναντώ τυχαία σε περαστικούς. Σε παγκάκια άδεια. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να σε γνωρίζω κάθε φορά με μια ταλαιπώρια. Πότε σε βλέπω κλαμένο. Πότε άρρωστο. Πότε μπατίρη και άστεγο. Κι εγώ σου απλώνω το χέρι. Σε ερωτεύομαι απελπισμένο. Σε ποθώ σακαταμένο. Τι σκατά μου διδάξαν δεν ξέρω. Η ανθρωπιά μου γεννιέται από τη δυστυχία τη δική σου. Ο έρωτάς μου ξυπνά από μία καταστροφή, τη δική σου. Η φαντασίωσή μου μας θέλει διαλυμένους σε ένα κρεβάτι. Να ουρλιάζουμε από απελπισία και ανάγκη. Να ξεδιψάμε από τους δικούς μας χυμούς σε μια άνυδρη πόλη.
Απόγευμα και πάλι στη γύρα. Σα ρακοσυλλέκτης, σε ψάχνω μέσα στα σκουπίδια της Ερμού. Ανάμεσα σε κυράδες και πλουσιόπαιδα που τριγυρνάνε με τα λεφτά να τους ανοίγουν τους δρόμους. Περιμένω τη στιγμή που θα εμφανιστείς ιδρωμένος μέσα στο καφέ σου παλτό. Να γράφεις μεσάνυχτα στην καρδιά μου κι εγώ να σε αγαπάω. Να σε θέλω στο διακόπτη του γαμημένου χρόνου που μας προσπερνά και μας φθείρει. Στην παύση αυτής της παράνοιας. Να πέσω με τα πόδια μου κάτω σαν ικέτης της δικής σου φιλανθρωπίας. Να γονατίσω. Να ανταλλάξουμε ρόλους. Να ζητιανέψω τη δική σου στεναχώρια. Να την πω φιλευσπλαχνία και να τη φορέσω σαν το παλτό που φοράς.
Απόγευμα και το τσιγάρο με πνίγει. Όλο λέω να το κόψω κι όλο στα δάχτυλα κρεμιέται. Ο καπνός που εισπνέω αλλάζει την πικρή μου γεύση. Ο καπνός που εκπνέω θολώνει τη μαυρίλα τούτης της πόλης της νεκρής. Κρύβει τη σαπίλα της. Μια τζούρα και κοροϊδεύω τον εαυτό μου ότι ζει μαζί σου σε μια πόλη που μας θέλει δυστυχισμένα ευτυχισμένους.
_
γράφει η Alma Libre
Φέρουν το στίγμα σου όλα όσα γράφεις Alma. Και το αποτέλεσμα των λέξεων σου είναι συγκλονιστικό!!!