H σκέψη και μόνο της επιστροφής με αποδιοργάνωσε. Από τη μια ήθελα να αποφύγω το ταξίδι και το ανακάτεμα των αναμνήσεων, από την άλλη, η ανάγκη για την υπογραφή όλων αυτών των χαρτιών έκανε υποχρεωτική την παρουσία μου. Μέχρι τώρα πίστευα ότι είχα ξεμπλέξει οριστικά από το παρελθόν μου. Το γεγονός ότι είχα είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια να πατήσω το πόδι μου στο νησί, μαρτυρούσε το οριστικό και αμετάκλητο κλείσιμο εκείνου του κεφαλαίου της ζωής μου. Σίγουρα μου πήρε καιρό για να το καταφέρω, αλλά είχα ξεμπερδέψει με αυτή την ιστορία. Τότε προς τι το κλάμα κι ο οδυρμός; Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζει ένα τέτοιο ταξίδι τουλάχιστον με νοσταλγία; Εντάξει δεν είμαι κι ο πιο νορμάλ, τι να λέμε τώρα.
Πάνε δυο χρόνια από τότε που μας άφησε η μάνα μου. Έφυγε με το μαράζι της επιστροφής στα πάτρια εδάφη.
- Δεν θέλω τίποτα άλλο στο κόσμο, μόνο να με θάψεις στο χωριό.
- Ότι πεις μάνα, της υποσχέθηκα.
Η υπόσχεσή μου είχε την τύχη της άλλης, της πιο σοβαρής, που της έδωσα στο κρεβάτι του πόνου.
- Ευχή και κατάρα σου αφήνω, να κρατήσεις το σπίτι στο χωριό και να μην το πουλήσεις.
- Μείνε ήσυχη μάνα.
Λες και δεν με ξέρεις. Η αλήθεια είναι ότι το πάλεψα, αλλά η πραγματική αλήθεια είναι ότι ο αγώνας ήταν σικέ. Από πριν γνώριζα το αποτέλεσμα. Και μεταξύ μας, δεν χρειάστηκε και πολύ για να με πείσω. Άσε που όπως μου είπε ο ξάδερφος, η ευκαιρία ήταν μεγάλη. Οι Γερμανοί πληρώνουν αδρά και κυρίως μετρητά. Έλα όμως που είναι και επίμονοι. Σπίτι θέλουν, τώρα το θέλουν. Και πως ταξιδεύουν τώρα με το πλοίο; Με αεροπλάνο; Καλά δεν το συζητώ, κομμένο δια παντός. Εξυπηρετικό, δεν λέω, αλλά κρύο αδερφέ μου. Τι κρύο, παγόβουνο! Ξόδεψα δυο τρεις μέρες να ψάχνω τον καιρό στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ. Επιμονή όμως οι βοριάδες, σαν τους Γερμανούς. Με τα πολλά αποφάσισα να ταξιδέψω με εξαράκι, που το βράδυ έγινε εφταράκι, με την κρυφή κι ανομολόγητη υποψία ότι ήταν οχταράκι, αλλά μας το έκρυβαν κι έτσι την πλύση στομάχου δεν την απέφυγα τελικά.
Είχε πια ξημερώσει. Το πλοίο έστριψε για τελευταία φορά και στο βάθος του ορίζοντα ξεχώρισε ο καπνός από τις καμινάδες της ΔΕΗ. Κάτι απροσδιόριστο πετάρισε στην καρδιά μου, υπενθυμίζοντάς μου με τον πιο οδυνηρό τρόπο, πως καλά έκανα κι ανησυχούσα με τούτη την επιστροφή. Εγώ ο αφελής πίστευα πως είχα κλείσει το βιβλίο των παιδικών μου χρόνων και το είχα πετάξει στο σεντούκι της λήθης. Χρειάστηκε ένα βλέμμα για να ανοίξει το σεντούκι, το φύσημα του αγέρα και η μυρωδιά της αλμύρας να το βγάλει έξω και το πέταγμα των γλάρων να το κάνει φύλλο και φτερό.
Η πόλη μεγάλωσε και κακογέρασε. Πάσχιζε να μοιάσει στην Αθήνα, αντιγράφοντας όλα τα στραβά της. Κίνηση, φασαρία, εκνευρισμός. Μέχρι και φανάρια στολίστηκε πιστεύοντας ότι εκσυγχρονίζεται. Το μόνο που κατάφερνε τελικά ήταν να πασπαλίζεται με μια φτηνή πούδρα που αδυνατούσε να κρύψει οτιδήποτε. Ευτυχώς, το χωριό αντιστεκόταν στις προκλήσεις. Για πόσο ακόμα; Τα στενά σοκάκια και τα πλακόστρωτα καλντερίμια μοσχοβολούσαν από τα λουλούδια που στόλιζαν τις αυλές και τους τοίχους των σπιτιών. Οι θύμισες με πλημμυρίζουν και με κόπο καταφέρνω να κρύψω τη συγκίνησή μου. Το μπακάλικο του κυρ Κώστα κλειστό κι ερειπωμένο. Μια παλιά διαφημιστική αφίσα της ΙΟΝ από σκληρό χαρτόνι στη θέση του σπασμένου τζαμιού. «Αναμφιβόλως θρεπτικώτατο! ... αλλά και με ωραίο άρωμα! Είναι κακάο ΙΟΝ τύπου Ολλανδίας. Αυτή είναι και η διαφορά του»
Αναμφιβόλως. Αυτό που με ξετρέλαινε στο μπακάλικο ήταν η μυρωδιά από τα χύμα μπισκότα στα μεγάλα τετράγωνα μεταλλικά κουτιά. Η ευοσμία τους είχε διαποτίσει το χώρο. Παίζαμε κυνηγητό, έτρεχα σαν το ζαρκάδι, αλλά στο μπακάλικο πάντα σταματούσα, μύριζα ρουθουνίζοντας σαν λαγός, έπαιρνα τη δόση μου και συνέχιζα το παιχνίδι. Άραγε να υπάρχουν σήμερα πουθενά αυτά τα κουτιά με τα μπισκότα; Πλησίασα προς τη πόρτα και το άνοιγμα που έχασκε με μια κρυφή ελπίδα. Η μπόχα της εγκατάλειψης μου θύμισε τι σημαίνει χρόνος.
Το σπίτι ήταν σε καλή κατάσταση. Φρόντιζε γι’ αυτό η γυναίκα του ξάδερφου. Μπήκα μέσα με έναν κόμπο στο λαιμό. Άνοιξα τα παράθυρα και έτρεξα προς την πίσω πλευρά που έβλεπε στην αυλή. Τα αγριόχορτα είχαν πνίξει τα λουλούδια κι απολάμβαναν προκλητικά το θρίαμβό τους. Έψαξα για το πουλί. Ένα μαύρο κοτσύφι με κίτρινο ράμφος που ερχόταν κάθε μέρα, έκανε τους γύρους του και περπατούσε καμαρωτό, τινάζοντας προς τα πάνω την ουρά του, την ώρα που τσιμπούσε τα ψίχουλα στο χώμα που είχα αφήσει από το βράδυ. Περίμενε να ανοίξω το παράθυρο. Μόλις το έκανα, με κοιτούσε για μερικά δευτερόλεπτα στα μάτια λες και με ευχαριστούσε. Αμέσως μετά πετούσε, αφήνοντας πίσω του ένα μακρόσυρτο κελάρυσμα. Τώρα το μόνο που πέταξε ήταν ένας κόρακας από τη στέγη του διπλανού σπιτιού. Μα τι περίμενα μετά από τόσα χρόνια;
Κάθισα για λίγο στον παλιό καναπέ που τόσο στωικά υπέμενε όλα μας τα βασανιστήρια. Για πρώτη φορά διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας αγριεμένος. Θες η κούραση, θες το άγχος και η συγκίνηση, βυθίστηκα σταδιακά σε μια κατάσταση αποχαύνωσης και πλήρους αδράνειας. Κοιμήθηκα, ήμουν ξύπνιος; Θα σας γελάσω. Πραγματικότητα και όνειρο, δράσεις και αναμνήσεις, μπερδεύτηκαν όλα μαζί ένα κουβάρι. Μα ποιο είναι τούτο το αγόρι; Κάτι μου θυμίζει το ντύσιμο του. Ένα μακό μπλουζάκι, ένα κοντό παντελόνι και τα πλαστικά σανδάλια. Τα πόδια του γεμάτα από σημάδια πολέμου. Κάτι σ΄ αυτό το πρόσωπο με το πονηρό χαμόγελο με αναστατώνει. Τα μαλλιά του κουρεμένα γουλί, τα μάγουλα κατακόκκινα και τα μάτια του να ψάχνουν και να ερευνούν τα πάντα, χωρίς την πρέπουσα σοβαρότητα. Μόνο με απορία ανακατεμένη με έκπληξη για κάθε τι καινούριο.
Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι το αγαπάω πολύ, θέλω να ο σφίξω στην αγκαλιά μου, να κλάψω πάνω στο ώμο του και να του ζητήσω συγνώμη. Για τα όνειρα που του χάλασα, τις προσδοκίες που μίκρυνα, τις ελπίδες που γκρέμισα. Απλώνω τα χέρια μου.
- Σιγά κύριος! Τι θέλεις;
Επιμένω και κάτι περίεργο συμβαίνει. Το αγόρι μεγαλώνει, εγώ μικραίνω, με απορροφάει, το αφομοιώνω. Και ξαφνικά γινόμαστε ένα.
Μα πόσο μου πάνε τα δεκατρία χρόνια! Και το μακρύ παντελόνι, επιτέλους. Όχι όχι, η χωρίστρα στο πλάι με χαλάει, καλύτερα στη μέση. Πότε αυτό το χνούδι θα γίνει γένι; Λες να είμαι σπανός; Δεν μπορεί. Έχω βγάλει τρίχες στα πόδια στις μασχάλες, εδώ! Κατεβάζω το παντελόνι και καμαρώνω στον καθρέφτη.
- Δεν θα ξεκουμπιστείς επιτέλους;
Η φωνή της μάνας μου ακούγεται αγριεμένη. Εξαφανίζομαι στο λεπτό. Είναι ένα από τα συνηθισμένα απογεύματα στην καρδιά του καλοκαιριού. Βόλτα στην παραλία με τους φίλους. Ένα ατελείωτο πέρα δώθε με τα μάτια μόνιμα καρφωμένα στα κορίτσια που επίσης βολτάρουν. Και τότε τη βλέπω για πρώτη φορά. Ξεχώριζε, είχε άλλον αέρα. Το ντύσιμο, το χτένισμά της, ακόμα και το περπάτημα διαφορετικά είναι.
- Ρε σεις ποια είναι τούτη; Όλα τελευταίος τα μαθαίνω.
- Είναι πρωτευουσιάνα, ξαδέρφη της Μαριώς, ήρθε για διακοπές, Άννα τ’ όνομά της το μικρό.
Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν αυτό πάνω της που με τράβηξε σαν μαγνήτης. Να ήταν το άγνωστο, ο αέρας της πρωτεύουσας, το σνομπ ύφος της, το δέος των φίλων μου, σιγά μη τα φτιάξεις με τέτοια γκόμενα. Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ. Το πρωί από τις εννιά στην πλαζ για μπάνιο. Δεν υπήρχε ψυχή ακόμα, καλύτερα. Καταστρώνω τα σχέδια μου, πως θα την εντυπωσιάσω, τι θα της πω. Στην πρόβα κοκκινίζω, τα χάνω, Άννα σε λένε; Τι μαλακίες λέω, βουτάω στη θάλασσα, το παγωμένο νερό με επαναφέρει. Θα κάνω βουτιά από τον βράχο, θα το χαζέψω το ξιπασμένο. Σκαρφαλώνω πάνω και στέκομαι στην κορυφή του αγέρωχος. Η ματιά μου πλανιέται στον ορίζοντα, μικρός που είναι ο κόσμος, θα τον κατακτήσω!
Η βουτιά που ακολούθησε δυο ώρες αργότερα ήταν αξιοθρήνητη. Έσκασα με την κοιλιά, αλλού χέρια - αλλού πόδια. Πώς βγαίνουν έξω μαλάκα, έτσι που τα κατάφερες; Πονάω ολόκληρος, μαζεύω όλα τα κουράγια μου και βγαίνω αδιάφορος κοιτώντας πέρα στον δρόμο σαν κάτι να ψάχνω. Το κοροϊδευτικό γελάκι της χειρότερο κι από μαχαιριά. Τελικά δεν είναι ξιπασμένη, καλή και καταδεχτική μου συστήνεται και μου ζητάει να καθίσω δίπλα της. Ανατρίχιασα ολόκληρος και σχεδόν άρχισα να τρέμω, δεν είναι τίποτα, κρύο κάνει σήμερα θα μου περάσει. Έχει φέρει μαζί της ένα λεύκωμα, μου ζητάει να γράψω κι εγώ, αλήθεια τι είναι έρως; Γίναμε κολλητοί, όλη την ώρα μαζί, μέρες ατέλειωτες. Μου λέει για τους Deep Purple, της λέω για τη φωλιά του κορυδαλλού, θα πάθεις άμα ακούσεις το made in Japan, δεν θα το πιστέψεις πόσα αυγά έχει μέσα. Τελικά τούτο το απόγευμα θα πάμε πέρα στο βουνό, να της δείξω τη φωλιά. Σταματήσαμε κάτω από το δέντρο, λαχανιασμένοι από το περπάτημα και μούσκεμα στον ιδρώτα. Και τότε συνέβη τελείως φυσικά, ασχεδίαστα, απροετοίμαστα. Το πρόσωπό της πλησίασε το δικό μου, η ανάσα της μύριζε δυόσμο και τα χείλη της ήταν δροσερά, βάλσαμο στη ζέστη. Έκλεισα τα μάτια, απόλυτη ησυχία στην πλάση, ακόμα και τα τζιτζίκια σταμάτησαν, είμαι θεός και δεν το ξέρω. Πρέπει να μάτωσαν τα χείλη μου, ρουφάω το αίμα και το καταπίνω με ηδονή, είναι γλυκό σαν μέλι. Ούτε που θυμάμαι πόση ώρα είμαστε έτσι. Όλα πια γίνονται με αργή κίνηση, απαλά και αέρινα. Το μόνο που θυμάμαι είναι αυτή η καυτή ενέργεια που κυλάει μέσα μου και με κάνει να θέλω να πετάξω. Πετούσα, απλά δεν το είχα καταλάβει ακόμα.
Το κατάλαβα όταν έπεσα και τσακίστηκα. Προς το παρόν ζούσα το όνειρο. Ένα όνειρο που έμελλε να αλλάξει όλη μου ζωή. Δεν ξέρω αν ο άνθρωπος γεννιέται καλός ή γίνεται στην πορεία. Δεν ξέρω πια τι σημαίνει καλός. Έχουν αλλάξει νόημα τόσα και τόσα πράγματα στη ζωή μου. Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι αυτή η σχέση με έκανε καλύτερο. Καλύτερο με τους γονείς μου, η μάνα μου σταυροκοπιόταν, δεν είναι καλά το παιδί μας. Καλύτερο με την παρέα μου, με τη συμπεριφορά μου στον κόσμο γενικότερα. Πέταξα τις σφεντόνες, άρχισαν να μου αρέσουν τα λουλούδια, άκουγα μουσική. Μέχρι και μουστάκι θα ξύριζα, άμα είχα. Στο μόνο που με είχε μπερδέψει, τελείως όμως, ήταν τα βράδια όταν έπεφτα για ύπνο, στην καθιερωμένη ιεροτελεστία της παλμικής απασχόλησης. Από ιεροτελεστία βέβαια είχε καταλήξει σε αγχωμένη μαλακία. Από τη μια οι ενοχές με αυτά που μας έλεγαν στην εκκλησία περί ανηκέστου αμαρτίας, οι προειδοποιήσεις της μάνας μου, θα τυφλωθείς άμα δεν το κόψεις κι όλες οι προφυλάξεις που έπαιρνα για να μη με πάρουν χαμπάρι, πώς έτριζε το παλιοκρεβάτι. Από την άλλη, όλη αυτή η πύρινη λάβα που κατέτρωγε τα σωθικά μου και έπρεπε να βγει για να ηρεμήσω, με είχαν οδηγήσει σε μια άγρια εσωτερική πάλη. Κάθε πρωί την έκοβα και κάθε βράδυ υπερτερούσε η φύση. Μετά τη γνωριμία μου με την Άννα, προστέθηκε ένα ακόμα πρόβλημα. Την ίδια με τίποτα δεν την έφερνα στις φαντασιώσεις μου, αφού την αγαπάω, δεν είναι για παλιοπράματα το κορίτσι, αλλά πάλι όταν ξεσπούσα στη γειτόνισσα με τα μεγάλα βυζιά, δεν την απατούσα; Ο ορισμός του άγχους, παραλίγο να την έκοβα.
Χάθηκε με τον ίδιο τρόπο που ήρθε στη ζωή μου, απρόσμενα. Τη μια στιγμή στεκόταν στο σκαλί και την άλλη είχε χαθεί για πάντα στου κόσμου τη βουή. Είμαι στη παραλία παρέα με ένα μπουκάλι. Παρατηρώ τα κύματα που προσπαθούν να γαντζωθούν στα χαλίκια, μάταια. Υποχωρούν νικημένα και επιχειρούν ξανά, συνέχεια, για πάντα. Δε βαριέσαι, τουλάχιστον εγώ είδα την Άννα κάποτε. Ο σκοπός που ακούγεται από τη θάλασσα γνωστός, αρχίζω να σιγοτραγουδώ:
Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα κανείς / θα πλανηθούμε μοναχοί…
γράφει ο Δημήτρης Γιατρέλλης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια