Κι’ εγίνανε χρυσαφένιοι οι κάμποι καθώς τα στάχυα εψηλώνανε
και επαίρνανε εκείνο το κιτρινωπό, το ωραίο το χρώμα.
Κι’ εμοσχοβόλαγε ο αέρας από τη βρεγμένη γη
που ’ταν στρωμένη μ’ ένα πράσινο χαλί.
Κι’ ανεμίζανε κόκκινες παπαρούνες και μαργαρίτες ολόασπρες.
Χάρμα να ιδείς ολούθε.
Και μάγεμα και πλανεύτρα η φύση. Κι ο νους να ξεγελιέται και να γυρνά ολόγυρα.
Και τις ωραίες εικόνες της φύσης να τις μετουσιώνει σε μια θεϊκή παρουσία ως τα έγκατα,
τα βαθύτατα σημεία του είναι σου.
Κι’ εξύπνησε η ζωή με τις αισθήσεις όλες, ίδιες πλανεύτρες κι’ ωραίες γυναίκες,
Ψυχή και κορμί να σου πάρουν.
Κι’ εφάνηκε ο κόσμος αλλόκοτος ωραίος και ονειρικός.
Κι’ ονειρεύτηκα πως ήμουν σ’ αυτό το ίδιο το μαγεμένο περιβόλι, με κόσμο γύρω μαζεμένο,
με αυλούς και κλαρίνα και μουσικές πολλές
που τον αέρα δονούσαν και λες κι ο ήχος τους έφτανε ως τα πέρατα μακριά
και ξάναφτε λαχτάρες και πόθους και όνειρα τρελά…
Και σ’ αυτό το ίδιο, το ωραίο μέρος χορεύανε όλοι και χτυπάγανε τα χέρια
και με τα πόδια επατούσαν γερά τη βρεγμένη τη γη…
Κι’ οι φωνές τους εταράζαν την πονηρή τη νύχτα
και τα χαχανητά τους ήταν ωραία και γλυκά γιατί ήταν όλα αληθινά.
Κι’ ήτανε από άλλες φυλές διαφορετικές μεταξύ τους.
Κι’ ήτανε όλοι γενναίοι στην ψυχή και στο σώμα.
Μα σπίτι δικό τους δεν είχανε ποτέ κι’ ούτε που το ελογαριάζανε αυτό.
Γης κι’ ουρανός ήταν δικά τους κι’ αυτό τους έφτανε.
Κι’ επαίζανε τα λαούτα κι’ εχτυπάγανε τα ντέφια κι’ εχορεύανε
και πηδάγανε ολόγυρα στην αναμμένη θράκα και κοιτάζανε τ’ αστέρια με έκσταση
κι’ εκαμάρωναν κι’ όλο τραγουδούσαν κι’ όλο εφώναζαν
χτυπώντας τα δουλεμένα σκληρά τους χέρια!
Ελεύθεροι είμαστ’ εμείς και λεύτερα θα ζούμε
κι’ είμαστε γενιά γεννημένη από τη γη δυνατή που ξέρει καρπούς να δίνει
και λεβέντες παιδιά να γεννά.
Κι’ οργίαζε η φύση η πράσινη και η κίτρινη και η μωβ
αγκαλιά με τις κοπελιές τις πλανεύτρες που απ’ άλλη ήτανε φυλή
κι’ ούτε που τους ένοιαζε καθόλου πως στις φλέβες τους αίμα άλλωνε εκυλούσε.
Και να ‘σου τα νταούλια κι’ οι ζουρνάδες το χορό να κυβερνάνε.
Κι’ οι μεγάλες οι κυράδες τα κρασάκι να κερνάνε
κι’ οι καρδιές φλόγες να βγάζουν και οι παρδαλές οι φούστες στον αέρα να πετάνε
κι’ ηδονικά να σειέται το κορμί.
Κι’ όλο πάρε-δώσε κι’ ο χορός καλά εκράτει
και η φλόγα στην καρδιά τους εγινότανε μεγάλη.
Κι’ ώσπου να μπει το φεγγάρι στ’ ουρανού το μεσουράνι όλοι εγίνανε ζευγάρι
κι’ ούτε ο ένας, ούτ’ ο άλλος εξεχώριζε καθόλου.
Κι’ η αγάπη ήταν τόση κι’ αυτοί την είχαν νοιώσει
κι’ ας ήτανε φερμένοι από άλλης γης τα μέρη
ετερόκλητες παρέες που μαζί εγίναν ένα χωρίς εμπόδιο κανένα.
Κι’ η φωτιά να φτάνει πάνω κι’ αυτοί όλο τριγύρα το χορό καλά να σέρνουν
δίχως ρυθμό και τυπικό μα κατά πως εχτύπαγε η καρδιά τους.
Κι’ η φύση πανηγύρι έστηνε τρελό και τα πουλιά σιγολαλούσαν,
το ντέφι συντροφεύοντας κι’ αυτά. Και το κλαρίνο λάλαγε ηδονικά
τόσο που μέσ’ τα σωθικά μου εμπήκε αυτός ο παραδείσιος ήχος
και με εξύπνησε από ύπνο λες βαθύ,
και τότε είδα τους άντρες τους λεβέντες με τα ξυπόλυτα τα πόδια
και το γεροδεμένο το κορμί και τις γυναίκες με τα ξέπλεκα τα κατσαρά τους τα μαλλιά,
ίδιες Γενοβέφες.
Και με τις πλουμιστές, τις νταντελένιες φούστες
που λάγνα εστριφογυρνούσαν καθώς χορεύαν το κορμί.
Και τότε εκατάλαβα το βάθος της ψυχής αυτού του αλλόφερνου κόσμου
που ξέρει λέφτερος να ζει και λέφτερος χορεύοντας να φεύγει,
χωρίς παλάτια κι’ άλλα πλούτη περιττά
και μόνη συντροφιά του να ‘χει την κουρασμένη, μα αλώβητη καρδιά.
Κι’ ήσαν όλοι τους ωραίοι κι’ ούτε που μπόραες να πεις πως αυτός είναι δικός μας
κι’ ο άλλος αλλουνού.
Και κοιτιόντουσαν στα μάτια και καμαρώνανε μαζί τα ωραία τους τα νιάτα
και την άδολη ψυχή κι’ ας ήταν απ’ άλλη γη!
Κι’ η νύχτα προχωρούσε κι’ η φωτιά λαμποκοπούσε κι’ έφεγγε σαν αστραπή
τις ψηλές κορμοστασιές τους την ωραία τους ψυχή.
Κι’ όταν έφεξε η μέρα κι’ ο χορός είχε κοπάσει
ξεσηκώθηκ’ η παρέα με χαρές και πανηγύρια άλλους τόπους για να έβρει
το χορό να συνεχίσει τη χαρά του να ξεχύσει.
Κι’ ελάμπανε τα πρόσωπά τους και τα αυτιά τους τα δονούσαν όλα τα παλιά τραγούδια
κι’ οι χοροί κι’ οι μουσικές. Κι’ ανταμώσαν την καρδιά τους για το νέο πανηγύρι
για τη νύχτα της χαράς δίχως δόλιες ψυχές.
Κι’ έζησε όλη η παρέα ένα χάρμα να το δεις κι’ ένα όνειρο να ζήσεις μες τη δίνη της ζωής.
Κι’ όταν γροίκησα στην υπνοφαντασιά μου αυτό το λόγο επετάχτηκα ορθός μέσ’ στον ύπνο
κι’ ήταν σαν να μην εκοιμήθηκα ποτές.
Τόσο τα λόγια κείνα με εικόνες με είχαν συνεπάρει μα δεν εξύπνησα!
Κι’ είδα πάλι όνειρο μοναδικό κι’ είδα παιδιά, μικρά παιδιά και κείνα να χορεύουν
και να χτυπούν ρυθμικά τα μικρά τους χεράκια
και το κορμί να το βεργολυγίζουν κι’ αυτά με τις παρδαλές τις μακριές τους τις φουστίτσες
και τις κοιλίτσες έξω και να κάνουν κύκλους απ’ τις μανάδες τρόγυρα
και να σηκώνουν με το χτύπο των ποδιών τους κουρνιαχτό
που ν’ ανεβαίνει ως τα μεσούρανα και πέφτοντας ξανά στη γη ένα να γίνεται μαζί της πάλι.
Κι’ είδα παράξενα τριγύρω μου
κι’ η ψυχή μου αναγάλλιασε με την ανεμελιά αυτής της λεβέντικης γενιάς
που ξέρει να μεταμορφώνει σε χρυσά και διαμαντένια
τα κουρέλια τα βρεμένα απ’ τη βροχή τη βραδυνή.
Και φλόγιζε το πάθος και ο πόθος την καρδιά και την ανέβαζε ψηλά
και τραγουδώντας ηδονικά γεμίζαν την ψυχή τους με χαρά.
«Κι’ αϊ μπαλαμό, αϊ μπαλαμό ένα έχω εγώ σκοπό όλο τον κόσμο ν’ αγαπώ,
με το τραγούδι να ξυπνώ το κοιμισμένο τ΄ όνειρο και την ελπίδα να σκορπώ..
Κι αϊ μπαλαμό, αϊ μπαλαμό δούλος δε γίνομαι εγώ!
Γη κι’ ουρανό ξανακοιτώ και το φεγγάρι μάρτυρας για τη ζωή που λαχταρώ.
Κι’ όσα βουνά κι’ αν ανεβώ ψηλότερα έν’ άλλο θα ‘ναι μα εγώ
θα νοιώθω δυνατό αϊ μπαλαμό, αϊ μπαλαμό»
Και σαν εκοπάσανε οι χοροί και τα τραγούδια
και σαν εσταματήσανε να παίζουν τα βιολιά και τα νταούλια
τότε ακούστη στον καθάριο τον αέρα, σαν αχός λυτρωτικός
η αψεγάδιαστη του γύφτου η Ιδέα.
«Αϊ μπαλαμό, αϊ μπαλαμό λέφτερος ξέρω γω να ζω κι’ έχω προστάτη ουρανό
κι’ όπου κι αν πάω και διαβώ πατρίδα βρίσκω για να ζω»
Και τότε αντιλαλήσαν οι κορφές κι’ οι κάμποι,
καθώς ο αχός της αβασάνιστης ιδέας ξαπλωνότανε στον βρεμένο ορίζοντα
κι’ άναβε και θέριευε ψυχές κοιμισμένες ως τότε σε κάτι που δεν είχε σκοπό και πορεία.
Κι’ ο αντίλαλος ακούστη ξανά και ξανά σαν ένας προφητικός λόγος.
«Αϊ μπαλαμό, αϊ μπαλαμό λέφτερος ξέρω γω να ζω λέφτερος ξέρω γω να ζω
δούλος ποτέ δε θα γεννώ!!
Και τότε εκατάλαβα το βάθος της ψυχής αυτού του αλλόφερνου κόσμου
που ξέρει λέφτερος να ζει και λέφτερος χορεύοντας να φεύγει,
χωρίς παλάτια κι’ άλλα πλούτη περιττά……………………
Και τότε θέλησα να σηκωθώ και να χορέψω μαζί με τους λευθερους με τα πόδια μου ξυπόλυτα, την ψυχή μου πεντακάθαρη και αγαλιασμένη…να σπασω τα δεσμά!!!Ευτυχία ευτυχία!!Σας ευχαριστώ Αλίκη!!!