Η ίδια τώρα περπάτα με υπερηφάνεια, με ψηλά το κεφάλι και χαμογελά διασχίζοντας το κόκκινο χαλί. Ο κόσμος είναι όρθιος και την επευφημεί χειροκροτώντας την δυνατά. Δυνατά κτυπάει και η καρδιά της! Νιώθει τα γόνατά της να λυγίζουν! Νομίζει ότι δεν θα καταφέρει να κάνει άλλο ένα βήμα, δεν θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, ότι στο τέλος θα λυγίσει και θα σωριαστεί στο έδαφος. Όπως και τότε, πριν από χρόνια, όπου κυριολεκτικά ήταν σωριασμένη στο έδαφος, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Όπου έμοιαζε με ένα πιόνι, μια μαριονέτα στα πάθη και τις εξαρτήσεις της.
Από το μικρόφωνο ακούγεται το όνομα της. Τα χειροκροτήματα του κόσμου αρχίζουν να γίνονται ασταμάτητα και δυνατότερα. «Τέτοιους ανθρώπους σαν την Ελπίδα είναι που χρειάζεται όσο τίποτα άλλο σήμερα η κοινωνία μας! Ανθρώπους που μας δείχνουν τον δρόμο για αγώνα, που μπορούν μέσα από τις δικές τους δυσκολίες να σταθούν ξανά στα πόδια τους! Είναι αυτούς τους ανθρώπους που καλείται σήμερα να τιμήσει η κοινωνία μας.» Από τα μάτια της κυλάνε δάκρυα χαράς και ευτυχίας για την καταξίωση που απολαμβάνει από την πολιτεία, μια πολιτεία που παρόλο που η ίδια κάποτε της γύρισε την πλάτη μέσα από την ζωή και την δοκιμασία της, η ίδια η πολιτεία όταν της ζήτησε βοήθεια την αγκάλιασε με στοργή και κατανόηση δείχνοντάς της το σωστό δρόμο που έπρεπε να πορευτεί. Δίπλα της σε αυτή τη στιγμή έχει όλους όσους την βοήθησαν και τη στήριξαν σε αυτόν τον αγώνα, την καινούργια της οικογένεια, τους θεραπευτές της, τους συνθεραπευόμενούς της και ολόκληρη την κοινωνία.
Μέσα από όλη αυτή την καταξίωση και αναγνώριση των προσπαθειών της που απολαμβάνει από την πολιτεία, πίσω από λουλούδια, χαμόγελα και δώρα, η ίδια φαινόταν ότι κάτι την απασχολούσε, την προβλημάτιζε…
Η εκδήλωση έχει τελειώσει. Τα χειροκροτήματα έχουν σιγήσει. Τα φώτα στο οίκημα του Αντιναρκωτικού συνδέσμου έχουν σβήσει και ο κόσμος έχει αποχωρήσει. Ωστόσο το τιμώμενο πρόσωπο, η Ελπίδα Αγαπίου, συνεχίζει να είναι σκεπτική και προβληματισμένη. Άλλωστε, από ένα σημείο και μετά αυτές οι εκδηλώσεις την κουράζουν. Εξάλλου και η ίδια ήταν αρκετά κουρασμένη τόσα χρόνια τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Αυτά και άλλα πολλά περνούσαν καθ’ όλη την διαδρομή της επιστροφής νωρίς το βράδυ στο σπίτι της ενώ τα μάτια της ήταν υγρά. Μπαίνοντας στο μικρό αλλά ζεστό της σπίτι, άφησε όλα αυτά που κρατούσε κάπως άτσαλα στο τραπέζι, πέταξε τα κλειδιά όπως κάποτε πετούσε και το ίδιο της το σώμα, κάνοντάς το έρμαιο στις ορέξεις της εξάρτησης της και όχι μόνο, και μετέπειτα κάθισε στην πολυθρόνα και άφησε το μυαλό της να τρέξει, να ταξιδέψει, όχι όμως στο μέλλον. Για να σκεφτεί όλα αυτά που της έλεγαν διάφοροι ειδικοί για την καινούργια ζωή που ζούσε τώρα στο παρελθόν. Ναι στο παρελθόν. Για να θυμηθεί και, γιατί όχι, για να περισώσει ίσως τώρα για πρώτη φόρα τη ζωή της Ελπίδας την οποία είχε ξεχάσει αφήνοντας την κάπου κλειδωμένη εδώ και πολλά χρόνια.
Η Ελπίδα δεν ήταν καθόλου ένα τυχαίος άνθρωπος. Επρόκειτο για ένα άτομο από πλούσια και εύπορη οικογένεια και μάλιστα με αρκετή αναγνωρισιμότητα στην κοινωνία. Άριστη μαθήτρια με διακρίσεις, ξεκίνησε για να ζήσει το όνειρό της πηγαίνοντας για σπουδές στο εξωτερικό. Κάπου εκεί, λίγο μετά την αρχή των σπουδών της, άρχισαν τα πράγματα να παίρνουν την αντίστροφη μέτρηση. Αναστέναξε βαριά. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό να της φράζει την αναπνοή όπως και τότε που κάποια γεγονότα έγιναν η αφορμή για να της φράξουν όλη τη ζωή.
Ήταν πλέον αποφασισμένη! Αυτό το βράδυ θα καθόταν να κάνει επιτέλους την κουβέντα με τον εαυτό της την οποία εσκεμμένα ανέβαλε εδώ και πολλά χρόνια. Το είχε αποφασίσει και αν δεν τελείωνε αυτήν την κουβέντα δεν επρόκειτο να σηκωθεί κανείς από την θέση του. Ήταν μια κουβέντα όπου έπρεπε να ειπωθούν και να λεχθούν πολλά, ενώ βροντοφώναξε «Επιτρέπεται να πέσω! Επιβάλλεται να σηκωθώ» χτυπώντας με δύναμη και αποφασιστικότητα το χέρι της στο τραπέζι. Απόψε, μετά τη βράβευσή της που σήμαινε και την ομαλή επανένταξή της ξανά πίσω στην κοινωνία, όπως την είχαν μάθει να λέει τόσα χρόνια οι εκπαιδευτές της, ένας μεγάλος κύκλος της ζωή της έκλεινε. Η ίδια όμως με το μυαλό της είχε σκοπό να ανοίξει πολλούς άλλους κύκλους της ίδιας της της ζωής.
Πήρε από το τραπέζι την βραδινή φαρμακευτική της αγωγή, σύμμαχο ευχής αλλά και κατάρας συνάμα, και μαζί με ένα ποτήρι νερό τα κατάπιε όπως κάποτε κάποιοι άλλοι την άφησαν να σέρνεται.
Πρώτος σταθμός στο ταξίδι αυτό τα σχολικά της χρόνια. Θυμήθηκε τη Χαρά, την κολλητή της. Αχώριστες! Όπου τις έβρισκες κι όπου τις έχανες μαζί. Μαζί στην τάξη, στο διάλειμμα, στο παιχνίδι, μαζί και το απόγευμα στο διάβασμα, πότε στο σπίτι της μιας και πότε στης άλλης. Έφηβες πλέον, άρχισαν να κάνουν τα δικά τους όνειρα. Έκτος από τα αγόρια που μιλούσαν και χαμογελούσαν για τα καμώματά τους, έκαναν και όνειρα για τις σπουδές τους. Είχαν όνειρα να μάθουν πολλά γράμματα, έτσι ώστε μεγαλώνοντας να μπορούν να βοηθήσουν τον κόσμο. Η Χαρά ήθελε να γίνει ψυχίατρος για να μπορεί να εξερευνά και να γιατρεύει το μυαλό των ανθρώπων. Ενώ η Ελπίδα ήθελε να γίνει παιδίατρος γιατί, όπως η ίδια πάντα έλεγε, αγαπούσε τα παιδιά. Ονειρευόταν τα δικά της παιδιά, τη δική της οικογένεια και έτσι έχτιζε τα όνειρά της γελώντας.
Ώσπου μια μέρα, ένα απόγευμα για την ακρίβεια όπου η Ελπίδα πήγε στο σπίτι της Χαράς για να διαβάσουν όπως πάντα, η Χαρά έλειψε για λίγο από το σπίτι μαζί με την μητέρα της. Τότε ήταν που ο πατριός της βρήκε την ευκαιρία την οποία έψαχνε, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, εδώ και πολύ καιρό και παρασύροντάς την στην αρχή και στην συνέχεια απειλώντας την, κατάφερε να της «λεηλατήσει» πρώτα το ίδιο της το σώμα και στη συνέχεια την ίδια της την ψυχή. Συνέχιζε να την απειλεί για αρκετό καιρό ακόμα πριν μπορέσει να βρει πρώτα την ψυχική και μετά τη σωματική δύναμη για να τον καταγγείλει. Η ίδια είχε γίνει ένα ράκος, ένα κουρέλι. Χάρη στον ιερέα της ενορίας της μπόρεσε να το εκμυστηρευτεί, με αφορμή το ευαγγέλιο της πόρνη γυναίκας που έσωσε ο Χριστός από βέβαιο λιθοβολισμό από το έξαλλο πλήθος των Φαρισαίων για το παράπτωμα της πορνείας με την φράση «ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω». Στη συνέχεια τα πράγματα πήραν το δρόμο που έπρεπε να πάρουν. Έχουν περάσει από τότε αρκετά χρόνια μα για την ίδια είναι σαν να ήταν χθες. Από τότε και μέχρι σήμερα όταν περνά έξω από εκκλησία ανεβαίνει τα σκαλιά της να ανάψει ένα κερί, να φιλήσει την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και να διερωτηθεί μαζί τους αν τελικά το κακό γεννιέται ή φτιάχνεται.
Ένιωθε να της αρέσει αυτή η κουβέντα που τόλμησε τώρα να αρχίσει με τον εαυτό της. Προσπαθούσε να νιώσει ζεστασιά και γαλήνη με την ψυχή της. Αισθανόταν τις σκέψεις της να έχουν μπλεχτεί στο χθες και το σήμερα. Ο αέρας έξω φυσούσε μανιασμένος, όπως μανιασμένη και φουρτουνιασμένη ήταν και η ίδια της η ψυχή. Μόνο στη σκέψη αύτη μελαγχόλησε. Αναστέναξε και ψιθύρισε αυτό που ήταν σίγουρη, αυτό που έμαθε και διδάχτηκε τόσα χρόνια «επιτρέπεται να πέσω, επιβάλλεται να σηκωθώ». Χάρηκε που τόλμησε να αρχίσει αυτό το ταξίδι το οποίο θα έπρεπε να είχε κάνει πιο νωρίς. Ακολούθως, πήρε το ποτήρι με το νερό και ήπιε μια γουλιά «στο τέλος της μέρας δεν είναι ο προορισμός που μετρά αλλά το ταξίδι» ψιθύρισε. Τώρα ήταν η πρώτη φορά που άρχισε να πιστεύει και η ίδια στον άνθρωπο, να πιστεύει στις ικανότητές της και τις δυνάμεις της, στα ψυχικά της αποθέματα. Είχε την αίσθηση ότι κάτι απόψε την βασάνιζε, ότι η νύχτα αύτη κάτι της επιφύλασσε, κάτι της έκρυβε συνωμοτικά και δεν ήθελε να την αφήσει να ησυχάσει και να ηρεμήσει.
Όλες αυτές τις σκέψεις ήρθε να τις διακόψει απότομα ο ήχος της καμπάνας από την διπλανή εκκλησία που χτυπούσε δυνατά και ασταμάτητα. Πάντα στο μυαλό της ο ήχος αυτός ήταν συνδεδεμένος με τα πιο δυσάρεστα γεγονότα της ζωής της. Ήταν συνδεδεμένα με τους γονείς της, τα μόνα άτομα που είχε και της συμπαραστάθηκαν μέχρι τέλους. Την αγκάλιασαν με στοργή, την στήριξαν, όμως και οι ίδιοι στο τέλος δεν άντεξαν, δεν μπόρεσαν να βλέπουν το ίδιο τους το παιδί να υποφέρει, να σβήνει και να λιώνει. Λύγισαν και οι ίδιοι και χαθήκαν. Πρώτα η μητέρα της, μετά από μια άνιση μάχη που έδωσε με τον καρκίνο, και λίγους μήνες αργότερα ο πατέρας της, ακολουθώντας την μητέρα της, που μην μπορώντας να αντέξει την απώλειά της έθεσε από μόνος του τέρμα στην ζωή του με υπερβολική δόση φαρμακευτικής αγωγής. Έτσι, ο ήχος της καμπάνας στα αυτιά της ηχεί πάντα πένθιμα. Αποφασιστικά σηκώθηκε και έκλεισε τη μικρή χαραμάδα του παραθύρου που άφηνε τον ήχο της καμπάνας να διαπερνά το χώρο. Έτσι απλά όπως άφησε πριν από χρόνια τη δική της ζωή να καταστραφεί. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και βροντοφώναξε ξανά αυτό το οποίο προσπαθούσε να κάνει βίωμά της: «επιτρέπεται να πέσω, επιβάλλεται να σηκωθώ.»
Κοίταξε απέναντί της. Είδε τις διάφορες τιμητικές πλακέτες και λουλούδια που μόλις πριν από λίγο είχε παραλάβει και έπειτα κοίταξε στην άκρη του τραπεζιού. Υπήρχε μια φωτογραφία, μια φωτογραφία που απεικόνιζε την ίδια μαζί με άλλα άτομα, ήταν από την αποφοίτηση της από το πανεπιστήμιο. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της. Μέχρι την αποφοίτησή της όλα είχαν βρει την ισορροπία τους, τουλάχιστον έτσι πίστευε. Άρχισε να ονειρεύεται. Ετοιμαζόταν για το μεταπτυχιακό της. Ένιωθε υπέροχα. Είχε βρει τη χαμένη της ταυτότητα και ξανά οι γονείς της καμάρωναν και χαίρονταν. Αλλά όλα μέχρι εκεί, γιατί δυστυχώς άρχισε ο κατήφορος χωρίς σταματημό. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, τόσο ξαφνικά που και η ίδια είχε αιφνιδιαστεί και δεν μπορούσε ούτε να αντισταθεί αλλά ούτε και να αντιδράσει.
Γέμισε το ποτήρι της με νερό και το ήπιε. Το ένιωσε τόσο ζεστό να κύλα μέσα της, σε σημείο που νόμιζε ότι καιγόταν κυριολεκτικά, όπως άλλωστε είχε κάψει την ίδια της τη ζωή στο παρελθών. Ο κατήφορος άρχισε όταν γνώρισε τον Θησέα, ένα νεαρό και εμφανίσιμο συμφοιτητή της με τον οποίο κατάφερε να δημιουργήσει δεσμό. «Πώς έφτασα μέχρι εκεί;» φώναξε. «Γιατί έκανα αυτή την επιλογή που με οδήγησε στον πάτο, που με κάνει μέχρι και τώρα να υποφέρω;» Σηκώθηκε όρθια. «Πρέπει όμως να συνεχίσω να αγωνίζομαι, επιτρέπεται να πέσω, επιβάλλεται να σηκωθώ!» Από τότε γνωρίζει και η ίδια από πρώτο χέρι τι πάει να πει ψυχικός πόνος. Η ίδια πάντα ήθελε να αγωνίζεται μετά από τα δικά της βιώματα που πέρασε στην εφηβεία. Ήθελε να είναι κοντά στον άνθρωπο, να τον στηρίζει, γιατί δεν άντεχε να τον βλέπει να πονάει. Η αίσθηση της βοήθειας, του αλτρουισμού προς τον συνάνθρωπο, η βοήθεια προς τους αδύναμους τόσο σωματικά όσο και ψυχικά ανθρώπους, ίσως γιατί κατά βάθος και η ίδια να πίστευε ότι ο ψυχικός πόνος μπορεί να ήταν πιο κοντά στον δικό της πόνο και βιώματα.
Ναι, τώρα ήξερε και η ίδια από πρώτο χέρι τι πάει να πει ψυχικός πόνος. Έτσι, δεν πρόλαβε να απαντήσει στο ερώτημά της, γιατί η αντανάκλαση πρώτα από τα κόκκινα φώτα στο παράθυρο και αργότερα ο διαπεραστικός ήχος της σειρήνας του ασθενοφόρου ήταν αρκετά για να την ταρακουνήσουν, γιατί πάντα στο μυαλό της ήταν συνδεδεμένα με το μεγαλύτερο πρόβλημα, τη μεγαλύτερη ανοικτή πληγή που είχε και συνεχώς αιμορραγούσε, αλλά που ήταν τελικά και η κινητήρια δύναμη της, ο μοχλός πίεσής της που λειτουργούσε ως κίνητρο για να μπορέσει να αλλάξει τον τρόπο ζωής που έκανε μέχρι τώρα. Ήταν για αυτό τον λόγο που έπρεπε να αγωνιστεί. Ήταν για αυτό τον λόγο που έπρεπε να κρατηθεί καθαρή, ήταν για αυτό τον λόγο που πονούσε και συνεχίζει να πόνα μέχρι και σήμερα. Η απόκτηση του παιδιού της, το οποίο όμως δεν μπόρεσε πότε να χαρεί και να σφίξει στην αγκαλιά της, γιατί μέχρι τότε είχε αγαπήσει κάτι άλλο, είχε αγαπήσει και αφεθεί στις δικές της εξαρτήσεις που την στοίχειωναν μέχρι σήμερα. Πάντα οι ήχοι των ασθενοφόρων ήταν συνδεδεμένοι με τα νοσοκομεία, τα οποία επισκεπτόταν πολλές φόρες, όχι όμως με την έννοια του επισκέπτη αλλά του ασθενή, πότε χτυπημένη και κακοποιημένη από τον σύντροφό της και πότε νικημένη και χαμένη μέσα στις εξαρτήσεις της. Μα το πιο σημαντικό ήταν όταν η ίδια ήταν έτοιμη να φέρει στον κόσμο το ίδιο το σπλάχνο της, το παιδί της, καρπό του συντρόφου της, που μέσα από τις εξαρτήσεις, τις ουσίες και την βία ήταν το επακόλουθο της θυελλώδους σχέση τους. «Τώρα ήρθε η ώρα, τώρα επιτρέπεται να πέσω, ήρθε η ώρα για να σηκωθώ» φώναξε κοιτάζοντας επίμονα τον εαυτό της στο καθρέφτη. Τώρα τελευταία όλο και περισσότερο τον κοίταζε, όλο και περισσότερο πίστευε σε αυτόν, όλο και περισσότερο τον αγαπούσε, ήθελε να τον φροντίζει, να νοιαστεί για αυτόν, να του πει κατάματα ότι πότε δεν είναι αργά, ότι μπορεί να έχει κάνει αρκετά λάθη στη ζωή της, μπορεί και η ίδια να προκάλεσε την τύχη της, αλλά τώρα ναι, τώρα ένιωθε ότι είχε ίσως για πρώτη φόρα το πάνω χέρι σε όλα. Σχεδόν σε όλα, γιατί κάτι της έλειπε κάτι το οποίο δεν την άφηνε να ηρεμήσει, την έκανε να πόνα και να υποφέρει, ήταν το ίδιο της το παιδί…
Άφησε να της ξεφύγει πρώτα ένας βαρύς αναστεναγμός και ένα δάκρυ κύλησε μετέπειτα από τα μάτια της. Θυμήθηκε όλες τις απειλές που δέχθηκε. Όλη την οργή και το μένος που αντιμετώπισε τόσο από τον σύντροφό της όσο και από δικά της άτομα για να μην κρατήσει αυτό το παιδί. Η ίδια όμως, κόντρα σε όλα αυτά, επέλεξε συνειδητά να το κρατήσει.
Ακολούθως ήρθε στο μυαλό της η προειδοποίηση των ειδικών ότι αν συνεχίσει να κάνει χρήση ουσιών, είναι πολύ πιθανό το παιδί να έχει προβλήματα. Έπρεπε τώρα να νικήσει και τη δική της εξάρτηση. Εξάλλου και η ίδια ήξερε από πρώτο χέρι. Επιπρόσθετα γνώριζε ότι θα αντιμετώπιζε και αρκετά οικονομικά προβλήματα. «Είναι βαρύ το τίμημα μα και ο πόνος» εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή στην ομάδα επανένταξης που έκανε στο πρόγραμμα για απεξάρτηση. «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και θα άλλαζα όλη μου την ζωή.»
Αναστέναξε και μελαγχόλησε. «Παιδί μου, σπλάχνο μου, πού να είσαι τώρα και τι να κάνεις;» διερωτήθηκε ενώ τα δάκρυα κυλούσαν από τα υγρά της μάτια. Θυμήθηκε πριν από λίγα χρόνια, όταν και πάλι την πήρε το παράπονο άρχισε να περπάτα άσκοπα χωρίς προορισμό για να μπορέσει να νικήσει τα πάθη και τις αδυναμίες της, για να βρει την ψυχική δύναμη να συνεχίσει, ότι ήταν τότε που ένα αγόρι μικρό του ξέφυγε η μπάλα που έπαιζε και ήρθε κοντά της. Έσκυψε, την πήρε και του την έδωσε. «Είναι εντάξει, θα την πάρω εγώ» της είπε χαμογελώντας. Η ίδια του την έδωσε με ένα γλυκό χαμόγελο. «Έλα μη φοβάσαι, έχω και εγώ ένα μικρό κοριτσάκι». «Αλήθεια, πώς τη λένε; Μπορεί και να την ξέρω, να είμαστε και στην ίδια τάξη». Δάκρυσε, «όχι» του απάντησε με έναν κόμπο να σφίγγει την καρδιά της. «Η κόρη μου λείπει στο εξωτερικό». Το αγόρι την ρώτησε με απορία: «Είναι για διακοπές; Πώς την λένε;» «Αριάδνη» του απάντησε. Τότε ήταν που το αγόρι της είπε ότι σήμερα στο μάθημα της ιστορίας η δασκάλα τους μίλησε για μια άλλη Αριάδνη. Τα μάτια της βούρκωσαν. Μελαγχόλησε και έτρεξε μακριά του για να κρυφτεί. Το αγόρι έμεινε να την κοιτάζει απορημένο και χωρίς να ξέρει πώς να εξηγήσει την συμπεριφορά της.
Ναι, τώρα ήξερε από πρώτο χέρι τι πάει να πει ψυχικός πόνος, γιατί όπως πάντα πίεζε και παραμέριζε τις υπόλοιπες θύμησες και σκέψεις της. Η μια, η κυρίαρχη και ανίκητη στο υποσυνείδητό της η κόρη της, η Αριάδνη της (ποτέ της δεν κατάλαβε πώς της ήρθε και επέλεξε αυτό το όνομα). Άφησε να της φύγει πρώτα ένας βαρύς αναστεναγμός και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Θυμήθηκε το βράδυ που τη γέννησε, μόνη, χωρίς κάποιο δικό της άτομο, τις δυσκολίες και τις επιπλοκές που αντιμετώπισε κυρίως εξαιτίας του εθισμού της. Μετά ήρθε η απόφαση του δικαστηρίου κατόπιν έκθεσης του γραφείου ευημερίας ότι το παιδί δεν μπορεί να το κρατήσει και να το συντηρήσει. Στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε να συντηρήσει τον δικό της εαυτό, πόσο μάλλον και ένα παιδί και η αιτία ξεκάθαρη: η εξάρτησή της. Η ίδια αναστέναξε, ήξερε καλά τι πάει να πει εξάρτηση. Τα παραδείγματα ήδη της ήταν γνωστά και από πρώτο χέρι. Όταν σε ένα επεισόδιο κρίσης και έντονων στερητικών συμπτωμάτων ο έλεγχος ξέφυγε από τα φυσιολογικά επίπεδα, η ίδια άρχισε να πετά αντικείμενα, να βρίζει, να σπάει ότι έβρισκε μπροστά της, να κατηγορεί τα πάντα και τους πάντες, την κοινωνία, το σύστημα για τα προβλήματα που είχε. Μάταια η λειτουργός των κοινωνικών υπηρεσιών προσπάθησε να την συνεφέρει και να την ηρεμήσει. «Σας παρακαλώ, ηρεμήστε, μη συγχύζεστε, δεν είστε καλά, πού τα θυμηθήκατε τώρα όλα αυτά». Μάταια όμως, η κατάσταση γρήγορα ξέφυγε από τον έλεγχο. Άρχισε να βρίζει, να φωνάζει. Μετά πήρε το κινητό της τηλέφωνο, το οποίο πέταξε με δύναμη χτυπώντας έναν άλλο λειτουργό στο κεφάλι, κάνοντάς τον να αιμορραγεί. Και δεν σταμάτησε εδώ, έτρεξε στη συνέχεια και άρπαξε την κοινωνική λειτουργό από τα μαλλιά. Την ταρακούνησε αρκετά γερά και τη χαστούκισε. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη… Το πώς βρέθηκε στο έδαφος λιπόθυμη να αιμορραγεί στο κεφάλι αυτό ποτέ δεν το κατάλαβε μα ούτε και το δικαιολόγησε του εαυτού της. Η ίδια είχε πιστέψει ότι ήταν απλά ένα ταρακούνημα, όμως το αίμα και οι φωνές από τους υπόλοιπους λειτουργούς την άγχωσαν και την σάστισαν. Ήταν τόσο ταραγμένη και χαμένη!
Ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Η ίδια δεν το συγχώρησε πότε στο εαυτό της, πόσο μάλλον οι κοινωνικές υπηρεσίες. Από τότε η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη, σκέτο μαρτύριο. Τίποτα πλέον δεν μπορούσε ούτε να την βοηθήσει ούτε να την σώσει. Οι κοινωνικές υπηρεσίες είχαν αυτό που αναζητούσαν εδώ και καιρό. Ζήτησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την απομάκρυνση του μικρού και ανήλικου παιδιού από κοντά της και την προστασία του σε ειδικό ξενώνα, παίρνοντας και την κηδεμονία του, χωρίς η ίδια να μπορεί να αντισταθεί, απλώς υπέμενε καρτερικά το επακόλουθο της πράξης της. Πάνε από τότε 18 χρόνια. Αναστέναξε και μελαγχόλησε. «Το τίμημα είναι βαρύ και ασήκωτο» αναφώνησε. «Αριάδνη μου, αχ Αριάδνη μου, πού να είσαι και τι να κάνεις τώρα;» διερωτήθηκε, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλίσουν από τα υγρά μάτια. Ένας πόνος άρχισε να την τυλίγει. Δεν ήταν αυτή τη φορά από την ψυχή της ή τα σωθικά της, έτσι κι αλλιώς αυτόν τον πόνο έμαθε και να τον υπομένει και να τον αντιμετωπίζει. Ήταν ένας πόνος που προερχόταν από το στήθος της, από την εγχείρηση καρδιάς που είχε κάνει εδώ και 5 χρόνια. Αλλά ο πόνος δεν έλεγε να υποχωρήσει. «Κατά διαστήματα θα νιώθεις κάποια μικρά τσιμπήματα ή ακόμη και δυσφορία» της είπε ο Γιώργος, ο φίλος της ο χειρουργός ο οποίος της έκανε και την εγχείρηση. «Δεν σε φοβάμαι ρε Ελπίδα, εγώ εσένα σε ξέρω πολύ καλά» της πρόσθεσε. Πράγματι, γνωρίζονταν εδώ και αρκετά χρόνια με τον Γιώργο. Φίλοι από το πανεπιστήμιο! Προσπάθησε αρκετά στην πορεία να τη βοηθήσει και να την στηρίξει, μιας και λόγω επαγγέλματος ήταν γνώστης του τι πάει να πει εξάρτηση. Κράτησαν τη φιλία τους, μάλιστα την στήριζε και προσπαθούσε να την βοηθήσει στον αγώνα που έκανε για να πάρει πίσω την κηδεμονία της κόρη της.
Μετά τον αποχωρισμό από την κόρη της κλείστηκε στον εαυτό της. Μια πάλη άρχισε να γίνεται μεταξύ της ίδιας και του εαυτού της. Ένιωθε ότι κάτι θα της συμβεί. Σε κάποιον ήθελε να μιλήσει, σε ποιον όμως. «Πώς πέρασαν τόσα χρόνια!» συλλογίστηκε. Τώρα που πλέον ένιωθε ότι πατούσε γερά στα πόδια της, το είχε πάρει απόφαση. «Θα φύγω. Θα πάω να συναντήσω την κόρη μου την Αριάδνη». Ήταν η πρώτη φόρα που ήταν τόσο σίγουρη γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει. «Αύριο κιόλας θα την πάρω τηλέφωνο» είπε με σιγουριά. Είχε σκοπό να είναι δίπλα της, να ανακτήσει όλο το χαμένο έδαφος που είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα που άρχισε να νιώθει δυνατή, που είχε ολοκληρώσει όλα τα προγράμματα αποτοξίνωσης και απεξάρτησης, που ήταν 5 ολόκληρα χρόνια μακριά από ουσίες, ένιωθε αρκετή αυτοπεποίθηση, κάτι που άλλωστε της το υπενθύμιζε και η αποψινή της βράβευση.
Αναστέναξε, μελαγχόλησε, ένιωθε τόσο μόνη όσο ποτέ άλλοτε. Τότε ήταν που στο μυαλό της ήρθε ένας συνθεραπευόμενός της, που σε μια στιγμή απελπισίας και απόγνωσης μέσα από την ομάδα έκφρασης συναισθημάτων που έκαναν στο κέντρο απεξάρτησης, τους είπε κοιτάζοντάς τους με βουρκωμένα μάτια: «Δύσκολο πράγμα η μοναξιά». Οι υπόλοιποι κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους ως ένδειξη συμπαράστασης και κατανόησης. «Κανείς δεν μπορεί να το νιώσει και να το αντιληφθεί αν δεν το βιώσει» του πρόσθεσε. «Πόσο δίκαια και σοφά ήταν τα λόγια του» αναρωτήθηκε. Τώρα ήταν αποφασισμένη και σίγουρη όσο ποτέ άλλοτε. «Όλη η υπόλοιπή μου η ζωή από εδώ και πέρα θα είναι μαζί με την κόρη μου, τέρμα τα ψέματα, κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει και ούτε να μου την στερήσει! Κανείς! Θα αναπληρώσω όλα αυτά τα χαμένα χρόνια» βροντοφώναξε.
Πριν ακόμα προλάβει να τελείωσει όλες αυτές τις βασανιστικές της σκέψεις να και αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της, ο διαπεραστικός ήχος του κινητού της τηλεφώνου την προσγείωσε μάλλον ανώμαλα στην πραγματικότητα. Παίρνοντας το κινητό της τηλέφωνο και κοιτάζοντας τον αριθμό που εμφανιζόταν σε αυτό, αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για ένα άγνωστο τηλέφωνο με πολλούς αριθμούς, σίγουρα από το εξωτερικό. Κάνοντας άλλη μια προσπάθεια και κοιτάζοντας καλύτερα τα πρώτα ψηφία, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τον κωδικό της Ελλάδας. Ταράχτηκε και γρήγορα προσπάθησε να το απαντήσει.
«Εμπρός, λέγετε» απάντησε με αγωνία.
«Η κύρια Ελπίδα Αγαπίου;» ακούστηκε μια άγνωστη φωνή από την άλλη γραμμή.
«Ναι ποια είστε; Τι συμβαίνει; Τι θέλετε από έμενα;»
Ακούστηκε ένας βαρύς αναστεναγμός.
«Κύρια Ελπίδα ακούστε με, πρέπει να φανείτε δυνατή αλλά ταυτόχρονα να μην χάσετε και την ελπίδα σας.»
«Ποια είστε και για τι μου μιλάτε; Σας παρακαλώ, πείτε μου, τι συμβαίνει;»
«Σας τηλεφωνώ από το νοσοκομείο και συγκεκριμένα από την εντατική μονάδα. Ονομάζομαι Ελένη, είμαι κοινωνική λειτουργός, εκπροσωπώ το γραφείο ευημερίας και συγκεκριμένα το κρατικό ίδρυμα που έχει την επιμέλεια της κόρης σας.» της ανέφερε με σταθερή φωνή.
«Από το νοσοκομείο;» διερωτήθηκε και συμπλήρωσε «Μα τι συμβαίνει;»
Καμιά ανταπόκριση.
Στη συνέχεια της λέει: «Υπήρχαν πληροφορίες εδώ και λίγους μήνες ότι η κόρη σας η Αριάδνη είχε μπλέξει με τα ναρκωτικά. Παρά την προσπάθειά μας να την βοηθήσουμε και να την στηρίξουμε, παραπέμποντάς την στις ανάλογες κρατικές δομές, η ίδια αρνιόταν πεισματικά…»
Η φωνή της σταματά απότομα για λίγα δευτερόλεπτα.
«Πείτε μου, σας παρακαλώ, γιατί σταματήσατε; Τι έχει συμβεί στην κόρη μου, σας παρακαλώ, μιλήστε!»
Η φωνή της είναι σαν κόμπος που την πνίγει. Η ίδια νιώθει φουρτουνιασμένη, όπως φουρτουνιασμένη είναι και η ψυχή και τα συναισθήματα της.
«Δυστυχώς κύρια Ελπίδα οι φόβοι και οι ανησυχίες μας επιβεβαιώθηκαν.»
«Τι εννοείτε; Τι έχει συμβεί στην κόρη μου;» αναφώνησε και ένιωθε ολόκληρό της το σώμα να τρέμει, την ανάσα της βαριά, ενώ ένα βάρος στο στήθος και μια θηλιά στο λαιμό άρχισαν να την τυλίγουν.
«Δυστυχώς έκανε υπερβολική δόση ουσιών. Την βρήκαμε αναίσθητη, την μεταφέραμε στο νοσοκομείο και τώρα είναι διασωληνωμένη στην εντατική μονάδα.»
Από την άλλη γραμμή ακούγεται η φωνή της Ελπίδας: «Αύριο κιόλας θα είμαι κοντά της. Μην φοβάσαι, κάνε κουράγιο παιδί μου» και ξεσπά σε κλάματα ενώ από την άλλη γραμμή ακούγεται η φωνή της κοινωνικής λειτουργού:
«Πρέπει να φανείς δυνατή και αυτή την φόρα σε αυτή την δοκιμασία που σε περιμένει, όπως εξάλλου δυνατή φάνηκες και στο δικό σου αγώνα με τις εξαρτήσεις και τα κατάφερες. Αυτά είναι που πρέπει να μεταφέρεις και εσύ αύριο στην κόρη σου»
Η γραμμή του τηλεφώνου χάνεται. Χάνεται όπως χάνεται και η ζωή της Ελπίδας. Μετά το δικό της χαμό, κινδύνευε τώρα να χάσει και το πιο πολύτιμο πράγμα που της είχε απομείνει, αυτό που της έδινε την δύναμη να συνεχίσει την ζωή της ονειρευόμενη τη δική της ζωή, την κόρη της! Έτρεξε γρήγορα. Πήρε το ημερολόγιό της να βρει την επόμενη μέρα για να αρχίσει να σημειώνει τηλέφωνα, αεροπορικές εταιρίες, ξενοδοχεία για την Ελλάδα. Ξαφνικά μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό, το μάτι της πέφτει στη μέρα και την ημερομηνία που αναγραφόταν στο ημερολόγιο της: 18 Σεπτεμβρίου, Αγίας Αριάδνης. «Αριάδνης;» αναρωτήθηκε και άρχισε να διαβάζει δυνατά. «Η Αγία Αριάδνη, αν και δούλα, ήταν ανώτερη και λαμπρότερη από πολλές κυρίες δούλες των κοσμικών ματαιοτήτων και των γήινων μολυσμών». Η φωνή της πνίγεται από λυγμούς. Τα δάκρυα κυλούν τώρα ασυγκράτητα σαν ποτάμια από τα μάτια της. Τρέχει στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, πληκτρολογεί: «Τι άλλες πληροφορίες υπάρχουν για την Αριάδνη». Η απάντηση σαν μαχαίρι της τρυπά τα σωθικά και την σωριάζει στο έδαφος. «Η ίδια αντιστάθηκε και αρνήθηκε να επανέλθει στην ειδωλολατρία. Τότε την έδειραν σκληρά και τη βασάνισαν αφού έγδαραν τις σάρκες με σιδερένια νύχια». Ένας κόμπος στο λαιμό τής φράζει την αναπνοή της, δυσκολεύεται να αναπνεύσει όμως προσπαθεί να διαβάσει και την συνέχεια. «Ενώ την καταδίωκαν, η ίδια παρακάλεσε το Θεό να ανοίξει μια πέτρα και να την δεχθεί στην ρωγμή της. Εκεί μέσα η Αριάδνη, ευχαριστώντας το Θεό, παρέδωσε το πνεύμα της». Ο πόνος όλο και δυναμώνει. Είναι ήδη σωριασμένη στο έδαφος! Νιώθει αδύναμη να μετακινηθεί. Ζητά, φωνάζει για βοήθεια. Καμιά ανταπόκριση από κανένα. Κανείς δεν βρίσκεται κοντά της. Είναι τελείως μόνη. Ενώ ο πόνος δυναμώνει, μια δυνατή σουβλιά διαπερνά το στήθος της. Τελευταίο κοίταγμα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Βλέπει κάτι άλλο, για μια άλλη Αριάδνη αυτή την φόρα. «Πρόκειται για την κόρη του Μίνωα, η οποία είχε δώσει ένα κουβάρι νήμα (ο περίφημος Μίτος της Αριάδνης) στον Θησέα, χάριν του οποίου μπόρεσε να βρει την έξοδο του Λαβύρινθου, μετά την νικηφόρα πάλη του με τον Μινώταυρο». Η αναπνοή της βαριά και δύσκολη. Δεν υπάρχει καμία δύναμη πλέον, όπως και καμιά ελπίδα! Τελευταίο πλάνο στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή: «Θεωρίες ψυχολόγων λένε πως η Αριάδνη είναι αύτη που μηχανεύεται λύσεις ώστε να λυθούν ψυχολογικά προβλήματα στον λαβύρινθο του εγκεφάλου μας. Είναι αυτή που αναζητούμε προκειμένου να ανακαλύψουμε την διαδρομή μας μέσα στους δικούς μας λαβύρινθους, για να βγούμε από τους δαιδάλους της ακατανοησίας και της άγνοιας που κουβαλούμε μέσα μας». Κείτεται στο έδαφος. Στο αριστερό της χέρι έχει τη μοναδική φωτογραφία της κόρης της, την κρατά όσο σφικτά μπορεί, με όση δύναμη της έχει απομείνει. Την παίρνει και την τοποθετεί στο στήθος της, κοντά στο σημείο της καρδιάς της για να την νιώθει και για να την ακούει και αύτη καλύτερα… Έξω ακούγεται ο ήχος της καμπάνας από την εκκλησία να χτυπά δυνατά και ασταμάτητα. Είναι 17/9/15, βράδυ, και έχει τελειώσει η λειτουργία όπως έχει τελειώσει και η ζωή της Ελπίδας. Αύριο ξημερώνει 18/9/15, της Αγίας Αριάδνης. Θα ακουστεί το τροπάριό της, με την μόνη διαφορά ότι τόσο για την Ελπίδα όσο και για τη Αριάδνη είναι πλέον πολύ αργά. Όλα έχουν πάρει τον δικό τους δρόμο, ενώ η καμπάνα από την διπλανή εκκλησιά συνεχίζει να κτυπά ασταμάτητα. Η ζωή της Ελπίδας ήδη έχει πάψει να χτυπά…
–
γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου
0 Σχόλια