δοκίμιο [ποιητική]
Η αντίληψη της ολότητας της ζωής, η συναισθηματική μέθη, η ελπίδα της συνέχειας, που ως αξία επιβάλλεται να εξαίρεται στον αντίποδα κάθε ανατροπής και δυσχέρειας, ανιχνεύεται στην ποιητική. Εντός του πλαισίου των αναμνήσεων ή της επεξεργασίας συμβάντων του παρόντος εντοπίζεται η αίσθηση της ευδοκίμησης, της αμεριμνησίας.
Το κλίμα μιας νεανικής ευδοκίμησης με φόντο το ελληνικό φυσικό τοπίο κυριαρχεί στο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα», από τη συλλογή του 1943, «Ήλιος ο πρώτος».
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
και κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια
Μια πεταλούδα πέταξε απ’ τα στήθεια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δεν θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ’ τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν
Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει, κακό, τόχουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε
Είμαστε από καλή γενιά.
Στα πλαίσια της υπερρεαλιστικής ποίησης μερικές εικόνες πλαισιώνονται από χαρακτηριστικά της αυτόματης γραφής, αρκετά ωστόσο ειδομένης με κανόνες της λογικής συνεκτικότητας. Ο αφηγητής και η ομήγυρη, που συνιστά έναν σταθερό περίγυρο, βαδίζουν στα κτήματα, διασκεδάζουν, μοιράζονται τη χαρά της συντροφικότητας («με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας»).
Παίζουν, τραγουδούν, πίνουν νερό αρχέγονο («νερό/φρέσκο», «από τους αιώνες») ως δείγμα της αναβίωσης της ελληνικής παράδοσης στη σύγχρονη περίσταση μιας ευκαιριακής συνάντησης των ανθρώπων στη διάρκεια πλασματικής ειρήνης. Χρονικά προσδιορίζεται το συμβάν του σμιξίματος της ομάδας («όλη μέρα») σε εξακολουθητική κατάσταση, με ρήματα πρώτου πληθυντικού προσώπου που ορίζουν τη συλλογική οπτική, των στιγμιαίων αορίστων («βαδίσαμε», «παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε») που δηλώνουν τη δεδομένη συγκυρία και του μοναδικού παρατατικού («ξεπήδαγε») για επισήμανση της ζωηρής δράσης στη διάρκεια προφανώς μιας εκδρομής στους αγρούς («στα χτήματα»).
Το απομεσήμερο κάθισαν να ξεκουραστούν περιστασιακά-στιγμιαία και βρέθηκαν ενώπιος ενωπίω («κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια») με μια τάση εσωτερίκευσης της κοινής βούλησης σχεδόν μυστηριακά. Από τα στήθη τους πέταξε μια πεταλούδα, σημάδι της ελπίδας, που κράτησαν ως απόκτημά τους. Το σύμβολο της λευκότητας παραπέμπει στην αθωότητα των πιο ανεπαίσθητων οραμάτων για αναβάθμιση των βιοτικών αγαθών («πιο λευκή/απ’ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας»). Η επίγνωση της λήθης αναδεικνύεται μέσα από την αναλογία· όπως η πεταλούδα είναι η μεταμόρφωση του σκουληκιού («ξέραμε…τι σκουλήκια έσερνε»), έτσι και το αγνό, ευφρόσυνο συναίσθημα συνδέει τον άνθρωπο με τη ζωή.
Το βράδυ (χρονική μετάβαση) άναψαν φωτιά, καθισμένοι τριγύρω τραγουδούσαν, για να τη διατηρήσουν αναμμένη. Η εικόνα ξετυλίγεται μέσα από πραγματικές συγκυρίες. Η σημασία του άσματος αναδύεται μέσα από την επανάληψη του επιρρήματος («γύρω τριγύρω»), του ουσιαστικού («φωτιά ωραία φωτιά»), συμβόλου της αναζωπύρωσης της δυναμικής των ανθρώπων. Χρησιμοποιείται προτρεπτική προστακτική («μη λυπηθείς», «μη φτάσεις», «καίγε») στα πλαίσια ενός νοητού διαλόγου με τη φωτιά σε μια διαδικασία μύησης, προσανατολισμού. Η φωτιά εξαίρει το πάθος για ζωή («λέγε μας τη ζωή»), την αφοσίωση σε κόπους που ανυψώνουν τον καθένα δίνοντάς του ξεχωριστή προοπτική.
Ξετυλίγεται λοιπόν ένας ύμνος για τη ζωή που ξέρουν να τη ζουν όλοι, προσκολλημένοι στα δώρα της, βαδίζοντας πάντοτε μπροστά, αφήνοντας πίσω αυτούς που φεύγουν, πεθαίνουν. Προσωποποιήσεις σηματοδοτούν την αυξημένη θετική διάθεση («την πιάνουμε απ’ τα χέρια/κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν»). Επιπλέον κάθε έκφανση ζωής διατυπωμένη υποθετικά είτε ως ακατανίκητη εμπειρία («κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης») είτε ως απεγνωσμένο απόκτημα («κι αν είναι αυτό που μας πονάει, κακό») επιδιώκεται, κατακτάται. Μέσα από μεταφορικές νύξεις λυρικού λόγου κατανοείται η επιμονή επιβίωσης («πηγαίνουμε μπροστά/και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε»). Τέτοια ροπή δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζει τους Έλληνες της εποχής του ποιητή που πάσχιζαν να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες της κατοχής, να κατακτήσουν την αυτοδιάθεση.
Το τελικό συμπέρασμα εξάγεται αβίαστα από την πραγμάτευση της συλλογικότητας, επιβεβαιώνεται ότι πρόκειται για «καλή γενιά» των κατοχικών ετών που πασχίζει να επιτύχει τη νίκη της επιβίωσης. Γενικώς από το κείμενο αναδύεται η αγάπη για ζωή με αποφασιστικότητα για υπερπήδηση των αντιξοοτήτων. Τα εκφραστικά δείγματα, ιδίως η ρηματική φράση, πιστοποιούν την αισιοδοξία. Βασικό συναισθηματικό βάρος πέφτει στην αντίληψη της ενότητας των ανθρώπων που ξεπερνούν δυσχέρειες και εμπόδια αναμένοντας τη βελτίωση των δεδομένων.
Στο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, «της Σπάρτης οι πορτοκαλιές», διακλαδώνεται μια νικηφόρα συναισθηματική κατάσταση.
Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.
Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, που γύριζες –
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.
Η ευγένεια, η σταθερότητα της ευφροσύνης, η τρυφερότητα διανθίζονται με φανερώσεις του φυσικού κόσμου πλησίον της παράδοσης. Το βιωματικό υλικό εξάλλου αφορά την έμπνευση από την ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή, τους πορτοκαλεώνες της Λακωνίας.
Αναλυτικά η αρχική εικόνα αφορά την περίοδο της ανθοφορίας των αγαθών της φύσης («πορτοκαλιές, χιόνι»). Την άνοιξη ο κάμπος της Σπάρτης διακρίνεται για τα έντονα αρώματα, την ωραιότητα των ανθισμένων οπωροφόρων και της καρποφορίας μέσα σε κλίμα ερωτισμού («του έρωτα»). Η αναζωογόνηση της φύσης συσχετίζεται με την παρουσία της αγαπημένης, υπαινικτικά («απ’ τα λόγια σου»), μέσα σ’ αυτή την εξευγενισμένη ατμόσφαιρα. Τα λόγια της γίνονται έναυσμα της λευκής επικάλυψης των λουλουδιών («άσπρισαν») με έντονο συμβολισμό των λευκών ανθέων, στοιχείων της αθώας νεότητας και συνακόλουθα της πλούσιας συγκομιδής καρπών («γείρανε τα κλαδιά τους»). Το συναπάντημα των συντρόφων, η ενθουσιώδης αίσθηση, το χαρούμενο πάθος μέσω μιας συνομιλίας αρκείται στην ανταλλαγή όρκων, φιλοφρονήσεων.
Συνάμα έτσι εμψυχώνονται οι πορτοκαλιές από την ζωοδότρα παρουσία του ζευγαριού, συμμετέχουν στην ευδοκίμηση («γιόμισα το μικρό μου κόρφο»). Ο νέος δηλώνει τη σκοπιμότητα της συλλογής καρπών, δηλαδή να τα μεταφέρει στη μητέρα του («πήγα και στη μάνα μου»)· υπάρχει συνάφεια με το θέμα της αγάπης της μάνας της άλλης στροφής.
Το σκηνικό μεταβάλλεται λοιπόν με το τρίτο ενικό αφηγηματικό πρόσωπο και τη μετάβαση σε άλλο χρονικό επίπεδο, τη νύχτα («κάτω απ’ το φεγγάρι»). Δεσπόζει η μορφή της μάνας, καθισμένης κάτω από το φως του φεγγαριού, περιμένοντας την εμφάνιση του γιου της. Ο συλλογισμός της αγκιστρώνεται σ’ αυτόν, με παρελθοντικούς εξακολουθητικούς χρόνους («με νοιάζονταν», «με μάλωνε»), ώστε διαφαίνεται η αγάπη, η φροντίδα, η ανησυχία μήπως υπέστη κάποιο κακό ο γιος της.
Τον υποδέχεται καλοσυνάτα, σκοπεύοντας να τον περιποιηθεί, θεματικά δεδομένα που αποδεικνύουν επιρροή από το δημοτικό τραγούδι. Η συναισθηματική αυτή κατάσταση υποδηλώνεται μέσω του ευθέως λόγου, των ερωτήσεων που επανέρχονται στο χρονικό στάδιο («χτες») που μάλλον είναι συμβατικό και καθορίζει την πάγια διαφοροποίηση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Έτσι επιβεβαιώνεται η αγάπη και η έγνοια της μητέρας μέσα από προσφορές («σ’ έλουσα», «σ’ άλλαξα») και ρητορικά ερωτήματα. Το πρώτο («πού γύριζες») συνδέεται με τον τόπο και τοποθετείται στην ακολουθία των αορίστων ως φυσικό επακόλουθο μιας συνεχούς ομιλίας. Το δεύτερο αμφίσημο («ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα/και νεραντζάνθια»), επανεισάγοντας το ερωτικό μοτίβο, αναζητά το πρόσωπο που προκάλεσε διπλά συναισθήματα, πόνου και ευφροσύνης (αντίστοιχα φανερώνονται με τα ουσιαστικά «δάκρυα» και «νερατζάνθια»).
Και μόνο βάσει της αλληλουχίας των λέξεων, της ηχητικής εντύπωσης και της σημασίας των συμβόλων πιστοποιείται η ευχαρίστηση που ασκείται στον αναγνώστη στο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, «Ηχώ».
Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων.
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.
Μορφολογικά-σημασιολογικά, δεν υφίσταται ακραιφνής υπερρεαλιστική γραφή σ’ αυτό το δείγμα της ποιητικής του Εμπειρίκου, λόγω της λογικής συνάφειας της διατύπωσης που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς. Η αφήγηση στρέφεται στις μνήμες της παιδικότητας που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Μια ακουστική συνύπαρξη με το παρελθόν αποτελεί η αίσθηση των βημάτων του παιδιού στο δάσος («τα βήματά μας»). Ο ποιητής σαν να επιζητά τον αλλοτινό εαυτό του στην πολύπλοκη ζωντανή παράσταση που ανασύρει («στο δάσος»)· ηχούν ο βόμβος των εντόμων στη φυσική τοποθεσία («με τον βόμβο των εντόμων»), ο ανεπαίσθητος θόρυβος της πρωινής πάχνης με τις σταγόνες πάνω στις φυλλωσιές («στα φυλλώματα των δέντρων»).
Η ανακύκλωση του ακουστικού αποτελέσματος («βαριές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι») ενισχύεται περισσότερο από την επίδραση στην ψυχική κατάσταση των προσώπων («σκάζει μέσα στις σπηλιές»). Το αγιάζι δημιουργεί την αίσθηση της ερημιάς σε περιοχές διάτρητες από το δυνατό άνεμο που αντηχεί μέσα σε σπήλαια, τα χτυπήματα των υλοτόμων («με πελέκια τους κορμούς»), όταν κόβουν τους κορμούς δέντρων για ξυλεία με το πελέκι («κάθε κτυπήματος των υλοτόμων»). Οι υλοτόμοι ανατράφηκαν μέσα στα δάση, παιδιά έπαιζαν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση κρυφτό, τραγουδούσαν ξέγνοιαστα («μες στο στόμα τους τραγούδια»).
Στο αφηγηματικό παρόν ωστόσο διαφαίνονται με κλειστό το στόμα, σιωπηλοί μόνο να πελεκούν τα δέντρα, αφοσιωμένοι σε μια διαδικασία εντελώς πανομοιότυπη κάθε φορά. Η αναπόληση του ποιητή («αντηχούν ακόμη») διαπνέει ολόκληρο το κείμενο και μεταφέρεται σε παροντικό επίπεδο, κυμαίνεται ως εντρύφημα ανάμεσα στα παιδικά χρόνια και τον κάματο της ζωής που περνά.
Η λόγια διατύπωση ενίοτε («ιδού», «δόνησις», «κτυπήματος»), μολονότι είναι συνήθης η χρήση της δημοτικής, δείχνει τη συγγένεια με την υπερρεαλιστική τακτική που συγχέει το σαφές με το επιτηδευμένο. Στην ίδια κλίμακα τοποθετείται και η χρήση ιαμβικού ρυθμού συνάμα με τον πλεονάζοντα σε έκταση ελεύθερο στίχο. Ο τίτλος μάλιστα απεικονίζει τη βασική πρόθεση του γράφοντος να σμιλεύει ακούσματα σε λόγο ποιητικό. Εν τέλει ο ήχος εξακολουθητικός επανέρχεται σε τακτά διαστήματα, αντίλαλος ξεχωριστών εντυπώσεων. Επιπρόσθετα η ηχώ της εμπειρίας του παρελθόντος αναπαράγεται ως συναίσθημα και αντίληψη. Τελικά γίνεται κατανοητή η πρόθεση του ποιητή να αναδείξει το χάσμα που χωρίζει τον άνθρωπο από την παιδικότητα, την οποία καταπνίγει κατά την ενηλικίωση και, πέραν αυτής, καταχωνιάζει κάθε δείγμα ευαισθησίας, ονειροπόλησης, ανάπαυλας της σκέψης.
Στο σονέτο του Γεράσιμου Μαρκορά, «Πατρική ευτυχία», το θρησκευτικό μοτίβο αντανακλά την ευτυχία του πατέρα.
Το βράδυ βράδυ από βουνίσια μέρη
κουρασμένος ο Αδάμ γυρνούσε αγάλι,
κι ετήραε θλιβερά το πρώτο αστέρι,
που αντίκρυ του καθάριο είχε προβάλει.
Των αγγέλων στο νου του αυτό να φέρει
τ’ αγνά δυνήθη αγαπημένα κάλλη,
κι είπε ξυπνώντας του βραδιού τ’ αέρι:
– Πότε θα ιδώ τη θεία τους λάμψη πάλι;
Πλην όλα τα βαθιά της πίκρας ίχνη
σβηώνται μέσα του ξάφνου, ως κατεβαίνει·
μια ματιά – μία μονάχη ομπρός του ρίχνει,
Και την Εύα θωράει, που, καθισμένη
σε στρώμα χλόης, πρώτη φορά του δείχνει
αφτέρωτο αγγελούδι οπού βυζαίνει.
Στα τετράστιχα ο Αδάμ, πρωτόπλαστος άντρας και βασικό πρόσωπο στο κείμενο, το βράδυ κατεβαίνει από το βουνό αποκαμωμένος εξαιτίας της βαριάς εργασίας· ο εμπρόθετος προσδιορίζει την τοπική προέλευση («από βουνίσια μέρη») και ο παρατατικός τη διάρκεια της κατάβασης προσδίδοντας παραστατικότητα στην κινησιακή εικόνα («γυρνούσε», «ετήραε»). Η όλη διαδικασία άλλωστε διασφαλίζει την μεθόδευση του ποιητή να παρουσιάζει διαρκώς την επιστροφή του άντρα μέσω συγκεκριμένης οπτικής (παρακολουθούμε μόνο τη ματιά του).
Η ρυθμικότητα εισάγεται με την επαναφορά του χρονικού σημείου («βράδυ βράδυ»). Διωγμένος από τον παράδεισο, ο Αδάμ είναι αναγκασμένος να βγάλει τα προς το ζην, να συντηρήσει την οικογένειά του. Αυτό απεικονίζει τον κάματο του ανθρώπου που πρέπει να επιβιώσει. Κατεβαίνοντας από το βουνό, κοιτάζει το πρώτο αστέρι στον ουρανό («το πρώτο αστέρι,/που αντίκρυ του καθάριο είχε προβάλει»)· η έμφαση υποδεικνύει μια στατικότητα που θυμίζει ιεροτελεστία, προάγοντας τη σπουδαιότητα της κατάβασης, συμβόλου της φθαρτότητας.
Η εμφάνιση και η λάμψη του αστεριού ανασύρει, με νοητική εγρήγορση, την εξιδανικευμένη παρουσία των αγγέλων, άλλοτε στην απόλυτη ευπραγία του παραδείσου («στο νου του αυτό να φέρει»). Η νοσταλγική διάθεση επιστρατεύεται έντονα με την απορία αν θα αντικρίσει πάλι τη μορφή των αγγέλων, ενώ φυσά νυχτερινός αέρας («ξυπνώντας»). Ο διάλογος ενσωματώνεται στο εξωανθρώπινο μοτίβο που διαπνέει το κείμενο ενσαρκώνοντας τα στοιχεία της φύσης («πότε θα ιδώ τη θεία τους λάμψη πάλι;»).
Η στενοχώρια, εξαιτίας της ανάμνησης μιας παρωχημένης ευτυχίας, εδράζει μέσω της έμμεσης σύγκρισης με τα σύγχρονα αδιέξοδα της προσπάθειας επιβίωσης. Η εποχή του παραδείσου εξισώνεται με την ανεμελιά της χαμένης αθωότητας. Με τη μετοχή, «αγαπημένα», κατανοείται ότι η συμπόρευση με τις εξαϋλωμένες φύσεις των αγγέλων εξασφαλίζει και τη συναισθηματική έξαρση μέσω της δύναμης της πίστης. Ο Αδάμ συμβολίζει τον επίμοχθο αγώνα της θνητότητας που επιχειρεί να ξεπεράσει τη φθαρτή της φύση.
Όταν κατέβηκε από το βουνό, προσέγγισε τον τόπο κατοικίας του. Μεμιάς το αντίκρισμα αντιστρατεύεται τη θλίψη του («θλιβερά»)· η Εύα καθισμένη στα χορτάρια κρατά στην αγκαλιά το παιδί τους βυζαίνοντάς το. Η μεταφορικότητα εισάγει το λυρικό οίστρο («όλα τα βαθιά της πίκρας ίχνη/σβηώνται»), συνάμα με την επανάληψη, την παρήχηση του «μ» («μια ματιά – μία μονάχη») και την καθομιλουμένη διατύπωση («ξάφνου», «δυνήθη», «καθάριο», «θωράει»). Η έκδηλη μεταστροφή (πραγματική και ψυχολογική) γεφυρώνει το κενό ανάμεσα στη βασική αντίθεση του κειμένου (ευπραγία-δυσπραγία). Η οικογενειακή θαλπωρή αναπληρώνει την απώλεια της χαράς, τελικά της τελειότητας και εκφέρει το εννοιολογικό μοτίβο της επίγειας ευτυχίας. Ως απόληξη του τίτλου αφορά την κατάσταση του πατέρα που για πρώτη φορά αντικρίζει το παιδί του· υποβολιμαίος ο παραλληλισμός, εφόσον το βρέφος αντικαθιστά τους ουράνιους αγγέλους («αφτέρωτο αγγελούδι»). Η ρυθμικότητα βασίζεται και στη συμπλοκή των λέξεων σε ορισμένη τάξη, χωρίς συντακτική λογική («των αγγέλων στο νου του αυτό να φέρει/τ’ αγνά δυνήθη αγαπημένα κάλλη»).
Το θέρος αντικατοπτρίζεται στο παράστημα του παλικαριού στο ποίημα της Ζωής Καρέλλη, «Του καλοκαιριού».
Το ξανθό παλικάρι του καλοκαιριού έχει μια γαλανή γραμμή πάνω στο λείο μέτωπο. Στα καστανά του μάτια κρατάει τις αχτίδες του ήλιου μισοκλείνοντας τα σκιερά βλέφαρα, ψιλοπαίζοντας τις βλεφαρίδες αχτιδωτές.
|
Ηλιοψημένο στυλώνει το λαμπρό κορμί, αμέριμνα χαμογελά και άσκοπα. Φαντάζουν κάτασπρα τα δόντια του, μοιάζουν τ’ άσπρα χαλίκια καθαροπλυμένα, στ’ ακρογιάλι του γαλάζιου και κρυστάλλινου νερού. |
Ο λαμπερός ήλιος της θάλασσας στη διάρκεια του καλοκαιριού, ως φάσμα εκτύλιξης της τυποποιημένης ιστορίας, προφανώς φωτογραφίζει το ελληνικό τοπίο. Η ποιήτρια ταυτίζει το ιδανικό θέρος με το όμορφο παλικάρι που έχει μια γαλανή γραμμή πάνω στο ενιαίο μέτωπο παρόμοια με τη γαληνότητα του ουρανού∙ στη διατύπωση είναι ενδεικτική η απίθανη σύζευξη λέξεων («μια γαλανή γραμμή πάνω στο λείο μέτωπο»), δεδομένο του ειρωνικού υπερρεαλισμού. Η περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του νέου εστιάζει στα καστανά μάτια, τα πυκνά βλέφαρα∙ συνοψίζεται ο ερωτισμός στα ουσιαστικά, στο χιαστό σχήμα («καστανά μάτια», « αχτίδες του ήλιου», «σκιερά βλέφαρα», «βλεφαρίδες αχτιδωτές», «καθαροπλυμένα») εμφαντικό της αντίθεσης (φως-σκιά), ενώ η ακινησία θεμελιώνεται μέσα από επιρρηματικές μετοχές («μισοκλείνοντας», «ψιλοπαίζοντας») στα πλαίσια του εσκεμμένου επιφανειακού λυρισμού, της μίμησης της εύκολης στιχουργίας.
Χαμογελαστός ο άντρας αναδεικνύει ένα υψηλό παράστημα, ηλιοκαμένο σώμα σε ένα περικείμενο, όπου επιτονίζεται η επίδειξη απάθειας της γοητείας, με τη χρήση του επιρρήματος «άσκοπα» και του επιθέτου «λαμπρό». Το λευκά του δόντια παρομοιάζονται με τα χαλίκια της παραλίας που βρέχονται από καθαρά νερά. Η εποχή του καλοκαιριού διαπλέκεται με λογής στερεότυπα σε μια αφήγηση που αποδοκιμάζει έμμεσα τα λογοτεχνικά τερτίπια εντυπωσιασμού μέσα από ποιητικές λέξεις («στ’ ακρογιάλι του γαλάζιου και κρυστάλλινου νερού»).
Το επιγραμματικό πλέγμα (ουρανός, θάλασσα, ακτή) οικοδομεί ένα ταμπλό, όπου τοποθετούνται ευειδείς κολυμβητές που αναπαύονται στη φύση. Το εννοιολογικό περιεχόμενο προκρίνει την αμεριμνησία, την ομορφιά, τη φωτεινότητα κάνοντας δεσπόζουσα μια κεντρική παράσταση φωτογραφικά στιλιζαρισμένη. Ο νεαρός ξανθός με το ωραίο κορμί ταυτίζεται με τη χρονική αυτή περίοδο. Απεικονίζεται κωδικοποιημένη η επιθυμία της συμβατικής ευφροσύνης με το ονοματικό σύνολο («το ξανθό παλικάρι του καλοκαιριού»). Στο κείμενο η χαρά της ζωής ξεπηδά μέσα από συμβατικές φράσεις ειρωνείας που τεκμηριώνεται από την έλλειψη συναισθημάτων, το τετριμμένο στίγμα καθολικής απόλαυσης του ελληνικού καλοκαιριού επικεντρωμένου μόνο στη νεότητα και την ομορφιά, αποκλείοντας καθετί αντίθετο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
٠ Καρέλλη, Ζ.1996. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής
٠Εμπειρίκος, Α. 2008. Ενδοχώρα. Αθήνα: Άγρα
٠Βρεττάκος, Ν. 2008. Η εκλογή μου [Ποιήματα 1933-1991]. Αθήνα: Ποταμός
٠Ελύτης, Ο. 2002. Ήλιος ο πρώτος (δέκατη έκδοση). Αθήνα: Ίκαρος
٠Μαρκοράς, Γ. Μαβίλης Λ. 1996. Τα σονέττα. Ο όρκος: 2 κορυφαίοι της επτανησιακής σχολής. Αθήνα : Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
Πολύ προσεγμένη προσέγγιση στην ποίηση των γιγάντων της λογοτεχνίας μας του ΕΛΥΤΗ , του ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ, του ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ και του ΜΑΡΚΟΡΑ!!!
Μέσα από τους στίχους τους ξεπηδά η ζωή, ο έρωτας, η αναγέννηση , το άφθαρτο της διαιώνισης και η αέναη επιδίωξη της ευφροσύνης!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ!!!
Εξαιρετική προσέγγιση των σπουδαίων ποιητών. Αξιοθαύμαστες οι γνώσεις και οι συσχετισμοί σας.
ΑΠΛΆ ΥΠΟΚΛΊΝΟΜΑΙ…
Σας ευχαριστώ πολύ για τις αναλύσεις… Μου αρέσει ιδιαιτέρως η προσέγγιση της “πατρικής ευτυχίας”. Χρυσή Λυράκη
σας ευχαριστώ για την κριτική!