γράφει ο Κώστας Τραχανάς
Είναι πανθομολογούμενο πως δεν είναι εύκολο να αναζητήσουμε την ουσία της ποίησης ούτε να καταλήξουμε σε κάποιον ορισμό της. Δεν είναι εύκολο να γίνει κάτι τέτοιο, να οριστεί δηλαδή με σαφήνεια το απροσδιόριστο. Γι’ αυτό ας επιχειρήσουμε ένα ερώτημα. Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου; Κοινή διαπίστωση αποτελεί ότι ο ποιητικός λόγος είναι κατά βάση μεταφορικός λόγος. Στηρίζεται δηλαδή στην αλληγορία και την εικονοπλασία. Σε αντίθεση με τον πεζό λόγο, ο ποιητής δεν μπορεί, χωρίς να κουράσει ή να γίνει βαρετός, να επεκταθεί σε περιγραφικές αναφορές ή αναλυτικές μακρηγορίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η καταφυγή στην εικόνα γίνεται μονόδρομος και η μεταφορά το όχημα που οδηγεί στον εικονοπλαστικό λόγο.
Πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία αυτή; Τόσο ώστε να ξεγελάει τους πάντες ότι μπορούν να γίνουν ποιητές. Όλοι μας κάποια στιγμή δοκιμάσαμε να γράψουμε κάποιο ποίημα. Πολλοί νομίζουν ότι, αν τηρήσουν κάποιους στοιχειώδεις κανόνες μετρικής ή ομοιοκαταληξίας, θα γίνουν αυτόματα και ποιητές. Αρκεί όμως αυτό; Προφανώς όχι. Κατά τη γνώμη μου, η δυσκολία στη δημιουργία ενός ποιήματος έγκειται κυρίως στη σύλληψη μιας εικόνας που διεγείρει ή και εκφράζει συναισθήματα με τέτοιον τρόπο ώστε να οδηγήσει την ψυχή σε σφαίρες μυστικές και ανομολόγητες, εκεί δηλαδή όπου η λογική δεν αρκεί από μόνη της για να εκφράσει τον άνθρωπο. Η δυσκολία αυτή προέρχεται από την εγγενή αδυναμία του λόγου να αλλάξει ή να παραμορφώσει την εικόνα, τη μορφή με τρόπο απόλυτα αντικειμενικό και κοινά αποδεκτό.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: δεν θα πρέπει λοιπόν, σύμφωνα και με όσα είδαμε πιο πάνω, να μελετάμε τα ποιήματα και τους ποιητές και να προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε το «μήνυμα» που «κρύβεται» πίσω από τα λόγια τους; Και τι νόημα θα είχε τότε μια ποίηση η οποία δεν θα απευθυνόταν στους αναγνώστες; Θα ήταν λάθος να καταλήξουμε σ’ ένα τέτοιο μηδενιστικό συμπέρασμα. Οπωσδήποτε θα πρέπει να μελετάμε τα ποιήματα και τους ποιητές.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να το προσπαθούμε αυτό όταν η Ποίηση συναντάται με τη Φιλοσοφία και συνδέονται από κοινού σε μια μυσταγωγική μέθεξη που οδηγεί με τη σειρά της το πνεύμα στην ανύψωση σε επίπεδα ουσιαστικής ψυχ-αγωγίας. Όχι απλής και ανούσιας διασκέδασης, αλλά αγωγής της ψυχής και πνευματικής άσκησης του νου, μέσα από μια σειρά εικόνων που με μαστοριά χτίζει ο Λόγος. Η ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη, με τον εύγλωττο τίτλο «Επιμενείδιος Οίστρος», από τις εκδόσεις Πηγή, αποτελεί τέτοιο συναπάντημα του Λόγου με την Εικόνα, της Ποίησης με τη Φιλοσοφία, του Συναισθήματος με τον Ορθολογισμό. Η ποιήτρια αναμετράται, σε μια δύσκολη μάχη, με τη δυνατότητα να εκφράσει κανείς εικονοπλαστικά τη φιλοσοφική σκέψη, να μετουσιώσει σε συναίσθημα το λογικό αλλά και σε λόγο τις άυλες κινήσεις της ψυχής. Βγαίνει νικήτρια από τη μάχη αυτή καθώς κατορθώνει, μέσα από μια ειλικρινή σχέση με τις λέξεις, να διαμορφώσει εικόνες που οδηγούν τόσο σε συναισθηματικές εξάρσεις όσο και σε διανοητικό προβληματισμό.
Κατά την άποψή μου, αυτό που θα έπρεπε να αναζητούμε, όταν μελετάμε ένα ποίημα, δεν είναι η πρόθεση, αλλά το αποτέλεσμα. Όχι δηλαδή «τι ήθελε να πει ο ποιητής», αλλά τι μας «λέει», κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς τον «Επιμενείδιο Οίστρο» γιατί νομίζω ότι έχει πολλά να μας πει.
0 Σχόλια