Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά και ο καυτός νοτιοδυτικός άνεμος το καλοκαίρι. Και ήταν Νοέμβρης, Φθινόπωρο…

Δεύτερη μέρα που έβρεχε, αργά, σταθερά και ασταμάτητα. Τα σύννεφα μολυβιά, βαρυφορτωμένα, περνούσαν διαδοχικά, σε σταθερή εναλλαγή βάρδιας, ξεφορτώνοντας το υγρό φορτίο τους πάνω από το κλεινόν, πάλαι ποτέ ιοστεφές άστυ. Η υγρασία περόνιαζε ως το κόκκαλο. Τα πάντα είχαν μουσκέψει. Μόνο τα μάτια του Άλκη έμεναν, πεισματικά και άθελά του, στεγνά.

Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα, την προηγούμενη μέρα. Ασυνήθιστη ώρα για τηλεφωνήματα. Ασυνήθιστη ώρα, ειδικά για την αδερφή του, τη Στέλλα. Πάντα τον έπαιρνε λίγο πριν τις εννιά το βράδυ. Να μάθει αν είναι καλά, πώς πέρασε τη μέρα του και για να τον καληνυχτίσει, πριν αυτός «χαθεί» μέσα στην οθόνη της εξηντάρας τηλεόρασης, θεατής και συμμέτοχος κάποιας ταινίας δράσης από το δορυφορικό κανάλι.

«Με πήρε η θεία Τασία απ’ το χωριό και μου μαύρισε την ψυχή. Πέθανε η παλιά μας γειτόνισσα, η Αλίκη, από την παλιαρρώστια. Την θυμάσαι την Αλίκη, που κάναμε παρέα τα καλοκαίρια… Άφησε τρία ορφανά».

Μια κομμένη ανασαιμιά, ήταν το μόνο που ακούστηκε σαν φύσημα, από την άλλη μεριά της γραμμής. Ένα μαχαίρι να του τρύπαγε εκείνη την ώρα τα σωθικά δεν θα του προκαλούσε τόσο πόνο όσο το άκουσμα της είδησης. Με την καρδιά του να πεταρίζει και τους σφυγμούς του να κινούνται πάνω – κάτω ανεξέλεγκτα, σε ρυθμούς τρελούς, προσπάθησε, φιλότιμα, να βρει φωνή να απαντήσει, ρωτώντας:

«Την κηδέψανε;»

«Όχι, το πρωί τελείωσε. Για αύριο, μετά το μεσημέρι κανονίζουν την κηδεία».

«Λέω να πάω».

Απορημένη η αδερφή του σχολίασε. «Μα εσύ έχεις να πας στο χωριό είκοσι χρόνια. Τη μακαρίτισσα έχεις να την δεις λίγο πριν από το γάμο της».

«Στη μνήμη των παιδικών μας χρόνων. Για όσα αφήσαμε πίσω μας και για όσα προσπαθήσαμε να κλείσουμε στο χρονοντούλαπο της λησμονιάς».

Αυτό το περίπλοκο της απάντησης, την μπέρδεψε. Άλλωστε, ποτέ δεν είχε καταφέρει να παρακολουθήσει το ιδιαίτερο σκεπτικό του δικηγόρου αδερφού της. Ο κόσμος της άρχιζε και τελείωνε στις οικογενειακές υποχρεώσεις – δυο παιδιά μεγάλωνε και έναν σύζυγο κανάκευε – και αυτά της έφταναν και της περίσσευαν Τα βράδια ξέδινε στα τηλεοπτικά ριάλιτι…

Βιάστηκε να τον προλάβει, μπας και την περιλάμβανε στο σχέδιό του. «Εμένα μην με υπολογίζεις για παρέα. Άλλωστε, εμείς πάμε κάθε καλοκαίρι στο χωριό και βλεπόμασταν με την κοπέλα. Τώρα, ας πάει στη συγχώρεση, δεν έχω να της προσφέρω τίποτα. Έχω και τα παιδιά με τα φροντιστήρια».

«Δεν σκόπευα να σου προτείνω. Θα πάρω τον Γιώργο, τον παλιό συμφοιτητή και συνάδελφο από το διπλανό γραφείο, που μου φορτώνεται κάθε τόσο “πότε θα πάμε στο χωριό – πότε θα πάμε στο χωριό”».

Βιάστηκε, με μια χαζή δικαιολογία, να κλείσει το τηλέφωνο και αναζήτησε στην μικρή αποθήκη του ρετιρέ διαμερίσματος το μπουκάλι με το τσίπουρο, που του είχε στείλει το καλοκαίρι με την αδερφή του, η θειά Τασία. Τράβηξε την καρέκλα του μπροστά στο παράθυρο, άναψε τσιγάρο και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί, όσο έφτανε το μάτι του, στο χάος της ασχήμιας που συνέθεταν οι ταράτσες των πολυκατοικιών, που τις μούσκευε η ασταμάτητη βροχή.

Πρέπει να είχε πιεί αρκετά, όταν κατά τις επτά πήρε στο τηλέφωνο τον Γιώργο. Το ψεύδισμά του ήταν καταφανές, όπως και η μπερδεμένη ομιλία του. Του ζητούσε να ‘ρθει παρέα, να πάνε στο χωριό. Τα αίτια δεν θέλησε να του τα εξηγήσει. Ες αύριον τα σπουδαία. Θα του εξηγούσε στη διαδρομή. Δεν του αρνήθηκε, άλλωστε δεν θα μπορούσε να του αρνηθεί. Από την κατάστασή του καταλάβαινε πως αυτός θα οδηγούσε την επομένη, τις τρεις ώρες για το χωριό του Άλκη.

Δεν άναψε φως στο σκοτάδι όλη τη νύχτα. Ψηλαφητά, άλλαξε την καρέκλα με μια βαθειά πολυθρόνα και χώθηκε μέσα της σαν παιδί που αποζητά να προφυλαχθεί στον αμνιακό σάκο της μάνας του. Εκτός από δυο – τρεις αναγκαστικές γρήγορες φυγές στην τουαλέτα, δεν άλλαξε θέση μέχρι που χάραξε. Κάποιες φορές έπιασε τον εαυτό του να προσπαθεί να κοιμηθεί μα εφιάλτες και η φωνή του, που φώναζε «Αλίκη», τον ξυπνούσαν.

Ο Γιώργος, που ανέβηκε στις εννιά και κάτι, τον είδε και τρόμαξε. Ποτέ του δεν τον είχε δει να χάνει τον έλεγχό του και αυτό το πρωί έβλεπε έναν άνθρωπο που είχε εκτροχιαστεί και κατέρρεε.

Δεν του άνοιξε κουβέντα. Μόνο πήγε και άναψε τον θερμοσίφωνα. Μέχρι να ζεσταθεί το νερό έβαλε την μηχανή του εσπρέσο να δουλέψει. Ο διπλός, δυνατός, πικρός εσπρέσο, λειτούργησε σαν πυροκροτητής στα μηνίγγια του ταλαιπωρημένου ξενύχτη φίλου του. Το καυτό μπάνιο βοήθησε συμπληρωματικά στην όλη προσπάθεια ανάταξης. Στις δέκα και μισή, σε αρκετά ανεκτή κατάσταση, πλέον, ο Άλκης καθόταν στην θέση του συνοδηγού και έδενε την ζώνη του. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στη μία και μισή το μεσημέρι θα βρίσκονταν στο χωριό. Η κηδεία ήταν για τις δύο…

Την πρώτη ώρα του ταξιδιού, ο Γιώργος τον άφησε να προσπαθήσει να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Περιορίστηκε να προσέχει τον δρόμο και να προσπαθεί να κανοναρχήσει τις σκέψεις του. 

«Πού βρισκόμαστε;»

Τον άκουσε, απρόσμενα, να ρωτά.

«Είμαστε μια ώρα στο δρόμο. Κοιμήσου κι άλλο άμα θες. Έχουμε ταξίδι μπροστά μας».

Αρνήθηκε. Ήταν ώρα για εξηγήσεις.

«Στο χωριό της μάνας μου, πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι για δυο μήνες, απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Οι καλύτερες αναμνήσεις που έχω σαν παιδί. Όλη μέρα παιχνίδι, πλατσούρισμα στα ρυάκια και να ψάχνουμε για καβούρια ποταμίσια, σκαρφάλωμα πάνω στο λόφο με τα ερείπια του παλιού κάστρου, εκδρομές στα ξωκλήσια. Φεύγαμε μετά τον Δεκαπενταύγουστο, να πάμε δυο βδομάδες για μπάνια στο Λουτράκι κι εγώ σπάραζα στο κλάμα. Και από πίσω να μας ξεπροβοδίζει, κλαμένη, η γιαγιά μου.

Στα δώδεκα μάς άφησε η γιαγιά, να πάει να βρει τον παππού, που δεν τον θυμάμαι καλά – καλά. Εμείς συνεχίσαμε να πηγαίνουμε. Το σπίτι το κράταγε η θεία η Τασία, αδερφή της μάνας μου, νιόπαντρη τότε. Χήρεψε πρόσφατα. Το παιχνίδι συνεχίστηκε αν και με άλλα ενδιαφέροντα, βλέπεις μεγαλώναμε. Η παρέα, όμως, πάνω – κάτω ή ίδια. Και η πρώτη – πρώτη μου φίλη η γειτονοπούλα μας, η Αλίκη, δυο χρόνια μικρότερη».

Ένας κόμπος στο λαιμό, τού έκοψε τη φωνή. Έψαξε να βρει το μπουκαλάκι με το νερό, ήπιε δυο γουλιές και άνοιξε το παράθυρο να τον χτυπήσει ο αέρας. Το έκλεισε, όμως, γρήγορα γιατί έμπαινε μέσα και η βροχή, που τους συνόδευε σε όλη τη διαδρομή. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε:

«Λένε και έχουμε διαβάσει να μιλούν για ανθρώπους που ψάχνουν μια ζωή να βρούνε μια “αδελφή ψυχή”. Εγώ την είχα βρει χωρίς να ψάξω. Βρισκόταν εκεί, μπροστά στην εξώπορτα, να με περιμένει καθώς φτάναμε, να μου φωτίζει την ψυχή με το γέλιο της, η φωνή της να φαντάζει κελάηδισμα καρδερίνας μέσ’ στον κάμπο, το τρεχαλητό της, καθώς οι μαύρες κοτσίδες της χοροπηδούσαν στην πλάτη της, να συντονίζεται με τους παλμούς της παιδικής μου καρδιάς.

Ποτέ δεν μαλώσαμε, ποτέ δεν διαφωνήσαμε. Και από μικρά όλο λέγαμε πως σαν μεγαλώσουμε θα παντρευτούμε. Και πάντα αποχωριζόμαστε με κλάματα, καθώς με ξεπροβόδιζε μαζί με την γιαγιά και όταν μας άφησε η γιαγιά, μόνη της έτρεχε πίσω από τα’ αμάξι, κουνώντας το μαντηλάκι της».

Η αφήγηση του Άλκη, ενώ έπρεπε να εξηγήσει πολλά, άφηνε περισσότερα ανεξήγητα. Ο Γιώργος, σπρωγμένος από την δικαιολογημένη περιέργεια, που του προκάλεσε η ιστορία ως εκείνη τη στιγμή, ένοιωσε την ανάγκη να ρωτήσει:

«Και καλά, αφού υπήρχε αυτή η κοπέλα και όλα όσα η ύπαρξή της σε έκανε να αισθάνεσαι, πώς και χάθηκες ξαφνικά απ’ το χωριό και είχες να την δεις είκοσι χρόνια;»

«Τα χρόνια που περνούσαν και η εφηβεία, άλλαξαν τα παιχνίδια μας τα παιδικά, μιας και δεν είμαστε παιδιά πια. Το πράγμα σοβάρεψε, παρασοβάρεψε θα έλεγα, και…»

«Σε κυνήγησε με κανένα ντουφέκι ο πατέρας της!»

«Ο κυρ Αποστόλης; Το πιο αγαθό πλάσμα της φύσης, που με αγαπούσε σαν παιδί του και με ήθελε για παιδί του; Όχι, ο πατέρας μου ήταν. Δεύτερη γενιά μεγαλοδικηγόρος στην Αθήνα, είχε μεγάλα όνειρα για τον γιό του. Μπορεί να ήταν και η μάνα μου απ’ το χωριό αλλά είχε πάρει προίκα γερή, σε λίρες χρυσές. Ενώ ο κυρ Αποστόλης είχε δεν είχε μερικά προβατάκια και πέντε στρέμματα αμπέλι. Πήγε, λοιπόν και τον έπιασε. Τι είπανε δεν έμαθα ποτέ. Μόνο πως τον Σεπτέμβρη η Αλίκη παντρεύτηκε και στα τέλη της Άνοιξης γέννησε το πρώτο της παιδί. Για μένα όλα είχαν πια τελειώσει. Από τότε δεν ξαναπάτησα στο χωριό ούτε σοβαρό δεσμό με κοπέλα έκανα. Του πατέρα μου, όπως κατάλαβες, δεν του πέρασε. Και ακόμα μου το βαστάει. Άσε με τώρα να προσπαθήσω να κοιμηθώ και μόλις φτάσουμε στο χωριό ξύπνα με».

Τα χιλιόμετρα έφυγαν γρήγορα και κάποια στιγμή το αμάξι έμπαινε στα πρώτα σπίτια του χωριού. Η βροχή, ευτυχώς, είχε σταματήσει από ώρα και έτσι ήσαν μέσα στους χρόνους τους. Ο Άλκης κοιμόταν, εξαντλημένος, του καλού καιρού.

«Ε, ξύπνα, επιτέλους, φτάσαμε!» Ο Γιώργος τον σκούντησε. «Είναι δύο παρά είκοσι. Μόλις προλαβαίνουμε».

Τρόμαξε σαν είδε το παγωμένο βλέμμα του αγουροξυπνημένου φίλου του.

«Κάνε μου μια χάρη ακόμη» εκείνος τον παρακάλεσε. «Να πας εσύ στην κηδεία. Εγώ δεν θα το αντέξω. Θα κάτσω στο αμάξι να σε περιμένω. Μόνο, να, πάρε αυτά τα λεφτά και βάλε ένα κερί από μένα. Ό,τι περισσέψει ρίχ’ το στο παγκάρι για τους φτωχούς. Για την ψυχούλα της».

Καταλαβαίνοντας τον πόνο του, ο Γιώργος δεν επέμεινε. Κίνησε μόνος του για την εκκλησία.

Όταν μετά από μια ώρα επέστρεψε, τον είδε να κάθεται και να καπνίζει με ανοιχτή την πόρτα. Δεν είχε βγει καν από τ’ αμάξι.

Προσπάθησε κάτι να πει, για να του μαλακώσει τον πόνο. «Καλά μου έλεγες πως με την μακαρίτισσα είσαστε αδελφές ψυχές. Κοιτώντας τον μεγάλο της γιό, που κουβαλούσε το φέρετρο μπροστά, ένιωσα σαν να έβλεπα εσένα τότε που σε γνώρισα στη Σχολή. Τόσο πολύ σοκαρίστηκα που άρχισα να πιστεύω στην δύναμη του υπερφυσικού».

Ήταν τότε που, επιτέλους, τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα, από τα μάτια του Άλκη. Ένα κλάμα άγριο, σπαρακτικό τού συντάραζε το κορμί, που σφάδαζε ολόκληρο, σαν να προσπαθούσε η ψυχή να λευτερωθεί από το σώμα, παραδομένη σε έναν ολοφυρμό, που τελειωμό δεν είχε.

Χωρίς άλλη κουβέντα, ο Γιώργος γύρισε το αμάξι προς την Αθήνα…

_

γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 08 – 09 Φεβρουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 08 – 09 Φεβρουαρίου 2025

Real News https://youtu.be/dwfdmkrvrfQΚαθημερινή Πρώτο Θέμa Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

Η αγάπη σου… για την αγάπη σου!

Η αγάπη σου… για την αγάπη σου!

Η αγάπη που έδωσες, σε σένα πάλι θα γυρίσει. Αγάπη πρόσφερες, αγάπη θα λάβεις. Αγάπη για την αγάπη! Το μεγαλείο μιας αέναης, ανεξάντλητης και συνάμα ανεξήγητης θετικής ενέργειας. Μιας θεϊκής δύναμης!  Έτσι! Έτσι είναι η αγάπη! Μία και μοναδική! Ούτε μικρή, ούτε...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η αγάπη σου… για την αγάπη σου!

Η αγάπη σου… για την αγάπη σου!

Η αγάπη που έδωσες, σε σένα πάλι θα γυρίσει. Αγάπη πρόσφερες, αγάπη θα λάβεις. Αγάπη για την αγάπη! Το μεγαλείο μιας αέναης, ανεξάντλητης και συνάμα ανεξήγητης θετικής ενέργειας. Μιας θεϊκής δύναμης!  Έτσι! Έτσι είναι η αγάπη! Μία και μοναδική! Ούτε μικρή, ούτε...

Έχουν οι τύψεις αργκό;

Έχουν οι τύψεις αργκό;

Η σκέψη μου είναι ψυχρή.Το αγέρι τους μ’ έχει παγώσει.Δεν θέλουν να δω τη σκηνή,μα το αίμα δεν έχει στεγνώσει. Ας είναι καλά τα δεσμά,με δάκρυα μού τα ’χουν τυλίξει.Σαπίζουν, παγώνουν κι αυτά,μα εγώ θα σφυρίξω τη λήξη. «Λεπίδες οι λέξεις», μου λες.Νομίζεις πως γράφω...

Λέξεις πορφυρών ποιητών

Λέξεις πορφυρών ποιητών

Απέναντι από το τζάκι υπήρχε ένα χρυσό κάδρο, το οποίο απεικόνιζε μια μπαλαρίνα με ματωμένα χέρια. Εκ πρώτης όψεως, δεν θα πω ψέματα, φάνταζε αρκετά ρομαντική ζωγραφιά. Από τα χρώματα που χρησιμοποίησε ο καλλιτέχνης, μέχρι το πώς η μπαλαρίνα βουτούσε τις πουέντ της...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου