Επιτέλους, είμαι λεύτερος!

Δημοσίευση: 11.09.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

 

 

Η καρδιά του χειμώνα κι όμως η μέρα τόσο φωτεινή, σαν να ’ναι άνοιξη. Το τζάκι καίει κι εγώ κάθομαι στην πολυθρόνα μου, εκεί που μ’ έχουν ακουμπήσει. Χαίρομαι τη θαλπωρή της ζέστης και τη μουσική από τα ξύλα που καίγονται. Υπάρχει και προστατευτικό κιγκλίδωμα μπροστά, για να μην κάνουμε καμία κουτουράδα εμείς οι ανοϊκοί.

Ναι, επιτέλους, βρίσκομαι μακριά από όλους κι από όλα, αλλά πολύ κοντά με τον εαυτό μου και τις πράξεις μου όλα αυτά τα χρόνια. Έχω περάσει τα 80. Κάτι οι στενοχώριες, κάτι τα φάρμακα που μου έδινε η γυναίκα μου -φάρμακα που είχαν δώσει οι γιατροί για την μητέρα της που είχε διαγνωστεί με άνοια- έμαθα και πώς συμπεριφέρονται οι ανοϊκοί και τελικά κατάφερα να με κλείσουν πριν μερικούς μήνες σε τούτο το ίδρυμα, μια και δεν υπήρχε κανείς να με φροντίσει.

Επιτέλους, παραδέχομαι πια πως γεννήθηκα από δύο εξαίρετους γονείς. Δύο ανθρώπους που δεν βρήκαν τίποτα έτοιμο, σε αντίθεση με μένα, μόχθησαν και μάτωσαν για να δημιουργήσουν τις δύο περιουσίες που άφησαν σε μένα και την αδελφή μου. Γιατί δύο; Η μία ήταν η υστεροφημία και η άλλη η υλική περιουσία. Για την πρώτη δεν είχα ιδέα όλα αυτά τα χρόνια ή για να είμαι πιο ειλικρινής, την αρνιόμουν. Αρνήθηκα τους γονείς μου σαν να ήταν οι χειρότεροι του κόσμου, σαν να ήταν εγκληματίες. Η δεύτερη όμως! Αυτή ήταν ο σκοπός της ζωής μου. Γι αυτή τα θυσίασα όλα· γονείς, αδελφή, συγγενείς, φίλους, ακόμα και το παιδί μου…

Τραγικό, ε; Να φτάνεις σε τούτη τη ηλικία, στη δύση της ζωής σου ολομόναχος, ν’ αναγνωρίζεις τα λάθη σου και να μην έχεις κανένα να τα εξομολογηθείς, να μην τους έχεις κοντά σου να τους ζητήσεις, βρε αδερφέ, μια συγγνώμη.

Α, ναι, η γυναίκα μου ζει, αλλά δεν μπορεί να έρχεται να με βλέπει, γιατί εκείνη είναι σε άλλο ίδρυμα. Πάνε κάποια χρόνια που την έκλεισαν σε ψυχιατρική μονάδα. Κανείς μας δεν έβλεπε πόσο άρρωστη ήταν. Όλοι νομίζαμε πως ήταν ιδιόμορφος χαρακτήρας κι εγώ τη θαύμαζα που δεν είχε κανόνες στη ζωή της. Ακόμα και όταν με απατούσε, νέοι ήμαστε, δεν κρατούσε και πολύ τα προσχήματα. Πίστευε πως ήμουν τόσο βλάκας, άλλωστε δεν έχανε ευκαιρία να μου το φωνάζει, που δεν καταλάβαινα τι γινόταν μέσα στο σπίτι μου… Γιατί τα υπέμενα; Ούτε εγώ μπορώ να το εξηγήσω ακόμη και σήμερα…

Τρεις εικόνες αρνούνται να σβήσουν από το μυαλό μου και οι τρεις έχουν να κάνουν με το θάνατο. Η πρώτη είναι εκείνη του πατέρα μου, με τη μάνα να σπαράζει σιωπηλά και την αδελφή μου να του ψιθυρίζει συνέχεια κάτι στο αυτί και να τον χαϊδεύει. Έτσι έκανε και μικρή. Σπάνια ο δόλιος, κατάκοπος, καθόταν περισσότερο στο κρεβάτι να ξεκουράσει το ταλαιπωρημένο του κορμί, εκείνη σαν ξυπνούσε, έτρεχε στο δωμάτιο των γονιών μας να τον βασανίσει. Τον χτένιζε, του τραβούσε τα αυτιά, του έκλεινε τη μύτη, μέχρι ν’ απλώσει εκείνος τα δύο χέρια και να την σφίξει στην αγκαλιά του. Κοριτσίστικα τερτίπια.

Η δεύτερη εικόνα είναι αυτή του παιδιού μου. Εκεί πόνεσα πολύ, πάρα πολύ, αλλά ήμουν και υποχρεωμένος να σφίξω τα δόντια για χάρη της γυναίκας και του άλλου παιδιού μου. Όλα αυτά τα χρόνια τον πενθώ, αλλά δεν έκανα και τίποτα να του αποδείξω πως είμαι άξιος πατέρας.

Και η τελευταία εικόνα που είναι και πιο πρόσφατη χρονολογικά, είναι αυτή της μάνας.

Χρόνια πριν, ήμαστε ακόμα νέοι, αρρώστησε ο πατέρας κι η αδελφή μου με παρακάλεσε να τον ξεκουράσουμε, να τον αναγκάσουμε, κατά κάποιον τρόπο, να σταματήσει να δουλεύει και να του παρέχουμε ένα ποσό για να ζει με αξιοπρέπεια με τη μάνα· δική της πρωτοβουλία. Ο πατέρας κόντευε τότε τα 80.

-Μισά-μισά, μου είχε πει.

-Δεν μου περισσεύουν, ήταν η απάντησή μου

-20-80, μου αντιπρότεινε, και χωρίς να το μάθει ο πατέρας.

-Δεκάρα τσακιστή, αποκρίθηκα χωρίς έλεος.

Ήταν, λέει, ο όρος του πατέρα, όταν του είπε πως θα τους δίνει εκείνη όλο το ποσό· να τα δίνουμε μισά-μισά, αλλιώς δεν δεχόταν. Λες και η περηφάνια του θα τον άφηνε να δεχθεί να τον συντηρούν τα παιδιά του, παρόλο που δεν είχε σύνταξη. Εκείνη την περίοδο εκείνη δούλευε σε δύο δουλειές και είχε την άνεση να το κάνει. Παρ’ όλα αυτά, λες και ήξερε την απάντησή μου.

Κι όταν ανοίχτηκε η διαθήκη του, ένοιωσα ριγμένος και θιγμένος, ενώ τα είχε αφήσει πολύ δίκαια. Δεν το έβλεπα, όμως τότε, γιατί με είχε τυφλώσει το μίσος. Έτσι άρχισε κι ο πόλεμος. Πολέμησα την αδελφή μου με νύχια και με δόντια. Έπαψα να μιλάω ακόμα και στη μητέρα μου, γιατί έπαιρνε το μέρος της. Έτσι το έβλεπα τότε. Την έτρεξα στα δικαστήρια με ψεύτικα στοιχεία κι έχανα το ένα μετά το άλλο κι επέμενα, επέμενα. Μου είχε γίνει εμμονή. Στο άκουσμα το ονόματός της ή βλέποντάς την, έστω κι από μακριά, έβραζε το αίμα μου. Είχα τόσο μίσος μέσα μου, μόνο μίσος.

Η αδελφή μου πήρε τη μάνα μαζί της -ζούσαμε σε διαφορετικές πόλεις- κι έτσι δεν είχα ν’ ασχοληθώ εγώ μαζί της. Ο αθεόφοβος, ποτέ δεν αναρωτήθηκα ή ρώτησα, ακόμα και πριν αρχίσουν τα δικαστήρια και τους κόψω και την καλημέρα, αν η μάνα περνά καλά, αν έχει ανάγκη από κάτι, παρόλο που είχε μια πενιχρή σύνταξη, αν της φέρονται καλά. Με είχε τυφλώσει τόσο το μίσος και το συμφέρον. Όλοι κατηγορούσαν τη γυναίκα μου, πως εκείνη ήταν η αιτία που δημιουργήθηκαν όλες αυτές οι άσχημες καταστάσεις. Κι όμως, δεν είναι αλήθεια. Δε λέω πως τις λάτρευε, αλλά ο μόνος υπεύθυνος ήμουν και είμαι εγώ και μόνον εγώ. Εγώ της έδωσα αυτά τα δικαιώματα, να παίρνει αποφάσεις για την πατρική μου περιουσία και σε βάρος τους.

Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που με πήρε η αδελφή μου, της οποίας φωνή δεν γνώρισα, να μου ανακοινώσει το θάνατο της μάνας. Δεν την ρώτησα πώς και γιατί. Τίποτα δεν ρώτησα, μόνο που και πότε θα γίνει η κηδεία. Και δεν της μίλησα καν στην εκκλησία, δεν την πλησίασα. Και την μίσησα ακόμη περισσότερο που την είχε όλη την ώρα αγκαλιά, της μιλούσε, την χάιδευε και μονοπώλησε πάλι το ενδιαφέρον με τις υπερβολές της, λες και άλλοι δεν έχασαν μάνα, μονάχα εκείνη, λες και άλλοι δεν αγάπησαν τη μάνα τους, παρά μονάχα εκείνη.

Και πάλι, τίποτα δεν με πτόησε. Συνέχισα τα δικαστήρια, να της τα πάρω όλα, με την ψευδή κατάθεση πως της είχα δώσει πολλά χρήματα κι εκείνη αρνιόταν να υπογράψει τα συμβόλαια. Είχα βάλει σκοπό της ζωής μου να την εκδικηθώ. Τι να εκδικηθώ και γιατί; Μα την ίδια της την ύπαρξη. Σε όλα ήταν καλύτερη· στο σχολείο, στη δουλειά, στη μόρφωση, στις φιλίες, σε όλα. Όλους τους κοινούς μας φίλους τους είχε πάρει με το μέρος της. Δεν μου άφησε τίποτα. Ακόμα και τον γιο μου, κι αυτόν τον είχε πάρει με το μέρος της…

Τα σκέφτομαι όλα αυτά και βυθίζομαι όλο και πιο πολύ στις τύψεις μου. εδώ δεν ζήτησα συγγνώμη ούτε καν στο άψυχο σώμα της μάνας μου, όταν τη φίλησα για τελευταία φορά κι ας είχα να της μιλήσω 20 χρόνια. Μόνο τώρα ξυπνώ και κοιμάμαι με μία μόνο φράση: «Συγγνώμη, μάνα» αλλά…

Θέλω, το θέλω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να ζητήσω συγγνώμη κι από την αδελφή μου. πώς, όμως, που όλοι ξέρουν πως έχω άνοια, άρα και δε θυμάμαι τίποτα και κανένα; Αυτή, άραγε, είναι η τιμωρία μου;

-Καλημέρα, ακούστηκε σιγανά μια φωνή δίπλα μου κι ένοιωσα ένα χέρι ν’ ακουμπά τον ώμο μου.

Ρίγησα. Κάτι μου θύμισε. Η καρδιά μου άρχισε να χοροπηδά. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Είχα μείνει ακίνητος. Η ανάσα μου έβγαινε με το ζόρι.

«Αυτό ήταν» σκέφτηκα. «Μάλλον εγκατέλειψα τούτο τον κόσμο και βλέπω οράματα…»

-Χθες βράδυ το έμαθα. Χθες βράδυ μου είπαν πως βρίσκεσαι εδώ…, και ήρθα… Δεν ήθελα να σε ταράξω… Αν σου κάνω κακό, να φύγω…

Σήκωσα το χέρι μου και της έπιασα το δικό της, εκεί, στον ώμο που είχε μείνει και τώρα έτρεμε. Δεν είχα, όμως το θάρρος να την κοιτάξω.

-Δε θέλω να στενοχωριέσαι. όλα θα πάνε καλά. Μη σε νοιάζει. Εγώ είμαι τώρα δίπλα σου. Εδώ θα είμαι για σένα, όπως τότε, όταν ήμαστε παιδιά. Βλέπεις, γεράσαμε και οι δυο, αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται, όπως έλεγε κι ο πατέρας.

Όση ώρα μου έλεγε αυτά, πολύ απαλά ήρθε στο πλάι και μπορούσα τώρα να την δω με την άκρη του ματιού μου. Ύστερα τράβηξε αθόρυβα μια καρέκλα, κάθισε πλάι μου, μου κράτησε το χέρι και μιλούσε, μιλούσε, όπως μιλούσε στα άψυχα σώματα των γονιών μας. Με το άλλο χέρι άρχισε να μου χαϊδεύει τα λιγοστά και κάτασπρα μαλλιά μου, το πρόσωπο.

Ντρέπομαι, Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι… Θέλω ν’ ανοίξω την αγκαλιά μου, να κλάψω, να της ζητήσω αυτή τη συγγνώμη που όφειλα σε όλους, μα περισσότερο στον εαυτό μου, που τόσα χρόνια τον έτρεφα μα το δηλητήριο του μίσους…

 

_

γράφει η Αθηνά Μαραβέγια 

Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 09 – 10 Δεκεμβρίου 2023

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 09 – 10 Δεκεμβρίου 2023

Real News  Καθημερινή  Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

11 σχόλια

11 Σχόλια

    • Αθηνά Μαραβέγια

      Ευχαριστώ πολύ!!!

      Απάντηση
  1. Μάχη Τζουγανάκη

    θλιβερό τόσο καιρό…τόση ζωή χαμένη στην ασφυξία του μίσους….
    Δίνετε με δυνατό τρόπο τη γεύση της αυτοτιμωρίας,,,

    Απάντηση
    • Αθηνά Μαραβέγια

      Αυτή τη ζωή τη χαμένη στην ασφυξία του μίσους προσπάθησα να θίξω…
      Ευχαριστώ!

      Απάντηση
  2. PETE.

    Μπραβο βρε Αθηνουλα…..οξυγονο εισαι……

    Απάντηση
    • Αθηνά Μαραβέγια

      Σ’ ευχαριστώ πολύ!!!
      Καλό Σαββατοκύριακο να έχουμε και να αποβάλουμε την “ασφυξία του μίσους”, όπως λέει και η Μάχη Τζουγανάκη!

      Απάντηση
  3. Ανώνυμος

    Πόσες ζωές και πόσες στιγμές έχουμε χάσει όλοι μας;;;Τα περιγράφεις όλα….μα όλα…. Ευχαριστώ

    Απάντηση
    • Αθηνά Μαραβέγια

      Εγώ ευχαριστώ!!!

      Απάντηση
  4. Ανώνυμος

    Τα συγχαρητήριά μου Αθηνά !!! Σπουδαίο μήνυμα ζωής!!!
    Παρασκευή Παυλίδου

    Απάντηση
    • Αθηνά Μαραβέγια

      Παρασκευή μου, σ’ ευχαριστώ πολύ!!!!!!!!!!

      Απάντηση
  5. Μεταλίδης Κώστας

    Αθηνά! Δεν ξέρω αν είναι πραγματική η ιστορία σου, αλλά είναι ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ! Επιδιώκουμε να ζούμε με τη λογική, τις περισσότερες στιγμές της ζωής μας. Δεν αφήνουμε και πολύ χώρο στα συναισθήματα. Ούτε καν στα μεγαλειωδέστερα, όπως αυτό της αγάπης, που καταπλακώνεται από λογικές, η και παράλογες πολλές φορές σκέψεις, προερχόμενες από το μυαλό που αμύνεται στο φόβο! Μα η ψυχή, προσπαθεί να μας θυμίσει τη μια και μοναδική καταγωγή μας, την καθαρή ΑΓΑΠΗ! Διακρητικά στην αρχή, με συνταρακτικές συμπτώσεις και γεγονότα ενίοτε… Κι αν πάλι δεν καταφέρει να μας αφυπνίσει η ψυχή, τότε, γιατί όχι; Ίσως χρειαστεί να γίνουμε και ανοϊκοί, για να θυμηθούμε πως, ” Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ, ΜΑ ΒΑΘΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ!”

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου