heart_balloon

Πέταξα το τσιγάρο μου στο δρόμο. Ούτε που ξέρω γιατί το άναψα εξάλλου. Τα μάτια μου ίσα που βλέπαν στο δρόμο. Βλέπεις και τα κλάματα κάποτε στερεύουν και άντε να τα φέρω τα βλέφαρα στη σωστή τους θέση. Νόμιζα πως δε θα σταματήσει ποτέ τούτος ο ποταμός. Ένιωθα την καρδιά μου ακόμα ματωμένη. Δεν ξέρω καν πότε θα σταματήσει τούτη η αιμορραγία. Κι αν υπάρχει κάποιο κατάλληλο φάρμακο για τούτη την πληγή. Λέω πληγή και γελάω. Εγώ που πλήγωσα τόσους κάθομαι και μιλάω για τα δικά μου τα κομμάτια.

Ο δρόμος, μου φάνηκε διαφορετικός. Και ας τον είχα περπατήσει τόσες φορές. Θα μου πεις αυτή τη φορά περπατούσα απροκάλυπτα και φανερωμένα. Τόσο καιρό αφανέρωτους βηματισμούς έκανα σε τούτη τη γειτονιά με τη ματιά φοβισμένη και αμαρτωλή. Να μη με δει κανείς. Να μην ακούσει κανείς ετούτη την ανάσα που λαχταρά. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το μουδιασμένο παλμό της πρώτης νύχτας σε τούτη τη γειτονιά. Τα δειλά μου βήματα. Και την τόσο τολμηρή μου επιθυμία.

Η αίσθηση αυτή με έκανε να σταματήσω στο επόμενο στενό. Θεέ μου. Κάπως έτσι πρέπει να είναι τα εμφράγματα. Τόσος πόνος δε μπορεί να μην είναι σημάδι. Ξεκουμπώνω το γιακά μου και λύνω τη γραβάτα. Ανάσα δε βγαίνει. Θα πεθάνω εδώ. Θα με βρουν σε αυτό το σημείο νεκρό κάποια στιγμή στο ξημέρωμα πίσω από τους κάδους. Ναρκομανής θα πουν. Από τους γυαλισμένους κιόλας. Θα πήρε από εκείνα τα βαριά. Τι τα θες. Λες και ξέρουν δαύτοι από ζωή. Την πετάνε έτσι. Με θράσος.

Θράσος. Ναι αυτό είχα. Θράσος. Το ξέρω. Υπήρξα αναιδής στη ζωή. Μα όχι σε όποια και όποια ζωή. Αλλά στη Ζωή μου. Ναι στη Ζωή μου. Και τώρα την άφησα λυγισμένη και κομματιασμένη και έγινα φυγάς. Δραπέτης. Εγώ ο τολμηρός. Ο γενναίος. Των ‘θα’ και των ‘ποτέ’ και των ‘πάντα’. Δειλέ! Ε Δειλέ! Δε βαστά η ανάσα μου. Να πάρω το 166; Να πω τι; Νομίζω πως πεθαίνω; Έμφραγμα, ελάτε γρήγορα σας λέω. Ποιο άλλο τηλέφωνο να πάρω; Είχα κάποτε ένα ταχείας κλήσης μα τώρα και εκείνο το νούμερο και όσοι κρύβονται πίσω από αυτό μάλλον πως με μισούν. Θα μου πεις κι εγώ για αυτούς με μισώ.

«Δεν έχεις καρδιά», μου είχε πει η Έλλη. Κάποτε ήταν η Έλλη ‘μου’. Αλλά το ‘μου’ μας τελείωσε. Της το έλεγα ότι μας τελειώνει, αλλά σημασία δεν έδινε. Κάποτε το είδα να πετά σα μπαλόνι ψηλά και φευγάτα στον ουρανό. «Κοίτα ρε Έλλη», της είπα για τελευταία φορά. «Πετά εκεί ψηλά και αν νομίζεις ότι θα φτάσει τα αστέρια, γελιέσαι. Θα σκάσει. Θα περάσει ένα χαζοπερίστερο και θα το τρυπήσει. Και εμείς θα μείνουμε με τα σεις και τα σας. Τα εγώ και τα εσύ». Γέλαγε. Φώναζε και με ειρωνευόταν. Κι ύστερα έβαλε μια σιωπή ανάμεσά μας. Σαν ταφόπλακα. Ούτε κηδείες. Ούτε κεριά. Ούτε τίποτα. Καμία τελετή καμία επισημότητα. Μόνο μια νεκρική σιωπή.

Και μετά ήρθε η Ζωή. Με πλησίασε λίγο πριν την άκρη του γκρεμού μου. Εκείνου που έλεγα ότι εγώ ποτέ δε θα. Τι δεν καταλαβαίνετε; Εγώ ποτέ δεν θα ξαναερωτευτώ. Βαστούσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο που δεν το είχα ξαναδεί. Και αν το είχα κάποτε ξαναδεί μάλλον πως δε το θυμόμουν ότι υπήρχε. Και μου το κόλλησε. Δεν ξέρω πώς έγινε. Κολλητικό δε λένε ότι είναι; Μεταδοτικό; Έγινα και εγώ ένας κύριος γελαστός, αστείος, χαρωπός όπως λένε. Πέταξα εκείνη την ενοχλητική ομπρέλα από πάνω μου και ξαφνικά η βροχή που κουβάλαγα τόσο καιρό μαζί μου, συμμορφώθηκε και τέλεψε. Και ήρθε η Άνοιξη. Μαζί με τη Ζωή μου, με πήρε και με άνθισε. Εμένα που με βλέπετε με το χέρι στο στήθος να σπαρταράω αυτή τη στιγμή, πριν λίγο καιρό κυκλοφορούσα σα μεθυσμένος κάνοντας φιγούρες στο δρόμο. Τι φιγούρες; Φιγούρες ερωτικές. Φιγούρες χορευτικές. Από εκείνες που έμαθα σαν γράφτηκα σε εκείνα τα μαθήματα χορού. «Από εδώ η παρτενέρ σου. Άπειρη και αυτή μια χαρά θα τα πάτε» μου είπε η δασκάλα.

– Διονύσης, της είπα

– Ζωή, μου είπε

– Χορεύοντας με τη ζωή μου δηλαδή, της είπα κοιτάζοντάς την στα μάτια

Έριξε ένα γέλιο και έλαμψε η αίθουσα. Από τότε ξεκινήσαμε τα γέλια και τα αστεία. Ιστορίες και ιστορίες από αυτές που μπορούσε να πει κανείς χορεύοντας. Βέβαια στο χορό τα πηγαίναμε χάλια. Ο ένας πατούσε τον άλλον, τις φιγούρες δεν τις μαθαίναμε ποτέ, κάναμε ό,τι μας κατέβαινε αλλά κατά κοινή ομολογία είμασταν συγχρονισμένοι σε όλα! «Αυτό που και στα λάθη σας είστε συγχρονισμένοι με ξεπερνά!» έλεγε η δασκάλα και χαχάνιζαν όλοι.

Έτσι βρεθήκαμε στη ζωή με τη Ζωή μου. Βέβαια κάτι μικρά προβληματάκια άλυτα τα είχαμε. Τόσο δα. Και οι δυο παντρεμένοι. Εγώ με μια Έλλη χωρίς το «μου» και εκείνη με έναν Γιώργο που δεν είχε βάλει ποτέ του το «μου». Κι οι δυο είχαμε φορέσει αταίριαστα ζευγάρια εκτός χορού. Τι να το κάνεις; Χάναμε τις καλύτερες φιγούρες. Το ένα έφερε το άλλο και αρχίσαμε κάπου αλλού τις δικές μας φιγούρες και εκεί εξίσου απόλυτα συγχρονισμένοι…

Έρωτας. Ναι έρωτας. Από εκείνους τους αδιάφορους για τους υπόλοιπους. Παιδιά σκυλιά γατιά σε δεύτερο πλάνο. Υποκρισίες και ψέματα για να καταφέρνουμε ένα εμβόλιμο ραντεβού ανάμεσα σε τόσα. Σαν σκασιαρχεία από τη ζωή. Ή μήπως ήταν όλα τα υπόλοιπα σκασιαρχείο από τη ζωή που θέλαμε να έχουμε; Και ύστερα γεμίσαμε με υποσχέσεις και των δυο για μια οριστική αλλαγή και ξανά από την αρχή. Έτσι κυλήσαν οι μέρες και τις κάναμε χρόνια. Δύο ολόκληρα χρόνια. Μυστικά και νοθευμένα. Νοθεία δεν ήταν; Άμα βάζεις στον έρωτα ψέματα και λοιπά και τον κρύβεις, δεν τον νοθεύεις; Βέβαια εμείς δεν το είδαμε ποτέ έτσι. Και τώρα αν με ρωτήσεις ανόθευτα συναισθήματα θα σου πω και θα γελάσω.

Δεν το βλέπω να σηκώνομαι από εδώ. Το στήθος χειροτερεύει. Βρε για φαντάσου. Για μια Ζωή θα πεθάνω. Της το έλεγα κάποτε γελώντας. Εγώ για σένα λιώνω Ζωή μου. Ζωή μου πεθαίνω. Και εκείνη χασκογέλαγε σαν την κυνήγαγα σε εκείνο το σπίτι που είχαμε βαφτίσει σπιτικό μας. Ναι σπιτικό μας. Κοινό νοίκι και αγορές από εκείνες που κάνουν τα νιόπαντρα χωρίς το περιτύλιγμα των δήθεν must αγορών. Κρυστάλλινα και κομοδίνα και εταζέρες δεν είχαμε. Ένα κρεβάτι με τα όλα του είχαμε, ένα τραπέζι να τρώμε είχαμε και μια κουζίνα να παίζουμε μαγειρεύοντας και να συζητάμε για τα πάντα είχαμε. Μουσική είχαμε και ένα χαλί για τα βράδια μας είχαμε. Το σπιτικό μας. Κάπως έτσι γεννιούνται τα «μου». Ξεντύνονται όλες τις φιοριτούρες, ξεγυμνώνονται και γεννούν την αγάπη. Από αγάπη να φας με το κουτάλι. Τόση είχαμε.

Και τι; Θα μου πεις έφυγε; Μπα δεν έφυγε. Αυτό που έφυγε ήταν η υπομονή. Η υπομονή αυτής της δεύτερης ζωής. Γιατί ήταν δεύτερη. Πάντα δεύτερο πλάνο. Και όσο ξεφούσκωναν οι υποσχέσεις αλλαγής τόσο εγκλωβιζόμασταν. Κάθε φορά μπαίναν κάτι σκιές στο σπίτι μας, όσο και αν πάλευα να τις αφήσω στο χαλάκι της εξόδου. Παλεύαμε να κάνουμε πως δεν τις βλέπουμε. Καμιά φορά κλείναμε όλα τα φώτα και τις τρελαίναμε. Δε μπορούσαν να κάνουν κάτι. Μα έμπαινε εκείνο το φεγγάρι μέσα σαν εκδικητής και τις ξεφανέρωνε. Ούτε και η νύχτα δεν ήθελε να συνεχίσει έτσι αυτή η ζωή.

Τελεσίγραφο. Μου έβαλε τελεσίγραφο. Η Ζωή και η ζωή. Ή τώρα ή ποτέ. Κλαμένη όσο δεν πήγαινε μου είπε ότι ή θα βάλουμε και οι δυο μας τέλος σε όλα τα άλλα ή να μη ξαναβρεθούμε ποτέ εδώ. Για κάποιο λόγο της θύμωσα. Δεν ξέρω γιατί. Το έβρισκα θρασύ. Αστείο ε; Εγώ ο θρασύς, ο ψεύτης, ο πολλά υποσχόμενος, ξαφνικά έβρισκα θρασύτατο τούτο το τελεσίγραφο. Σα να λιποτάκτησε ο ένας από τους δυο. Και τότε έγινα ένας άλλος. Τότε με άφησα να γίνω ένας άλλος. Τον επόμενο καιρό άρχισα να βρίσκω δικαιολογίες. Είχα καταφέρει να λέω ψέματα και στους δυο μου κόσμους. Στον πρώτο κόσμο, στον κόσμο της Έλλης συνέχιζα να λείπω και στον δεύτερο κόσμο, στον κόσμο της Ζωής μου, άρχισα να λερώνω τις συναντήσεις μας με την απουσία μου. Μια καλοδουλεμένη δικαιολογημένη απουσία. Άρρωστα παιδιά, πρόβλημα στα ηλεκτρικά, πεθερά στο νοσοκομείο και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.

Παράταση. Τώρα που το σκέφτομαι ζητούσα παράταση από την αντιμετώπιση της αλήθειας. Να βάλω ένα τέλος για να φτιάξω μια αρχή. Και ενώ όλο μου το είναι, δύο χρόνια τώρα, ήθελε αυτή τη ρημάδα την αλλαγή και την απαλλαγή μου από τις όποιες τύψεις και ενοχές, το επόμενο στάδιο της αντιμετώπισης των πάντων με έκανε να χάνω την ψυχραιμία μου. Για αυτό σας λέω, δειλός.

Τι έγινε; Τι απορείτε… Μια μέρα, σήμερα συγκεκριμένα, πήγα εκεί. Στο σπιτικό μας. Με κοίταξε με κατακόκκινα μάτια σαν άνοιξε την πόρτα. Πιο θυμωμένη από ποτέ. Μπήκα στο σπίτι σαν ξένος και ας είχα στο χέρι τα κλειδιά. Τα άφησα στο τραπέζι με τέτοιο τρόπο που ένιωσα έντονα πως δε θα τα ξαναχρησιμοποιήσω. Ένα τέλος ολόμαυρο φαινόταν σε ολόκληρη την όψη της. Δε μπορούσα να πλησιάσω ούτε λίγο το σώμα της. Να κρατήσω έστω τα χέρια της. Να νιώσω τη μυρωδιά της. Να της πω πόσο μου έλειψε. Και κυρίως πόσο βλάκας υπήρξα. Πάλευα να βρω έναν τρόπο να κλέψω ένα χαμόγελό της. Μάταια.

Έβγαλε από το πορτοφόλι της ένα πάκο από χρήματα. Τα άφησε στο τραπέζι και μου εξήγησε αναλυτικά τι χρέη κάλυπτε. Ενοίκια, δεή, νερό και διάφορα άλλα για το σπιτικό μας που δεν την άφηνα εδώ και καιρό να πληρώνει. Αυτά τα λεφτά πάνω στο τραπέζι με κάνανε να νιώσω φτηνός. Πολύ φτηνός. Λες και με πλήρωνε για τις προηγούμενες υπηρεσίες μου. Ξαφνικά αυτό ήταν ένα σπίτι και τίποτε άλλο. Κανένα σπιτικό. Καμία θαλπωρή. Όλα ξένα χωρίς τη Ζωή. Όλα άδεια.

Θύμωσα. Την πλησίασα και την κοίταξα πετώντας τους αντρικούς και καθαρά εγωιστικούς κεραυνούς μου. Της δήθεν αηδίας. Ότι καλά περάσαμε κοριτσάκι μου αλλά ως εδώ, τελειώνουν κάποτε και οι έρωτες. Δίκιο έχεις ο καθείς σπίτι του. Πήρα τα λεφτά και της τα πέταξα μπροστά της. Να τα κάνει φουστάνια και αρώματα για τον Γιώργο της. Έτσι της είπα με ένα ειρωνικό υφάκι. Εκείνη με κοίταζε μουδιασμένη. Γινόμουν ακόμα πιο ξένος μπροστά της σε τούτο το φινάλε και έπαιρνα άνετα το όσκαρ α’ ανδρικού, ή έστω β’. Εδώ που τα λέμε, μόνο β΄ ανδρικού ρόλου μπορούσα να πάρω στη β΄ ζωή μου!

Την άφησα ματωμένη, είμαι σίγουρος, αλλά έφυγα με την υπεροψία και την περηφάνια μου παρέα. Μόνο σαν κατέβηκα την πρώτη σκάλα του σπιτιού σταμάτησα στα σκαλιά. Έπεσα σχεδόν στο πάτωμα και ό,τι δεν είχα αφήσει να νιώσω ως τώρα, κύλησε στο μωσαϊκό του πρώτου ορόφου. Αναφιλητά σιωπηλά. Αυτή τη φορά κρυβόμουν από εκείνη. Από τη Ζωή την ίδια. Το θέαμα θα πρέπει να ήταν το λιγότερο αστείο. Και δοξάζω το Θεό που δεν άνοιξε κανείς την πόρτα του να δει κάποιον να κλαίει δαγκώνοντας το μανίκι του για να μην ακουστεί.

Έφυγα σαν κυνηγημένος. Και βρέθηκα εδώ πίσω από τους κάδους να μη μπορώ να σηκωθώ. Εγώ και τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς. Να μυρίζουμε σκουπιδίλα και σαπίλα. Ταιριαστά αρώματα για την αφεντιά μου. Με το χέρι στο στήθος και το άλλο να προσπαθεί να σχηματίσει κάποιο νούμερο στο κινητό, έστω ένα τυχαίο, ίσα που στεκόμουν γονατιστός ανάμεσα σε μπουκάλια μπύρας, φελιζόλ που μύριζαν ψαρίλα και σκόρπιες σακούλες.

Πριν προλάβω να αποφασίσω τι νούμερο θα καλέσω η οθόνη του κινητού μου φώτισε. Ένα μήνυμα από τη Ζωή:

«’Έτσι όπως σε βλέπω ανάμεσα στις γάτες, βρωμόγατε, με κάνεις να πιστεύω ότι μπορεί ο έρωτάς μας να είναι κι αυτός εφτάψυχος. Έλα πάνω να σε καθαρίσω…»

Γύρισα και την κοίταξα λίγο πιο πέρα να μου γελά. Η καρδιά μου ήρθε στη θέση της. Ξαφνικά ένιωσα να μπαίνουν και όλες οι τελείες στη θέση τους. Μια τόλμη που νόμιζα πως δεν είχα με έκανε να ξανασηκώσω το κινητό μου εκεί πίσω από τους κάδους.

«Έλλη θέλω να ζήσω από την αρχή τη Ζωή μου. Τελειώσαμε…»

Αποστολέας: Διονύσης / Παραλήπτης: Έλλη

Ώρα αποστολής: 6.30 π.μ.

 

Ακολουθήστε μας

Μουσική

Μουσική

Έξι και τριάντα. Τα μάτια μου ανοίγουν απότομα πάντα την ίδια ώρα, όταν η σιγαλιά της νύχτας δίνει τη σκυτάλη διστακτικά στους πρώτους ήχους του πρωινού. Κλείνω τα μάτια και αφουγκράζομαι τη θάλασσα. Ο απαλός παφλασμός των κυμάτων με νανουρίζει γλυκά....

Παρέα

Παρέα

Πράξη τελευταία Ώρα έξι και τριάντα Πουλιά κρέμονται σήμερα απ’ τις τσέπες μου Από το τρύπιο μου σώμα Ψίχουλο ψίχουλο Το μεδούλι μου θα θηρεύσουν Από την άνευρη σάρκα μου Στάλα τη στάλα Την αναιμική ψυχή μου Θα ρουφήξουν Δεν ξέρω γιατί με επέλεξαν Μα από την άλλη...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Παρέα

Παρέα

Πράξη τελευταία Ώρα έξι και τριάντα Πουλιά κρέμονται σήμερα απ’ τις τσέπες μου Από το τρύπιο μου σώμα Ψίχουλο ψίχουλο Το μεδούλι μου θα θηρεύσουν Από την άνευρη σάρκα μου Στάλα τη στάλα Την αναιμική ψυχή μου Θα ρουφήξουν Δεν ξέρω γιατί με επέλεξαν Μα από την άλλη...

Όταν το σύμπαν έχει κέφια

Όταν το σύμπαν έχει κέφια

Η καλή ημέρα από το πρωί φαίνεται, λέει η παροιμία κι αν κρίνω από την έναρξη της δικής μου, το τέλος της μόνο καλό δεν προοιωνιζόταν. Είναι κάτι μέρες, βρε παιδί μου, που λες ότι το σύμπαν συνωμοτεί για να σου τις χαλάσει κι ας μας παραμύθιαζε τόσα χρόνια ο Κοέλιο με...

Το χαμόγελο του Παβαρότι

Το χαμόγελο του Παβαρότι

Άνοιξε τα μάτια όσο το σκοτάδι ήταν ακόμη πυκνό. Ρολόι δε χρειάστηκε να κοιτάξει. Ήξερε. Ήταν 6.30 ακριβώς. Η ώρα που πάντοτε ξυπνούσε. Σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο. Άνοιξε τα ξύλινα παντζούρια και ένα αεράκι φθινοπωρινό, δροσερό, καθάριο, φερμένο από τα...

16 σχόλια

16 Σχόλια

  1. Άννα Ρουμελιώτη

    Να τολμάμε ..να τολμήσουμε κάποτε να ζήσουμε τη ζωη που θέλουμε!!Δυνατό Μάχη μου την καλημέρα μου!!

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      Αν η ζωή που έχουμε ντυθεί δε μας ταιριάζει, για καλό όλων πρέπει να την αλλάζουμε. Και τότε ναι το να τολμήσεις…είναι το πρώτο βήμα… Σε ευχαριστώ Αννα μου

      Απάντηση
  2. Ανώνυμος

    Είναι τόσο ελαφρύ το να μπορείς να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις. Είναι τόσο απαλό να είσαι με αυτούς που αγαπάς… Μπράβο Μάχη..

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      “Είναι τόσο ελαφρύ το να μπορείς να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις” και ταυτόχρονα ιδιαιτέρως βαρύ….για να το πετύχεις και να το ακολουθείς..

      Σας ευχαριστώ!

      Απάντηση
  3. Λένα Μαυρουδή Μούλιου

    Και καλά ο Διονύσης και ο κάθε Διονύσης βρήκε τη ζωή του στην αγκαλιά την απαγορευμένη(μέγιστο αφροδισιακό) της Ζωής ,Την Ελπίδα όμως την ρώτησε κανείς αν χάνοντας την ελπίδα της στοργής του έστω πώς θα πορευτεί από δω και μετά; Μακάρι βέβαια να συνέβαινε και σ’ αυτήν κάτι ανάλογο τώρα που ο Διονύσης θα της πει ”γεια” να του πει και κείνη ”στο καλό”έχοντας κάποιον ώμο ν’ ακουμπήσει πάνω του και να μη μαυρίσει η ψυχή της’ Συνήθως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει Δεν μας είπε όμως η Μάχη αν υπάρχουν και παιδιά …Άλλα μικρά θύματα στο όνομα της ”ΑΓΑΠΗΣ”,ΚΑι μήπως η κυρία αυτή έχει αλλιώτικη μορφή ΤΩΡΑ στη δεύτερη ζωή του κυρίου από,ό,τι στην πρώτη;Ή ίδια είναι φίλε ή ίδια . Μόνο που κουράζεται να ζει και να υπάρχει σε άτομα που και κείνα βαριούνται θανάσιμα και φεύγει. Και άντε πάλι από την αρχή Και ”πόσο σ’ αγαπώ και πώς τώρα νιώθω στ’ αλήθεια , σ’ ολο του το πλάτος και το μήκος τη σημασία της πιο όμορφης λέξης στο λεξιλόγιο της ζωής, Σ’ αγαπώ . δεν μπορώ τίποτα άλλο να πω΄πιο βαθύ πιο απλό πιο μέγαλο” , ναι αλλά ως πότε θα το λες ιδού η απορία … Γιατί ξέρεις κάτι; πιο πολύ Διονύση αγαπάς τον εαυτό σου φίλε και αρκεί αυτός να νιώθει καλά, Οπόταν κουραστείς φρόντισε την Ζωή τουλάχιστον να την ενημερώσεις εγκαίρως!!!!
    Πάντως σαν κείμενο τέλειο όπως και ό,τι γράφεις.

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      Λένα μου σε ευχαριστώ. Ανοίγεις μεγάλη κουβέντα και θα χαρώ να την κάνουμε σε πιο πριβέ κουβέντα μην κουράσουμε τους αναγνώστες μας. Σου εύχομαι ένα πολύ όμορφο Σαββατοκύριακο!

      Απάντηση
  4. Σοφία Ντούπη

    Αν αναλογιστούμε ότι ¨δεύτερη ζωή¨ δεν έχει…Θα πρέπει όταν παύει αυτό το ¨μου¨… να ανοίγουμε πολύ απλά την πόρτα της ζωής και να πηγαίνουμε παρακάτω! Έλα όμως που οι περισσότεροι δεν τα καταφέρνουμε και ζούμε τη ζωή… τη ζωή μας… όπως πολύ σωστά έγραψε ο ΠΟΙΗΤΗΣ!!!
    Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
    το λέω και τ’ ομολογώ.
    Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
    μες στη ζωή πορεύτηκα.
    Δυνατό το θέμα της ιστορίας σου Μάχη μου… κι ακόμη πιο δυνατή η προσέγγιση και η γραφή σου!!! Την αγάπη μου…καλό Σαββατοκύριακο!!!

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      Και μόνο που μίλησες με τους στίχους του αγαπημένου μου ποιητή Σοφία μίλησες στην καρδιά μου…
      Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και την παρέα κυρίως …

      Καλό Σαββατοκύριακο σε όλους σας
      την αγάπη μου

      Απάντηση
  5. Ελένη,Κορωνιώτη

    Συγκλονιστικό το κείμενο!!!!!!!Υπέροχο!Αυτό το μπες- βγες στη Ζωή και στη ζωή ! Ωραίος ο Διονύσης!¨Άργησε να μεγαλώσει μα πάλι δε μεγάλωσε!Πήρε αμπάριζα τις Ζ(ζω)ές άλλοτε με αλήθειες και άλλοτε με ψέματα. Λίγο πριν ξεκινήσει το ταξίδι στη ζωή δεν έμαθε ότι τα “μου” κερδίζονται ;Άραγε η Έλλη του δεν συνάντησε κανέναν Ζώη στον δρόμο της ; Να κάνει τη ζωή της πιο όμορφη και πιο αληθινή;Πιστεύω ότι λίγο πιο ύστερα ο Διονύσης μας θα συναντήσει μια άλλη Ζωή πιο ζωηρή…και θα πάλι θα μπερδέψει το ψέμα του με την αλήθεια του….Εκτός αν επιτέλους μεγαλώσει….

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανακη

      Πολυ μου το ζοριζετε ολοι σας το Διονυση μου….κι εγω τον αγαπώ!!
      Η ζωη αλλάζει οταν δε μας ταιριάζει. .. καλο ξημέρωμα Ελένη! ! Σε ευχαριστώ. ..

      Απάντηση
  6. Έλενα Σαλιγκάρα

    Με ένα σφίξιμο στο στομάχι το διάβασα! Ευτυχώς που είχε αίσιο τέλος αλλιώς… 🙂
    Μου άρεσε πολύ το μήνυμα που έδωσες, Μάχη. Η ζωή είναι επιλογές που κάνουμε και καμιά φορά όντως είναι πολύ δύσκολο να διαλέξουμε.
    Δυνατή ιστορία! Μπράβο σου!

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανακη

      Σε ευχαριστώ πολύ Έλενα! ! Καλή σου μέρα!!

      Απάντηση
  7. whitedwarf4

    Εξαιρετικά όμορφο και δυνατό κείμενο. Διαβάζεται με μια ανάσα…
    Μια βαθιά ανάσα που ποτέ δεν είναι αργά να πάρεις, όπως και ο Διονύσης…

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      Σε ευχαριστώ φιλενάδα. Καλές δεν είναι αυτές οι βαθιές ανάσες; Ποτέ δεν είναι αργά… Φιλιά!

      Απάντηση
  8. Ελένη Χριστοφοράτου

    Δυνατή έκφραση και γλαφυρές εικόνες. Μπράβο, Μάχη!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου